Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

"Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας"






Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας

Της Νίκης Μιχαλάκα


Μην του μιλάτε αυτού του ανθρώπου που μένει στο απέναντι διαμέρισμα, κάπως περίεργος φαίνεται, γυρίζει τις νύχτες αργά, μυρίζει ποτό, μα και οι γείτονες δεν έχουν καθόλου καλή γνώμη για το πρόσωπο του! Α.. και μην ξεχαστείτε και μπείτε μαζί του στο ασανσέρ να ανεβείτε στο σπίτι, με τις σκάλες να έρχεστε, ποτέ δεν ξέρεις... 

...
Σήμερα, καθώς κατέβαινα χαρούμενη και περιποιημένη για μια μικρή βόλτα, με το μυαλό να ταξιδεύει στην όμορφη μέρα που πέρασα, στο δοξολογικό δεκαπενθήμερο των διακοπών, σε αγαπημένα πρόσωπα..., ξάφνου αντικρίζω στην είσοδο της πολυκατοικίας έναν άνθρωπο αλλιώτικο.
Ο ψηλός μελαχρινός κύριος με τη μπάσα φωνή, είναι πλέον ωχρός, καμπουριασμένος, μόλις μετά βίας ακούγεται η φωνή του και με δυσκολία σέρνει το αδύνατο σαρκίο του. Μα εγώ πάλι φοβάμαι!

Τον χαιρετώ ευγενικά, σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει – μην τάχα τον προσβάλλω – και φεύγω γρήγορα. Βγαίνω από την πολυκατοικία και θέλω να ουρλιάξω, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας λιώνει τους δυο τελευταίους μήνες και οδηγείται στη δύση της ζωής του. Το σκέφτομαι και φοβάμαι, θέλω να τρέξω, να εξαφανιστώ, λες και έτσι ο θάνατος και η φθορά εμένα δεν θα με βρουν, θα με ξεχάσουν.

Για λίγο απωθώ τον πόνο, μα δεν μπορώ να λησμονήσω τη μορφή του και θέλω πάλι να φωνάξω. Αυτή τη φορά όμως, η κραυγή να είναι εσώτερη, για τη ζωή που ευτελίζω, για το ψέμα που τρέφω στα βάθη της ψυχής μου, για την αχαριστία που μέσα της φλέγομαι, για την αγκαλιά που δεν πήρα ακόμα τη μητέρα μου, το σ’ αγαπώ που δεν είπα στον πατέρα μου, για το κουράγιο που δεν έδωσα στην αδελφή μου, για τις σχέσεις που θανατώνω, για τους ψυχαναγκασμούς και τις ενοχές που στα δίχτυα τους μπλέκομαι, για το βλέμμα που δεν κοιτάει ουρανό, παρά μόνο γη και χώμα.

Δεν θα ξεχάσω την άρρωστη μορφή του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Εκείνος μπορεί να αφήνει την τελευταία του πνοή και εγώ λίγα μέτρα παραδίπλα να γκρινιάζω δίχως λόγο, να φοβάμαι, να μην αγαπώ. Σαν μίζερο ανθρωπάκι νοιώθω να γλιστράει ο Παράδεισος μέσα από τα χέρια μου.

Ζήσε επιτέλους, κραυγάζω, ζήσε αληθινά! Μην τα μετράς όλα, αφέσου στην αγάπη, στον πόθο για την υπέρβαση, μη βαλτώνεις στα ίδια και στα ίδια, εγωτικά γραφική και ανόητη. Δίπλα σου ο άλλος πεθαίνει!

Καθώς οδηγώ με μια αίσθηση απελπισίας και νοιώθω την ανάγκη να περιπλανηθώ κι άλλο μέσα στη νύχτα για να ξεχαστώ, θυμάμαι την ευχή και τη λέω δυνατά. Δεν ψελλίζω αυτή τη φορά, μόνο λέω και κλαίω, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με την αμαρτωλή». Σπαράζω και λέω, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε εμένα και τον κόσμο σου..»

Θυμάμαι την κοινή προσευχή με αδελφούς, παρακαλώ να μου πάρει ο Χριστός τον φόβο της φθοράς και του θανάτου, παρακαλώ να μπορώ να απαντώ στον θάνατο με ζωή, νικώντας λίγο περισσότερο τον χρόνο που αδυσώπητα περνά και χάνεται, τον φόβο που με κάνει και παραπαίω.... «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με την αμαρτωλή».



[Από το περιοδικό του Ι. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μοσχάτου, «Αρχαγγέλων Λόγος» - Τεύχος 12ο, Φθινόπωρο 2013, όπου το κείμενο βρίσκεται δημοσιευμένο στην πλήρη του μορφή] – [επ. 2φΑ].










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου