του Αργεντινού ψυχοθεραπευτή Jorge Bucay
Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα
στην παραλία για να ρίξει τα δίχτυα του.
Ξέρει πως μόλις βγαίνει ο ήλιος
πλησιάζουν τα ψάρια στα ρηχά για να φάνε μικρές γαρίδες, γι΄ αυτό πάντα ρίχνει
τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.
Κατεβαίνει από το καλυβάκι μες
στη νύχτα, με τα δίχτυα στον ώμο και με τα πόδια γυμνά, μπαίνει στη θάλασσα.
Αυτή τη νύχτα, που μας διηγείται
η ιστορία, όπως πάει ο ψαράς να μπει στο νερό, αισθάνεται το πόδι του να χτυπάει
πάνω σε κάτι πολύ σκληρό στον πάτο της θάλασσας. Το ψηλαφά με το πόδι και
διαπιστώνει πως είναι πράγματι κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες σε μια
σακούλα.
Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει :
"Ποιος ανόητος πετάει τέτοια
πράγματα στην παραλία μου…
Κι εγώ, πώς μπορώ να προσέχω,
σίγουρα κάθε φορά που θα μπαίνω στο νερό, θα σκοντάφτω πάνω στις πέτρες…."
Παραμερίζει λοιπόν τα δίχτυα,
σκύβει, πιάνει τη σακούλα και τη βγάζει από το νερό.
Την αφήνει στην ακροθαλασσιά και
ξαναμπαίνει με τα δίχτυα στο νερό.
Είναι θεοσκότεινα…Ίσως γι΄ αυτό,
όταν βγαίνει πάλι από τη θάλασσα, σκοντάφτει ξανά πάνω στη σακούλα που είχε
αφήσει έξω, στην αμμουδιά.
Σκέφτεται τότε: "Δεν είναι
δυνατόν, κάτι πρέπει να κάνω."
Βγάζει τον σουγιά του, ανοίγει τη
σακούλα και ψάχνει. Έχει κάμποσες πέτρες μέσα, μεγάλες σαν πορτοκάλια, βαριές
και στρογγυλεμένες.
Ξανασκέφτεται "μα ποιος να είναι
αυτός, που μαζεύει πέτρες στη σακούλα και τις πετάει μετά στο νερό…"
Παίρνει μια, τη ζυγίζει στο χέρι
του και την ρίχνει στη θάλασσα.
Αμέσως, ακούει τον θόρυβο της
πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Μπλουμ!
Βάζει το χέρι του στη σακούλα,
παίρνει άλλη μια πέτρα και την πετάει στο νερό. Ακούει ξανά το μπλουμ!
Την επόμενη, την πετάει από την
άλλη μεριά, πλαφ!
Μετά, αρχίζει να τις
εκσφενδονίζει δυο-δυο και ακούει μπλουπ - πλουπ!
Ύστερα προσπαθεί να τις ρίξει πιο
μακριά και με γυρισμένη την πλάτη, με όλη του τη δύναμη, μπλουμ – πλουμπ -
πλαφ!….
Διασκεδάζει ν’ ακούει τους
διαφορετικούς ήχους, υπολογίζει τον χρόνο που κάνουν να πέσουν στο νερό και
συνεχίζει να πετάει τις πέτρες στη θάλασσα.
Μέχρι που αρχίζει να βγαίνει ο
ήλιος.
Στη σακούλα έχει μείνει πια
μονάχα μία πέτρα.
Ετοιμάζεται να την πετάξει πιο
μακριά από όλες, αφού είναι η τελευταία του.
Όπως την σφίγγει στο χέρι του με
δύναμη, ξαφνικά τη φωτίζει ο ήλιος και βλέπει στην πέτρα μια χρυσαφένια
μεταλλική λάμψη που του τραβάει την προσοχή.
Ο ψαράς συγκρατεί το χέρι του και
την κοιτάζει προσεκτικά.
Η πέτρα αντανακλά τον ήλιο κι
αστράφτει. Την τρίβει σαν μήλο, πάνω στα ρούχα του και η πέτρα λάμπει ακόμη πιο
πολύ.
Έκπληκτος, τη χτυπάει ελαφρά και
αντιλαμβάνεται ότι είναι από μέταλλο. Συνεχίζει να την τρίβει στο πουκάμισό
του, και συνειδητοποιεί πως η πέτρα είναι από καθαρό χρυσάφι.
Μια πέτρα από ατόφιο χρυσάφι σε
μέγεθος πορτοκαλιού! Σκέφτεται αμέσως με απόγνωση, ότι η πέτρα αυτή είναι
σίγουρα ίδια με όλες τις άλλες που πέταξε στη θάλασσα.
"Τι χαζός που ήμουνα!"
Είχε στα χέρια του μια σακούλα
γεμάτη πέτρες από χρυσό και τις πετούσε στη θάλασσα, για να ακούει τον ανόητο
ήχο που έκαναν όταν έπεφταν στο νερό…
Του έρχεταινα κλάψει, λυπάται για
τις χαμένες πέτρες…
Σκέφτεται πως είναι ένας τρελός,
ένας άτυχος, δυστυχισμένος άνθρωπος…
Αν έψαχνε ίσως τώρα στη θάλασσα, αν
είχε τον εξοπλισμό που έχουν οι δύτες για να ψάξει…, νοιώθει απελπισμένος.
Ο ήλιος όμως, έχει πια ανατείλει.
Συνειδητοποιεί τότε, πως έχει
ακόμη την τελευταία πέτρα…, συνειδητοποιεί, πως ο ήλιος θα μπορούσε να είχε
αργήσει ένα δευτερόλεπτο ακόμη ή εκείνος θα μπορούσε να είχε ρίξει την πέτρα
πιο γρήγορα και τότε δεν θα είχε μάθει ποτέ για τον θησαυρό που έχει τώρα στα
χέρια του.
Αντιλαμβάνεται τελικά ότι κατέχει
έναν πραγματικό θησαυρό, μια τεράστια περιουσία για έναν φτωχό ψαρά όπως
εκείνος.
Καταλαβαίνει τώρα πόσο τυχερός
είναι, που μπορεί να κρατήσει αυτόν τον θησαυρό που έχει ακόμα στα χέρια του.
**
Μακάρι να είμαστε πάντοτε τόσο μυαλωμένοι, ώστε να μην κλαίμε για τις ευκαιρίες, που απροετοίμαστοι ίσως τις
πετάξαμε, τις χάσαμε απερίσκεπτα, για όλα εκείνα που μας φέρνει η θάλασσα, η
ζωή, και μας τα παίρνει μετά…
Μακάρι να μπορούμε να
αναγνωρίζουμε τη λάμψη στις πέτρες, την ώρα που τις έχουμε στα χέρια μας, και να τις
χαιρόμαστε για την υπόλοιπη ζωή μας.
επ. κειμ. [2φΑ]