Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Ημερολόγιο Πλοίου – 12






ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΛΟΙΟΥ
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις στο περιθώριο



Ένα παλιό, μικρό –ξεχασμένο για καιρό- ταξίδι.
-  Γιατί κάποιες εικόνες παραμένουν ζωντανές, ακόμα κι όταν ξεθωριάσουν.



Η μικρή Φωτεινή


Ένα όμορφο πρωινό, στο Νοσοκομείο των Παίδων, μια ομάδα νεαρών φοιτητών μοιράστηκε στα κρεβάτια των άρρωστων παιδιών ενός θαλάμου, για μια πρώτη επαφή με τα ειδικά προβλήματα τους, μέχρι να αρχίσει το μάθημα από τον εκπαιδευτή - γιατρό της κλινικής.

Σε όλο τον θάλαμο επικρατούσε ένα βουητό και πνιχτά γέλια. «Εδώ είναι Νοσοκομείο… »,  όλοι το ήξεραν, μα για τα παιδιά το παιχνίδι είναι πάνω απ’ όλα. Άλλα μόνα τους, άλλα μαζεμένα σε παρέες σε κάποιο κρεβάτι, παίζανε ξένοιαστα με τα αυτοκινητάκια και τις κούκλες τους, φώναζαν τάχα χαμηλόφωνα και γελούσαν με το παραμικρό. 

Κοίταξα ένα γύρο. Σ’ ένα ακριανό κρεβάτι, χτυπητή εξαίρεση, ένα κορίτσι γυρισμένο προς τον τοίχο είχε κλειδωθεί στη μοναξιά του.

Πλησίασα να δω το διάγραμμα νοσηλείας, στα πόδια του κρεβατιού.
Η μικρή Φωτεινή, στα δέκα της χρόνια, δεν είχε συγγενείς κοντά της, ούτε παιχνίδια. Την είχαν φέρει πριν δυο μέρες από κάποιο ορφανοτροφείο, με πυρετό και πόνο στο στομάχι.

Έκανα μια κίνηση να την πλησιάσω κι εκείνη, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, τραβήχτηκε σαν από ένστικτο φόβου και κάρφωσε το βλέμμα της στο πάτωμα.
Κάθισα άκρη-άκρη στο κρεβάτι της ήρεμα και άρχισα να της μιλώ αργά, χαμηλόφωνα, χωρίς ερωτήσεις.

Όλα έδειχναν κανονικά. Είχε κι εκείνη κάποιον κοντά της, έστω και για λίγο.
Της μίλησα για τον όμορφο καιρό και την Άνοιξη, για τα πολύχρωμα λουλούδια που ανθίζουν στην εξοχή, για τον κύκλο των εποχών και τις ομορφιές της καθεμιάς τους.
Για τη χαρά που μπορούμε να νοιώσουμε -ότι και να μας συμβαίνει– και την ανάγκη όλων μας, μικρών και μεγάλων, να μοιραζόμαστε αυτή τη χαρά, με τους φίλους μας και πως όλοι είναι εύκολο να γίνουν φίλοι με τους άλλους, όπως εγώ τώρα μ’ εκείνη.

Στην αρχή δεν ήμουν καθόλου σίγουρος πως με άκουγε ή καταλάβαινε τι της λέω, μου πέρασε και η σκέψη πως ίσως να είχε κάποιο νοητικό πρόβλημα, μα βλέποντας την κλεφτά με την άκρη του ματιού μου, την αισθανόμουν πιο χαλαρωμένη – ίσως πάλι να ήταν και δική μου εντύπωση, επειδή αυτό ήθελα να πετύχω.

Ξαφνικά μπήκε στην αίθουσα ο γιατρός και μας κάλεσε να πάμε για μάθημα στο γραφείο του.
Το πλησίασμα διακόπηκε απότομα, της είπα ένα "γεια σου" βιαστικό και την άφησα πάλι μόνη, να επεξεργαστεί την απρόοπτη σημερινή παρουσία μου.


Την άλλη μέρα το σκηνικό ήταν πάλι το ίδιο. Η μικρή Φωτεινή με τα μεγάλα θλιμμένα μάτια, κοιτούσε προς τον τοίχο με τη μοιραία μοναχική αίσθηση της ζωής της αποτυπωμένη στην έκφραση του προσώπου της.
 
Είχα προσέξει χθες, πως όλα τα παιδιά είχαν στο κομοδίνο τους ένα κύπελλο, το κύπελλο τους, για να πίνουν νερό. Εκτός από τη Φωτεινή. Σ’ εκείνη είχαν βάλει οι νοσοκόμες ένα πλαστικό ποτηράκι μιας χρήσεως…

Σαν να συνεχίζαμε τη χθεσινή μονόπλευρη συζήτηση μας, την πλησίασα, ξετύλιξα ένα ωραίο κύπελλο με χαρούμενα χρώματα που είχα φέρει μαζί μου και το ακούμπησα πλάι της.
"Αυτό είναι δικό σου" της είπα, "να το έχεις να πίνεις νερό… "

Έριξε μια έκπληκτη, βιαστική ματιά και έστρεψε το βλέμμα αμέσως στο πάτωμα.
Τα μάγουλα της πήραν ένα απαλό ροζ χρώμα αμηχανίας, συστολής και χαράς.

Κάθισα στη θέση μου, με μια φυσικότητα και άνεση, που στην πραγματικότητα δεν ένοιωθα. Δεν είχα και πολλή ώρα στη διάθεση μου.

Για τι άλλο μπορείς να μιλήσεις σ’ ένα δεκάχρονο κορίτσι, ορφανό και μοναχικό, εκτός από τον καιρό και τη φύση; Τι όνειρα μπορείς να του πλάσεις, σε τι χαρές να αναφερθείς, πώς να του μιλήσεις για το μέλλον, για μια εφηβεία χωρίς πρότυπα και προοπτικές, για μια ζωή χωρίς προδιαγραφές και ορίζοντες;   

"Πρόσεξε με" της είπα. "Εγώ είμαι φίλος σου κι αυτό δεν θ’ αλλάξει ποτέ. Πάντα θα είμαστε φίλοι, ακόμα κι αν δεν ξανασυναντηθούμε.
Έχεις όμως κι έναν ακόμα φίλο, που είναι πάντα μαζί σου, μέρα και νύχτα, που σ’ αγαπάει και σε προσέχει. Είναι ένας άγγελος, ο δικός σου άγγελος. Όλοι οι άνθρωποι έχουν έναν άγγελο και όσοι το ξέρουν, δεν αισθάνονται ποτέ μόνοι."

Άκουγε ακίνητη, μόνο το χεράκι της έσφιξε ανεπαίσθητα το σεντόνι.

"Τον άγγελο σου δεν θα τον βλέπεις όπως εμένα, είναι όμως και τώρα εδώ και θα είναι και όταν εγώ φύγω και θα είναι πάντα κοντά σου. Εσύ θα του μιλάς και θα του λες ότι θέλεις με τη σκέψη σου κι εκείνος θα σου απαντάει στην καρδιά σου.
Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό, και να ξέρεις ότι ποτέ δεν είσαι μόνη σου."

Τα μάτια της είχαν μεγαλώσει και φαινόταν σαν να μην ανέπνεε καν. Χθες ήταν αρνητική και επιφυλακτική. Σήμερα, αν και η στάση της ήταν η ίδια, η προσοχή της ήταν στραμμένη σε μένα και φαινόταν πως η παιδική καρδούλα της ρουφούσε με λαχτάρα όσα της έλεγα.

Μόλις σηκώθηκα να φύγω, γύρισε προς το μέρος μου για πρώτη φορά και οι ματιές μας συναντήθηκαν για μια μοναδική στιγμή, έξω από τόπο και χρόνο.


Την επομένη, μπαίνοντας στον θάλαμο σχεδίαζα τι άλλο να της πω, αλλά το κρεβάτι της ήταν άδειο και η θέση του διαγράμματος κενή. Η μικρή Φωτεινή είχε πάρει εξιτήριο.
Ήταν πια καλά…  
Το σύντομο ταξίδι μας ήταν μόνο μια μικρή παρένθεση και για τους δυο μας.

Στο διάστημα από τότε μέχρι σήμερα πολλές λεπτομέρειες χάθηκαν, αλλά η ουσία παρέμεινε καθαρή και αμετάβλητη. Ένα δεύτερο σενάριο όμως, έχει αναπηδήσει στο προσκήνιο, που λέει πως στο κομοδίνο της βρισκόταν αφημένο το κύπελλο που της είχα δώσει. Πως οι κοπέλες  που την πήραν πίσω στο ορφανοτροφείο, θα θεώρησαν πως το κύπελλο ήταν ξένο και φυσικά η Φωτεινή, παθητικά σιωπηλή, δεν το διεκδίκησε.

Αν πραγματικά έγινε έτσι, ίσως θα ήταν γι’ αυτήν μια πρώτη ευκαιρία να πει λίγα λόγια στον άγγελο της και ελπίζω να καταδέχθηκε στην καρδιά της την απάντηση του.



Μ[2φΑ] 






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου