Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

"Η αρχόντισσα Μπιζού"












Η ΚΥΡΑ-ΓΑΤΑ Η ΑΡΧΌΝΤΙΣΣΑ ΜΠΙΖΟΎ
- Από τα Χειρόγραφα του Χατζηγεώργη -

Στη Β. Λάσκου,  στο Παγκράτι, ήτανε ο κυρ-Αντρέας ο Παπαστράτος.
Κάλφας, τσαγκάρης, όλα στο χέρι, σουβλί, ράμμα, τέχνη, καημός, μεράκι..
Κι εκεί δίπλα στου Βιντζηλαίου, Σταδίου, όπου το χειροποίητο για μερακλήδες παπούτσι, υπόδημα ονομαστό, λουστρίνι, κρεπ, σκέτο, απλό, ότι ο νοικοκύρης προαιρείται να φοράει…

Ο κυρ-Αντρέας λοιπόν, απόφοιτος αρρεναγωγείου απ’ το Μεσολόγγι, εκλήθη ως δεκανέας του ιππικού, επί δέκα και πλέον χρόνια, να πάει να κρατήσει και να λευτερώσει τους Ίωνες, εκεί στη Μικρασία, το 12 ίσαμε το 22-23.

Θετός παππούς μου ανέλαβε ο κυρ-Αντρέας, έλεγε… «ο Γιώργος, η γλύκα του παππού, ο Σογιώργος…», αυτή τη γλύκα κουβαλώ και σήμερα που τον μνημονεύω στη Μεγάλη Έξοδο, σπρώχνοντας τις λέξεις να προλαβαίνω κι αυτά που θα μνημονεύσει κι ο παπάς.

Στην ίλη, πάει για την πατρίδα έφιππος, λείπει δέκα χρόνια, λοιπόν ποτέ δεν άγγιξε κορίτσι, άλλοι φάγανε αδέσποτη για τούτα, δε γεύτηκε τσιγάρο, ούτε ποτέ και κρέας, μια φορά του κάθισε ένα ξύγκι μονάχα, βδέλλες, κρυοπαγήματα γύρω του…

Μια δόση, ο Γάλλος ιατρός του συντάγματος, έχωσε έναν ετοιμοθάνατο παγωμένο μέσα στο βουνό από κοπριά, αναστήθηκε το πρωί, λόγω ζυμώσεως άναβε η κοπριά των ίππων, κι έτσι τον τύλιξε γλυκιά ζέστη από παντού και έζησε το παιδί. 
Ιπποκρατική ιατρική και θεία έκλαμψη της στιγμής…

Περνάγανε και ποτάμια, ποτάμια άγνωστα και τι κάνανε;
Βάζανε έναν γάιδαρο (αυτόν ευλόγησε ο Χριστός των Βαΐων) κι αν έπινε το διψασμένο ζωάκι, τότε επιτρέπανε στα άλογα να χορτάσουν κι αυτά νερό, ε κι έπειτα γονάτιζαν οι φαντάροι κι  αφού κάνανε φίλτρο λιμνούλα το μαντήλι τους, έπιναν γλυκό ηλεγμένο νεράκι, ελεύθερο από αδρανή σκουλήκια και ξένα σώματα.
Ύστερα, γιομίζανε και το παγούρι τους, να ’χουν για μετά απόθεμα πολύτιμο.

Όλα αυτά από αφηγήσεις δίπλα στο τζάκι, μας μάζευε τα πέντε εγγονάκια του και με τον άφιλτρο «Άσσο», μετά το ποδόσφαιρο της Κυριακής στο ραδιόφωνο, κάθιζε να αφηγηθεί, πολλάκις με κάστανα στη χόβολη ή ότι άλλο καλούδι η μάνα θα φρόντιζε. 

Πολλά μας αφηγήθηκε, ακόμα και για την επιστήθια μικροτυπωμένη Αγία Γραφή, που σταμάτησε τη μολυβένια σφαίρα, μόλις προλαβαίνοντας τον άδικο θάνατο του νιόπαντρου στρατευμένου παλικαριού.
Γκέτες, βδέλλες, ψείρες, απλυσιά, ιδρώτας, υπομονή, κι άλλη υπομονή και προσμονή κι από μέσα ευχή…

Προχωράγανε λοιπόν τα στρατεύματα της Ελλάδας, μέσα βαθιά, κι αυτό ήταν άλλωστε το κλειδί στη μελλοντική δοκιμασία του γένους· πλεονεξία, έλλειψη κοινού νου ή επίτηδες από τα Παρίσια, λένε κάποιοι, έφθασε η άτοπος διαταγή να φθάσουμε στα έγκατα, εκ του ασφαλούς λάθος βέβαια…

«Φθάνει και η διαταγή για επιστροφή στα πάτρια, δέκα χρόνια έγιναν πολλά, έφθασε τώρα ο καιρός, γυρνάμε στοιβαγμένοι στο Φάληρο και πεζή, άντε πίσω στο Παγκράτι – αφού παραδώσαμε το «γκρα», το γαλλικό τυφέκιο, αρχαίο, αργό, αλλά παρείχε την απαραίτητη άμυνα - ποδαράτο λοιπόν, τελευταία ανηφόρα για Παγκράτι.»

Πριν πάει στο μέτωπο της Μικρασίας ο νεαρός κάλφας Ανδρέας, με τη σύζυγο του Ελένη, απόκτησαν μια ωραία γάτα για παρέα, αρχόντισσα τιγρέ γάτα, καλοθρεμμένη κυρία με εξαιρετική γούνα και εμφάνιση.

Έγινε μάνα και γιαγιά πολλάκις και ήταν στις πολυθρόνες πρώτη και στο τζάκι κυρίαρχος, καλομαθημένη.
Διαρκούντος του πολέμου, ήρθε η ώρα της, αφού ολοκλήρωσε τον κύκλο της στη γη, να πάει να εξελιχθεί σε άλλες σφαίρες… Έφθασε λοιπόν, η κυρά-γάτα η «Μπιζού» - σκέτο κόσμημα το τιγράκι - στα τελευταία της.

Ως γνωστόν, η γάτα αποσύρεται επί πολλές μέρες στα υπόγεια, σε χαλάσματα, απέχει τροφής και βρίσκεται θα λέγαμε, σε τρανς, ετοιμάζει την επτάψυχη ενεργειακή της ψυχή για το ταξίδι κι έτσι έλειπε από τα καθημερινά, παρά μονάχα καθότανε κάτω στο πλυσταριό περιμένοντας.

Τρεις μέρες προτού έρθει ο στρατιώτης (βέβαια, πού τηλεγραφήματα, πού γράμματα -τίποτα… ), άρχισε νιαρ-νιαρ να βγαίνει απ’ το υπόγειο σιγά-σιγά να κάνει βόλτες στην αυλή, πράγμα απρόσμενο, και να μια μέρα χτυπάει το μεταλλικό καμπανάκι στην εξώπορτα, ήταν ένας αξύριστος κακοντυμένος αγνώριστος άνδρας με χακί και δίκοχο.

Η έκπληκτη γυναίκα ρωτά, "ποιος είστε παρακαλώ, τι θέλετε;" κι η εξαϋλωμένη από το υπερπέραν φωνή απαντά, "εγώ είμαι Ελένη, ο Ανδρέας, δεν με γνωρίζεις;"

Προτού προλάβουν να καταλάβουν, η κυρά η Μπιζού, η γριά αρχόντισσα, δίνει (με ποια δύναμη;) έναν πήδο και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά, κατάστηθα του λατρεμένου αφέντη της του κυρ-Αντρέα, που δάκρυζε από χαρά για την λαμπρή υποδοχή, και βγάζοντας το τελευταίο νιαούρισμα, παραδίνει τη γλυκιά ψυχή της η Μπιζού, η καλή μου.

Ε, μετά καήκαν τα ρούχα στο πλυσταριό, έγινε επιστάμενο πλύσιμο και μπάνιο, αλλαξιές, άσπρα ρούχα, τον κουρέψανε κιόλας και του κάνανε και κόντρα ξούρα, να λοιπόν, έγινε πάλι σαραντάρης νέος, όμορφος και γλυκοξυρισμένος και περιποιημένος από το αγγελικό χέρι της άξιας γυναίκας, έφαγε λίγο, δεν μπορούσε το στομάχι να λειτουργήσει, έπεσε δυο-τρεις ώρες σε βαθύ ύπνο στα καθαρά σεντόνια, μέσα στο ήσυχο δωμάτιο, πράγματα ξεχασμένα δέκα χρόνια τώρα, ο δεκανέας ιππικού Ανδρέας Παπαστράτος εκ Μεσολογγίου, απόφοιτος Γυμνασίου.

Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν ήρθα κι εγώ στη ζωή του, ο γλυκός παππούλης μου με έπαιρνε εμένα τον Σογιώργο, τη γλύκα του παππού, με το Πράσινο (λεωφορείο) και πιάναμε Συγγρού, μύριζε στα μισά αμέσως ιώδιο, θάλασσα…

Άμα φθάναμε Φάληρο, εκεί ο ζέφυρος ανάσταινε τα πλεμόνια μου και χάριζε αυτή την ιερή θαλάσσια αύρα, που ήταν αισθητή έντονα στα παρθενικά μου ρουθούνια και δεν μπορούσα να εκφράσω αυτή την αναπνευστική ωφέλεια και ηδονή, γιατί μου έλειπε το λεξιλόγιο και οι παρόμοιες εμπειρίες. 

Κατεβαίναμε Έδεμ, Φάληρο και ενίοτε Καβούρι, εκεί μου ’λεγε, ψάξε Γιωργάκη μου να βρεις μια μεγάλη αχιβάδα-τασάκι, να πιω το τσιγαράκι μου, κι εγώ καθαρά διαισθητικά σκανάριζα την αμμουδιά και του ’βρισκα τεράστιο απομεινάρι μονόθυρης αχιβάδας κι αυτός νοικοκύρης, να μη στάξει τη στάχτη στην αμμουδιά, περιδιάβαζε μαζί μου στην ακτογραμμή πάνω-κάτω αργά, με γλυκύτατη συνύπαρξη πρώτης και τρίτης ηλικίας.

Τι σοφός ο πατέρας και δημιουργός μας, που συντροφεύει τις δυο ευαίσθητες ηλικίες, όχι με λόγο και σύνθετες έννοιες, αλλά με παρέα, κράτημα χεριού και καρδιακή επικοινωνία…
Τι ωραία, μωρέ αυτός ήταν η γλύκα η δική μου και όχι εγώ να ’μαι η γλύκα του παππού.

Έτσι όμορφα κύλισαν κάποια άγια χρόνια, ώσπου μεγάλωσα κομμάτι και μ’ έπαιρνε με το κίτρινο τρόλεϊ (υπέροχο ιταλικό ηλεκτρικό όχημα, με πολλά ξύλινα μέρη) και φθάναμε στον Άγιο Γεώργιο τον Καρύκη ή Καρύτση στο κέντρο και εκεί μοιραζόμαστε τη θεία λειτουργία με τετράφωνη ανδρική χορωδία. 

Τι θεϊκή εμπειρία στάλαξε στη νεαρή ψυχή μου η έννοια της ουράνιας αρμονίας, όταν οι καλλίφωνοι ψάλτες μας σέβονται τη θεόπνευστη παρτιτούρα τους και δεν εκτελούν, αλλά ερμηνεύουν την έμπνευση του μελωδού!

Ως νέος ο παππούς, έφερε μύστακα, κάλυμμα κεφαλής, ριγέ κοστούμι και στενή γραβάτα, σαν γκάγκαρος Αθηναίος.
Δις της εβδομάδος συμμετείχε και σε απλά συμπόσια με άλλους νέους, η παρέα ανδρική πάντοτε, έπιανε όλες τις καντάδες των Επτανήσων και κυρίως υμνούσε τα άσματα του οίνου, που έτρεπε την αριστοτελική καθημερινή συμπεριφορά σε ευωχία διονυσιακή, όπου ο εγκέφαλος μετήρχετο κραδασμικών αλλαγών, να γίνει γλυκός ο άνθρωπος, καρδιακός και να ’ρθει η πρόσκαιρη λύτρωση και η ηρεμία της ψυχής.

«Έκλεισ’ η ταβέρνα, σταματήσανε τα κέρνα… »
«Έχει η Αθήνα ομορφιές… »
και άλλα, που περάσανε από τα παιδικά αυτάκια, μέσα στην καρδιά…

Όταν βρισκόμασταν γύρω από το τραπέζι με ότι απλό, τυράκι, μεζεδάκι, γινόταν η ζωή γιορτή, παιδιά εμείς στην αγκαλιά και ο θείος Μιχάλης, ο αδελφός της μάνας μου, έπαιζε (γρατζουνούσε) την κιθάρα, με ωραία τοποθετημένες φωνές και… ας τραγουδήσουμε για μας πρίμο σεγκόντο, τραγουδάκι χαμπανέρα αργό και πολύ ερωτικό, όπου τα αηδόνια Αμαλία (η μάνα μου) και Ελένη μαζί με τον Μιχάλη (αδέλφια οι τρεις, αφού χάσανε άδικα άλλα δυο αδέλφια στο Βύρωνα, τα πικρά χρόνια 45-49), τραγουδάγανε αρμονικά, δένανε οι φωνές και γινότανε θεία γιορτή, ουράνιο λιβάνι, ευλογία και καρδιακό τραγούδι…

Αυτός λοιπόν ήταν ο κυρ-Αντρέας, η γλύκα του Γιωργάκη, που ’χε την εκλεκτή αρχόντισσα γάτα, την Μπιζού την τρισόμορφη και που τον υποδέχθηκε, εκλεκτό στρατιώτη της Ελλάδος από τον τόπο των Αγίων μαρτύρων της Ιωνίας, πίσω στο σπίτι, με τόσο συγκινητικό τρόπο και ευγνωμοσύνη και τιμή.



GT - [2fA]








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου