Από τη Μαριαλένα Σπυροπούλου
Οι λέξεις βρίσκονται παντού μέσα μας.
Χοροπηδάνε ως σκέψεις, περπατάνε ως
παρηγορητικά λόγια, ταξιδεύουν στην ανάγκη του άλλου, βυθίζονται στη σιωπή και στο αδιέξοδο, ψάχνουν να βρουν την ολοκλήρωση, δηλώνουν την έλλειψη.
Οι λέξεις είναι το μόνο όπλο που έχουμε σε αυτή τη ζωή.
Η μητρική σχέση δομείται με λέξεις. Ο έρωτας ανθίζει με λέξεις.
Η φιλία ανδρώνεται με λέξεις. Η ψυχοθεραπεία θεραπεύει με λέξεις.
Η γραφή φτιάχνει κόσμους με λέξεις.
Οι άνθρωποι συνδεόμαστε από την
πρώτη στιγμή με τον εαυτό μας και τους άλλους με λέξεις.
Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα εργαλείο.
Είναι ο τρόπος που
δομείται ο εγκέφαλος, είναι η λειτουργία των αρχών της ζωής.
Μιλάω και η λογική
βάζει σε τάξη τα πράγματα.
Μαθαίνω πώς να εκφράζομαι, μαθαίνω να ακούω τις
λέξεις του άλλου, και έτσι κινείται ο κόσμος. Έτσι συγκινείται ο κόσμος.
Οι άνθρωποι όμως αποξενώνονται. Οι ψυχοθεραπείες δεν
θεραπεύουν.
Οι εφημερίδες δεν πείθουν. Μυθιστορήματα πιάνουν σελίδες επί
σελίδων και οι αναγνώστες δεν «πιάνουν» τίποτα. Οι μητέρες μιλάνε στα παιδιά
τους και αυτά δεν χτίζουν τίποτα μέσα τους. Οι φιλίες βυθίζονται στο τέλμα του
συμβατικού.
Οι ερωτικές σχέσεις χτίζουν με λέξεις τείχη.
Αυτό που εφευρέθηκε για να μας φέρει πιο κοντά, ξάφνου, μας
βυθίζει σε μεγαλύτερη απόγνωση. Οι λέξεις δεν είναι αρκετές.
Έχουν ήδη
αποδειχθεί κατώτερες των περιστάσεων.
Και οι άνθρωποι νιώθουν ότι τέλειωσαν οι
εφεδρείες του λογικού.
Η τρέλα, η μοναξιά, η κατάθλιψη παραμονεύουν, αν δεν
έχουν ήδη στρογγυλοκαθίσει στο γιορτινό τραπέζι.
Η κρίση τι είναι; Αν δεν είναι κρίση των λέξεων σε σχέση με
την ουσία, τότε τι είναι;
Αποτύχαμε παταγωδώς εδώ και πολλές δεκαετίες να
μιλάμε με τρόπο συνεπή με αυτό που νιώθει ο ψυχισμός μας.
Αποτύχαμε παταγωδώς
να πούμε μερικές λέξεις αλήθειας, αποτύχαμε παταγωδώς να αποδεχτούμε λεκτικά
την ήττα μας και να τη βιώσουμε.
Αποτύχαμε παταγωδώς να παραδεχτούμε ότι μας έλκει ο νοσηρά ψευδαισθητικός λόγος, ο παρανοϊκός λόγος, ο λόγος που κυκλώνει και εγκλωβίζει.
Γιατί δεν παραδεχόμαστε ως το μεδούλι μας, ότι θέλουμε μόνο κανάκεμα;
Διαβάζω κάποιες από τις ιστορίες που εκδίδουν οι Έλληνες
συγγραφείς.
Μερικές φορές θυμώνω.
Οι περισσότεροι ανακαλύπτουν την αφαίρεση σαν
μοτίβο ελλειπτικότητας. Σαν στυλ.
Η έλλειψη είναι σαφώς σημαντική, είναι
κινητήριος δύναμη για να ψάξεις.
Για να σηκωθείς από το κρεβάτι πρέπει κάτι να
σου λείπει.
Αλλά πρέπει την ίδια στιγμή να έχεις και κάτι. Να σου δίνουν κάτι.
Τα
μυθιστορήματα της εποχής μας πολλές φορές δεν μπαίνουν στον κόπο να δώσουν
στους αναγνώστες μια ολοκληρωμένη ιστορία. Τι να την κάνεις την ιστορία,
άλλωστε;
Να μπεις στον κόπο να διαβάσεις, να μελετήσεις, να γράψεις κάτι
ολοκληρωμένο;
Όχι, η έλλειψη είναι το παλιό-καινούργιο.
Αλλά δεν περπατά
στο κοινό, γιατί είναι μόνο έλλειψη.
Όπως δεν περπατάνε και άλλες ιστορίες,
ολοκληρωμένες μεν, επιφανειακές δε.
Γιατί να ξοδεύεις τις λέξεις σου, αν δεν
σκάβει κανένας πουθενά και δεν ανοίγει τελικά κανένας πόρος συνάντησης;
Και έρχονται οι κριτικοί. Και ξοδεύουν λέξεις για να μην
πούνε τίποτα.
Και οι αναγνώστες χάνονται.
Έτσι και στις θεραπείες. Οι λέξεις αρθρώνουν, επανορθώνουν,
στηρίζουν, υπομένουν και κυρίως εκφράζουν το βίωμα του θεραπευτή, όπως αυτό
σχηματίζεται με τον ασθενή.
Μαζί, από κοινού. Πώς λοιπόν να θεραπεύσεις κάποιον
όταν οι λέξεις σου είναι κρύες;
Όταν κινούνται στον αέρα; Όταν δεν αφορά το
βίωμά σου;
Ακόμα περισσότερο, όταν φοβάσαι το βίωμά σου;
Έτσι και εκεί
λοιπόν η σχέση γίνεται ακατόρθωτη, γιατί δεν γίνεται βαθιά.
Και κινούμαστε
αενάως σε μια σχέση λεξιλάγνα, και οι ασθενείς μας σαν τα μικρά παιδιά, αισθάνονται
ακόμα πιο μόνοι.
Και έρχονται από πίσω όλες αυτές οι σχέσεις της ζωής μας. Όλες
οι λέξεις της ζωής μας.
Τα δύσκολα που δεν τολμούμε να πούμε και τα καλά που
δεν τα χαρίζουμε σε κανέναν.
Κάποτε κάποια έγραψε στον αγαπημένο της «μου
λείπεις» και εκείνος της απάντησε «να είσαι καλά».
Να είναι καλά, απλώς οι λέξεις πρέπει να λένε αυτό που
βιώνουμε, ακόμα και τη δυσκολία μας. Είμαστε σε βαθιά κρίση των λέξεων.
Και
έχουμε ευθύνη για αυτό. Οι λέξεις μας εκσφενδονίζονται σαν πέτρες ή σαν φτερά.
Τίποτα όμως δεν βρίσκει τον στόχο του.
Και μένουμε έωλοι και βαθιά παραπονούμενοι.
Με μια τρύπα στην καρδιά, γιατί μας έταξαν ότι με λέξεις θα
τραφούμε.
Και τώρα οι λέξεις δεν γεμίζουν τίποτα.
Καλά Χριστούγεννα!
[Η
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Χριστούγεννα 2015]