Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

"Ούτε για μια μέρα.."






Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ετοιμοθάνατος βασιλιάς. Ήταν πανίσχυρος, αλλά άρρωστος πολύ βαριά κι αναρωτιόταν: «Είναι δυνατόν ένας τόσο ισχυρός βασιλιάς να πρέπει να πεθάνει; Τι κάνουν οι μάγοι μου; Γιατί δε με γλιτώνουν;»

Αλλά οι μάγοι το είχαν βάλει στα πόδια, από φόβο μήπως τους πάρει το κεφάλι. Μόνο ένας είχε απομείνει, ένας γέρος μάγος, που κανένας δεν του έδινε σημασία, γιατί ήταν πολύ ιδιότροπος κι ίσως λίγο τρελούτσικος. Εδώ και πολλά χρόνια ο βασιλιάς δεν τον συμβουλευόταν, αυτή τη φορά όμως πρόσταξε να τον καλέσουν.

– Μπορείς να σωθείς, του είπε ο μάγος, αλλά μόνο ένας τρόπος υπάρχει: να παραχωρήσεις για μια μέρα τον θρόνο σου στον άνθρωπο που θα σου μοιάζει πιότερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Έτσι θα ξεγελάσεις τον χάρο.

Αμέσως βγήκε φιρμάνι σ’ όλο το βασίλειο: «Όσοι μοιάζουν στο βασιλιά να παρουσιαστούν στην Αυλή μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες!»

Παρουσιάστηκαν πολλοί: κάποιοι είχαν γενειάδα ίδια με του βασιλιά, αλλά η μύτη τους ήταν λίγο πιο μακριά ή λίγο πιο κοντή και ο μάγος τους απέρριπτε, άλλοι έμοιαζαν στο βασιλιά όπως ένα πορτοκάλι μοιάζει με το διπλανό του στο καφάσι του μανάβη, αλλά ο μάγος πάλι τους απέρριπτε, γιατί είτε τους έλειπε ένα δόντι ή ήταν η μύτη τους στραβή.

– Μα εσύ τους διώχνεις όλους, διαμαρτυρόταν ο βασιλιάς στον μάγο του. Άσε με να δοκιμάσω εγώ μ’ έναν απ’ όλους, να γίνει μια αρχή.
– Άδικα θα παιδευτείς, αποκρινόταν ο μάγος.

Ένα βράδυ όμως, ο βασιλιάς κι ο μάγος του έκαναν έναν μικρό περίπατο στις επάλξεις του παλατιού και κάποια στιγμή ο μάγος φώναξε: «Να ‘τος, να ο άνθρωπος που σου μοιάζει πιότερο απ’ όλους!» Και με τα λόγια αυτά, έδειξε ένα ζητιάνο που έσερνε τα πόδια του, σακάτη, καμπούρη, μισότυφλο, βρόμικο και γεμάτο πληγές.

– Μα πώς είναι δυνατόν; διαμαρτυρήθηκε ο βασιλιάς. Αμέτρητες είναι οι διαφορές μας.
– Κι όμως, επέμεινε ο μάγος, ένας βασιλιάς ετοιμοθάνατος, μοιάζει μονάχα με τον πιο φτωχό κι ανήμπορο, τον πιο κακότυχο της πόλης. Εμπρός, άλλαξε αμέσως ρούχα μαζί του για μια μέρα, βάλε τον στο θρόνο σου και θα σωθείς.

Αλλά ο βασιλιάς, δε θέλησε με κανέναν τρόπο να παραδεχτεί πως έμοιαζε μ’ έναν ζητιάνο. Γύρισε στο παλάτι κατσουφιασμένος κι άκεφος και το ίδιο βράδυ πέθανε, με το στέμμα στο κεφάλι, κρατώντας το σκήπτρο σφιχτά στην παλάμη του.


*  Από το βιβλίο “Παραμύθια από το τηλέφωνο”









Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου