Κυριακή 3 Μαΐου 2015

"Μάνας γιος"






ΑΡΓΥΡΗ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗ  -  ΦΥΛΛΑΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ


Α'  ΜΑΝΑΣ ΓΙΟΣ
- Το πρώτο από τα δώδεκα κεφάλαια της πρώτης από τις τέσσερις φυλλάδες -


Γεννήθηκα στο σπίτι της μάνας μου, σε νησί της Τουρκιάς.
Ήταν αυγή, πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου ήταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη.
Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στύλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένει λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δει, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!

Ο πατέρας μου συχωρέθηκε πρι να γεννηθώ…
Ήμουνα λοιπόν της μάνας μου γιος, και μ’ εκείνην αρχίζω αυτά τα πρώτα μου χρόνια.
Και τ’ αρχίζω με λίγα λόγια. 
Σκοπός μου, καθώς είπα, είναι να γνωριστώ με την αφεντιά σου, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε μου. Να ξέρεις ποιος είναι που σου αφήνει αυτή την παράξενη σερμαγιά. Α σου πω πως είμαι ο Γεροδήμος, τίποτις δε θα καταλάβεις.
Α σου πω πως είμαι λιγνός, μαυριδερός, άσκημος, και λίγο κουτσός, τότες ίσως να με ξανατυλίξεις και στο μαντίλι, και Θεός πια το ξέρει πότε θα διαβαστούν αυτές οι φυλλάδες! Ίσως όταν χίλια χρόνια και δω γυρεύουνε χερόγραφα, ν’ αποδείξουν πως και προ χίλια χρόνια βρισκότανε Ρωμιοί που πασκίζανε να γράφουν τη γλώσσα τους.

Εκείνο που ίσως πρέπει να ξέρεις είναι τι λογής γυναίκα ήταν η μάνα μου, και με τι λογής μάτια μ’ έμαθε να βλέπω τον κόσμο. Και τότες με το καλό, αρχίζουμε τη δουλειά μας.

Πρώτη φορά που φύλαξα την εικόνα της μάνας στο νου μου μέσα, ήτανε σα μ’ ένιβε μια Κεριακή πρωί και με συγύριζε να με πάει στην Εκκλησιά. Πρέπει να ήμουν ως τεσσάρω χρονώ.
Πώς πέρασαν αυτά τα τέσσερα χρόνια, από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, ως την Κεριακή εκείνη που μ’ ένιψε η μάνα μου στης αυλής τη βρυσούλα, είναι άγραφη ιστορία. Στο νου μου δε γράφηκε. Τι να τη λέγω; Δανεισμένα λόγια θα λέγω. Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώσει, κανένας δανειστής να βουλώσει τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξει.
Τι θέλαμε άλλο;

Τώρα που ήτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάνα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κι έτσι ζούσαμε. Η αδερφή μου η Αννούλα, έξι χρόνια μεγαλύτερη μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάνα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τήνε δεις κατόπι.
Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβήνει ποτές. Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή.

Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά το καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάνα μου, με μάτια που αφήνουν εικόνες μέσα στο νου. Ήτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλα της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δεις τι τρέχει, και κει έβρισκες την πίκρα ζωγραφισμένη.
Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τα ’κρυβα στην καρδιά μου, να τ’ ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γεράματα.

Αν είσαι και συ εξηντάρης, αγνώριστε πατριώτη, πες μου αν μπορείς, πως δε βγάζεις και συ τέτοιες εικόνες από το θυμητικό σου, όταν καθίζεις βράδυ στον ίσκιο των χρόνων σου, αδυνατισμένος κι αποσταμένος, να ξεκουραστείς και να δυναμώσεις. Πες μου α δε βρίσκεις παρηγοριά στα γλυκά τους τα χρώματα, μα ας είσαι και φονιάς, κι αβοκάτος, και δάσκαλος! Πες μου α δε φωνάζει τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάνα μου», κι ας έμαθες να κλίνεις το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί!

Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ’ εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάνα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάνα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τ’ άλλα, για την καλή σου την τύχη…

… Όσες μανάδες μπορούνε να φανταστούν, τι σημάδια μας αφήνουν τα λόγια τους και τα καμώματα τους, τι φυλαχτήρια καταθέτουνε στην καρδιά μας, έπρεπε κι από βασίλισσες να γίνουνται πιο περήφανες.
Να ξέρουνε μόνο, πως σαν αναπαύουνται στο μνήμα, θα σπαρταράει ζωντανή μια τους πράξη, ένα τους χάδεμα στο νου του παιδιού τους, τι άλλο θέλουν!
Ποιος μεγάλος του κόσμου τεχνίτης αφήνει τέτοια σημάδια αθάνατα!
Ποιος ποιητής ή φιλόσοφος ή και δάσκαλος!



[2fA]








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου