Ο κύκλος του 99
Του Χόρχε
Μπουκάι
«Ζούσε κάποτε πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος, που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο. Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια και του έκανε αστείους μορφασμούς.
Στο κεφάτο πρόσωπο του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη.
Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε
και τον ρώτησε:
- Ποιο είναι το μυστικό της χαράς
σου;
- Μα... δεν υπάρχει κάποιο μυστικό, Μεγαλειότατε. Η ζωή είναι τόσο γενναιόδωρη μαζί μου! Η Λαμπρότητα σας με τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σ´ ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή, δωρεάν σχολείο στα παιδιά μου, ακόμα και ένα μηνιαίο επίδομα, για τις μικροεπιθυμίες μας. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;
- Άκουσε, δικαιολογίες έχω
χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η
υπομονή μου θα εξαντληθεί κάποια στιγμή και μαζί της θα πάψει και το κεφάλι σου
να στέκεται στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος με
αυτά που μου αράδιασες...
- Μα σας παρακαλώ, πιστέψτε με.
Δεν υπάρχει κανένα μυστικό.
- Χάσου από μπροστά μου αμέσως,
τον πρόσταξε ο βασιλιάς.
Ο υπηρέτης έκανε μια βαθιά
υπόκλιση και βγήκε από το δωμάτιο. Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος.
Του φαινόταν τόσο παράλογο, ο υπηρέτης του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας
σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από
δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλο του
και του διηγήθηκε τη συζήτηση που είχε με τον υπηρέτη του.
- Πες μου γέροντα, κατέληξε,
γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;
- Α.. Μεγαλειότατε, επειδή
προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.
- Έξω από πού;
- Μα από τον κύκλο.
- Κι επειδή είναι έξω από έναν
κύκλο, γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος;
- Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν
είναι δυστυχισμένος.
- Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή
όποιος βρίσκεται σ’ αυτόν τον κύκλο που λες, είναι δυστυχισμένος; Κι εγώ,
θέλεις να πεις πως είμαι μέσα στον κύκλο, γι’ αυτό αισθάνομαι έτσι;
- Ακριβώς βασιλιά μου.
- Και πως βγήκε αυτός;
- Δεν μπήκε ποτέ.
- Θα με τρελάνεις κι εσύ,
γέροντα. Τι κύκλος είναι αυτός που προκαλεί θλίψη;
- Είναι ο κύκλος του ενενήντα
εννέα.
- Δεν καταλαβαίνω τίποτα...
- Μεγαλειότατε, ίσως είναι
δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.
- Δηλαδή τι θα κάνεις;
- Αν μου το επιτρέψετε, θα βάλω
τον υπηρέτη σας στον κύκλο.
- Και πώς θα τα καταφέρεις; Με τη
βία;
- Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου.
Αν βρει την ευκαιρία, θα μπει μόνος του.
- Καλά, όταν μπει και δει ότι
αυτό τον κάνει δυστυχισμένο, δεν θα βγει αμέσως;
- Όχι, δεν θα θέλει να φύγει.
- Δηλαδή μου λες, ότι θα
καταλάβει πως μέσα στον κύκλο θα είναι δυστυχισμένος, αλλά παρ´ όλα αυτά δεν θα
θέλει να ξαναβγεί;
- Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας
δεν θέλει να βγει από τον κύκλο του ενενήντα εννέα. Όσο και αν αυτό τον κάνει
δυστυχισμένο.
Αν τον βάλω στον κύκλο, θα
καταλάβετε πώς λειτουργεί, αλλά θα χάσετε έτσι έναν εξαιρετικό υπηρέτη και το
παλάτι έναν χαρούμενο άνθρωπο.
- Δεν με νοιάζει αυτό. Πες μου,
τι πρέπει να κάνουμε;
- Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου, θα
περάσω να σας πάρω. Να έχετε ετοιμάσει όμως, ένα σακί με ενενηνταεννιά φλουριά.
Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο!
Πραγματικά αργά τη νύχτα, ο σοφός
πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της
αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και
άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μήνυμα που έλεγε:
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ
–
ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ
ΕΝΑΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ –
ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΟΜΩΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ
ΒΡΗΚΕΣ.
Κρέμασε το σακί στην πόρτα του
υπηρέτη, χτύπησε δυο φορές και έτρεξε αμέσως να ξανακρυφτεί. Όταν ο υπηρέτης
βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς τον παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε
να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγκί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό
του, τον αρχικό του φόβο, την καχύποπτη ερευνητική του ματιά, τριγύρω.
Τον είδε να σφίγγει το πουγκί
στον κόρφο του και να χώνεται βιαστικά στο σπίτι. Μόλις ο βασιλιάς με τον σοφό
άκουσαν και το διπλοκλείδωμα στην πόρτα, πλησίασαν αθόρυβα στο παράθυρο για να δουν
τι γίνεται μέσα.
Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα
ό,τι βρισκόταν πάνω στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Κάθισε σε μια καρέκλα
κι άδειασε μπροστά του το πουγκί. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να
πεταχτούν έξω από τις κόγχες.
Ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να
πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από χρυσά φλουριά! Ένας θησαυρός! Όλος
δικός του! Αυτός που δεν είχε ακουμπήσει ποτέ ως τώρα στη ζωή του, έστω ένα
χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του!
Άρχισε να τα θαυμάζει και να τα
κάνει στοίβες. Τα κοίταζε πώς άστραφταν στο φως του κεριού. Τα συγκέντρωνε, τα
σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμα τους. Και όλο γελούσε. Παίζοντας, άρχισε
να τα τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρεις, πέντε, έξι…
Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα,
ενενήντα, εκατ…, πού είναι το τελευταίο;
Ξαναμετρά μια-μια τις στοίβες να
βρει το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, τη μια δίπλα στην άλλη, μήπως
κάποια προεξέχει… Τίποτα. Η τελευταία κολώνα, πάντα λειψή. Μόνο με εννιά
φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει μέσα-έξω στο
σακούλι… Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει χάμω στο πάτωμα. Δεν μπορεί,
τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.
- Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε
όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου έπεσε…, κάπου πρέπει να είναι.
Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο
τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε
διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. Αδύνατον η μια κολώνα να είναι λειψή.
Αλλά το φλουρί που έλειπε, δεν ήταν πουθενά.
Τελικά, το πήρε απόφαση.
Ενενηνταεννιά φλουριά, είναι πολλά λεφτά, συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την
υπόλοιπη ζωή σαν άρχοντας… Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός! ΕΠΡΕΠΕ να είναι
εκατό. Τώρα, μου λείπει ένα.
Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος
κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν πια το ίδιο. Ήταν
σκεπτικός, σκυθρωπός, με χείλη σφιγμένα, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε
το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και το έκρυψε
προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, πίσω από ένα σωρό ξύλα. Ύστερα πήρε στα
χέρια του χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.
Πόσον καιρό πρέπει να κάνω
οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί; Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε
ασυναίσθητα. Θα βρω και μια δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα,
μέχρι να το κερδίσω. Μετά όμως ε, θ’ αράξω. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας
άνθρωπος να μη δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες.
Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας!
Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις! Τελείωσε τους υπολογισμούς του. Αν δούλευε
σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ό,τι έξτρα χρήματα έπαιρνε,
σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ακόμα ένα χρυσό φλουρί.
- Έξι χρόνια όμως, είναι πάρα
πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα ίσως να βάλω και τη γυναίκα μου να δουλέψει.
Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια.
Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω τον βοηθό σε
κανένα μάστορα, δυο-τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.
Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και τη συνεισφορά της γυναίκας του, θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.
Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και
κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. Έτσι κι αλλιώς
το πολύ φαΐ, κάνει κακό. Άσε που μια και είναι τζάμπα, το έχουμε παρακάνει. Και
τα χειμωνιάτικα παπούτσια, τι χρειάζονται; Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες.
Και τα πανωφόρια, μπορώ να τα πουλήσω...
Πρέπει να γίνουν θυσίες, άλλωστε
θα πιάσουν τόπο. Σε δυο χρονάκια το πολύ, θα αγοράσουμε το φλουρί που μας
λείπει και μετά, ποιος μας πιάνει μετά. Θα είμαστε πλούσιοι. Ό,τι μας γυαλίζει
θα το αγοράζουμε. Αυτό είναι!
Δυο χρόνια θα κοπιάσουμε, αλλά
μετά…
Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος
γύρισαν αμίλητοι στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα
εννέα.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο
υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει. Δούλευε πολύ,
κουραζόταν, κοιμόταν άσχημα, αλλά επέμενε σταθερά στην απόφαση του. Ένα πρωί,
μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως
συνήθιζε τελευταία.
- Μα καλά, τι έπαθες εσύ, ρωτά
τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.
- Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε.
Θέλετε τίποτε άλλο;
- Μέρες έχω να σ´ ακούσω να
τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι;
- Τι να μου συμβεί; Σας σερβίρω,
σας βοηθώ να ντυθείτε. Κάνω τη δουλειά μου και νομίζω άψογα, συνέχισε. Δεν με
προσλάβατε δα για γελωτοποιό ή για τραγουδιστή.
Ο βασιλιάς δεν του απάντησε. Μετά
από μερικούς μήνες, τον έδιωξε από το παλάτι. Σε κανέναν δεν είναι ευχάριστο να
βλέπει γύρω του κακόκεφους, μουτζούφληδες ανθρώπους... »
[από το βιβλίο του Jorge Bucay,
"Να σου πω μια Ιστορία " - σε επεξ. 2φΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου