Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

"Ο Τύμβος του Σικελιανού "





Άγγελος Σικελιανός  -  "Ραψωδίες του Iόνιου",
Tύμβος          


….   Aνανογήθη ο άνθρωπος μες στο βαθύ τον ύπνο
το πρώτο πως ελάλησε τζιτζίκι με φεγγάρι;
Kι ως άνθρωπος την αγκαλιά που αφήκε της γυναίκας,
γιατ' ήταν δίκαι' η πείνα του και η δίψα του θανάτου,                         50
γιατ' ήταν κάμπος άθερος που, ως σκύβουν του τ' αστάχυα
ανατριχιάζοντας βαθιά στο ρίπισμα της αύρας
που σα δρεπάνι αθώρητο πετάει απάνωθέ του,
το θεριστήν επόθησε που θε να θέριζέ του
την παπαρούνα σύρριζα με το μεστό τ' αστάχυ
- όμοια κι αυτός την αγκαλιά γυναίκεια επόθησέ τη.
Kι αλάφρωσε το γαίμα του, και δρόσισέ του η φλέβα,
και σιωπηλός, ως αιώνιος, γλυκός τον πήρε βύθος,
και χύθη μέσα του, βαθιά πολύ, της γης το πνέμα·
στα διάφωτα ματόφυλλα του γλίστραε το φεγγάρι                             60
ωσάν απ' ανοιξιάτικα νέφια μπροστά, και τ' άστρα
σα δάκρυ' από τα μάτια του ξαλάφρωναν το νου του,
κι ως φύλακες τα γαληνά βουνά μακρά ένιωθέ τα·
δε συνορίζονταν ο νους και το κορμί του ανθρώπου·
απάνωθέ του είχε χαθεί του θεριστή κι ο ίσκιος,
κι ως με τη ράχη ανάπευε δεν έβλεπε ένα γνέφι,
αλλά είδεν άσωτους βυθούς στο αργό βλεφάρισμά του
- όμοια κ' εγώ τα μάτια μου στον αιώνιο μέσα ξύπνο
έχω ανοιγμένα διάπλατα και, ορτός, ψηλά τ' αφήνω,
φέγγω βαθιά τα μέσα μου και τα βουνά αντιφέγγω...                         70

Mέσα μου φέγγουνε άσβηστα και τα γλαυκά σου μάτια.
Άθερος κάμπος και πλατύς ποιος σαν εμένα ευρέθη;
Mηδέ τα στάχυα μόσπειρεν ανθρώπινο ένα χέρι·
με τη σιγή τα θέρισες και με την καλοσύνη.
Kι αν κάποτε τα μάτια σου με βλέπουνε, σα μάτια
που απάνω αλησμονήθηκαν σε σιωπηλό ποτάμι,
κι ως ακλουθάν τα ρέματα, το κλάμα αργά ανεβαίνει
- τα μάτια φεύγουν από με κι ακολουθάν το ρέμα-
σκυμμένα δεν αναρωτούν για με τη γη, που πέφτει
η σκιά μου ως ανοιξιάτικου συννέφου απάνωθέ σου,                        80
και το χαμόγελο ως βουβή πλατιά αστραπή του Mάη·
ως την καρδιά σου απ' το θαμπό τον ίσκιο του θανάτου
σου αλάφρωσα, και το αίμα σου στη φλέβα ρέει σα λάδι,
γαληνομέτωπη, κοιτάν τα μάτια σου ωσά μάτια
π' αλησμονήθηκαν ψηλά στο ημερινό φεγγάρι!


(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)





snhell – [2fA]
                                                              














Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου