Η Υπαπαντή του
Χριστού
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Θεοτόκε Παρθένε,
ἐκ σοῦ γάρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν,
φωτίζων τούς ἐν σκότει.
Εὐφραίνου καί σύ Πρεσβύτα δίκαιε,
δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τόν ἐλευθερωτήν τῶν ψυχῶν ἡμῶν,
χαριζόμενον ἡμῖν καί τήν Ἀνάστασιν.
ἐκ σοῦ γάρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν,
φωτίζων τούς ἐν σκότει.
Εὐφραίνου καί σύ Πρεσβύτα δίκαιε,
δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τόν ἐλευθερωτήν τῶν ψυχῶν ἡμῶν,
χαριζόμενον ἡμῖν καί τήν Ἀνάστασιν.
Στην εικόνα
της Υπαπαντής, βλέπουμε στον Ναό του Σολομώντα την Παναγία με τον Χριστό βρέφος
και τον γέροντα ιερέα Συμεών, τον Ιωσήφ, αλλά και μια ηλικιωμένη γυναίκα, την Προφήτισσα
Άννα.
Υπαπαντή σημαίνει «υποδοχή», επειδή ο Συμεών υποδέχτηκε (προΰπάντησε)
τον Χριστό, όταν τον έφερε η Παναγία βρέφος σαράντα ημερών για να τον αφιερώσει
στον Θεό.
Ο σαραντισμός του βρέφους έχει τις ρίζες του στην εποχή του
Μωϋσή.
Λέγοντας «σαραντισμό», εννοούμε ότι η μητέρα προσφέρει το νεογέννητο στον Ναό προς δόξαν του τριαδικού Θεού.
Λέγοντας «σαραντισμό», εννοούμε ότι η μητέρα προσφέρει το νεογέννητο στον Ναό προς δόξαν του τριαδικού Θεού.
Αφού διαβάσει ο ιερέας την ευχή στον πρόναο, παίρνει το
βρέφος στα χέρια του και το πηγαίνει στον κυρίως ναό μπροστά στην ωραία πύλη
(και μετά στο ιερό βήμα, αν είναι αγόρι), όπου το σηκώνει με τα χέρια του ψηλά
προς τον Ουρανό και το προσφέρει ως δώρο στον Θεό, και ακολουθεί η μητέρα του
παιδιού που φιλάει με ευλάβεια τις εικόνες.
Όλα αυτά γίνονται προς μίμηση του «σαραντισμού», δηλαδή της
Υπαπαντής του Χριστού και οι μητέρες συμβολίζουν την Παναγία.
Ο Συμεών
Ο Συμεών ήταν μεταξύ των εβδομήκοντα διδασκάλων που
απέστειλαν οι Εβραίοι στον Πτολεμαίο, για να του μεταφράσουν τα ιερά τους
βιβλία, τα πέντε βιβλία (την Πεντάτευχο), που τους είχε παραδώσει ο Μωϋσής και
τα υπόλοιπα δεκαεννέα βιβλία του εβραϊκού νόμου.
Μετά την ολοκλήρωση του έργου τους, καθώς οι διδάσκαλοι
επέστρεφαν στην πατρίδα τους, στο δρόμο συζητούσαν
για το περιεχόμενο αυτών των βιβλίων, κι ο Συμεών είπε:
«Ερμηνεύοντας τον προφήτη Ησαΐα, είδα να λέει ότι μία Παρθένος πρόκειται να γεννήσει υιό και θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ που σημαίνει ο Θεός μαζί μας.
Όμως πώς είναι δυνατόν παρθένος να γεννήσει ή πώς είναι δυνατόν Θεός να γεννηθεί; δεν πιστεύω να γίνει αυτό, ποτέ».
Ξαφνικά δέχτηκε ράπισμα (χαστούκι) σαν ένα αόρατο χέρι
να τον χτύπησε και μια φωνή ακούστηκε να του λέει: «Και θα τον δεις τον Χριστό
και θα τον πιάσεις με τα χέρια σου».
Προχωρώντας οι διδάσκαλοι, έφθασαν σε ένα ποτάμι και εκεί ο
Συμεών βγάζει το δαχτυλίδι του και το ρίχνει μέσα στο νερό λέγοντας: «Αν είναι
αλήθεια όλα αυτά, τότε κι εγώ να βρω πάλι το δαχτυλίδι μου». Το βράδυ αγόρασαν
ψάρια από μια πόλη που ήταν κοντά στο ποτάμι για να φάνε και μέσα στο ψάρι που
πήρε ο Συμεών να κόψει βρήκε το δαχτυλίδι του.
Τότε πια πίστεψε και από τότε περίμενε πότε να δει το Χριστό
βρέφος, για να τον πάρει στην αγκαλιά του. Όταν γέρασε και έγινε πάνω από
εκατόν δέκα χρονών, τότε αξιώθηκε να δει Εκείνον που επιθυμούσε και ζητούσε η
ψυχή του.
Η υποδοχή
Σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, αν το πρώτο παιδί που γεννούσε
μία γυναίκα ήταν αγόρι, έπρεπε να αφιερωθεί στον Θεό. Έπρεπε να παρουσιαστεί
στον Ναό σαράντα μέρες μετά τη γέννησή του, και να προσφερθεί στον Θεό ένα
ζευγάρι τρυγόνια ή ένα ζευγάρι μικρά περιστέρια (που τα θεωρούσαν καθαρότερα
από όλα τα άλλα είδη πουλιών).
Το ένα από τα δύο το θυσίαζαν και το άλλο το άφηναν
ελεύθερο. Αυτό συμβόλιζε τις δύο φύσεις του Χριστού - ότι δηλαδή ο Χριστός ήταν
και Θεός και άνθρωπος, και ως άνθρωπος πέθανε πάνω στο σταυρό, ενώ ως Θεός
παρέμεινε αθάνατος και ελεύθερος
Έτσι, η Παναγία και ο Ιωσήφ πήραν τον Ιησού σαράντα μέρες
μετά τη γέννησή Του, και τον έφεραν στα Ιεροσόλυμα, στο Ναό του Σολομώντα, για
να τον αφιερώσουν στον Θεό και να προσφέρουν σαν δώρο θυσίας ένα ζευγάρι
τριγόνια ή δύο μικρά περιστέρια.
Ο δίκαιος γέροντας ιερέας ο Συμεών, που είχε λάβει από το
Πνεύμα το Άγιο την πληροφορία ότι δε θα πεθάνει προτού να δει τον Σωτήρα του
κόσμου, τον Μεσσία Χριστό, βρέθηκε στον Ναό οδηγημένος από το Άγιο Πνεύμα και
Τον δέχτηκε στην αγκαλιά του.
Τα λόγια που είπε ο πρεσβύτης Συμεών όταν είδε και πήρε στην
αγκαλιά του τον Χριστό, είναι ο ύμνος που λέει ο ιερέας στο τέλος κάθε
Εσπερινού:
«Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμα Σου ἐν εἰρήνῃ,
ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν Σου,
ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν,
φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καί δόξαν λαοῦ Σου Ἰσραήλ».
Μετά από αυτό, ο δίκαιος Συμεών κοιμήθηκε ειρηνικά γεμάτος
αγαλλίαση.
Η Άννα
Στα Ιεροσόλυμα ζούσε και μία γυναίκα που προφήτευε, η Άννα.
Ήταν
κόρη του Φανουήλ από τη φυλή του Ασήρ. Είχε ζήσει επτά χρόνια με τον άνδρα της
και τώρα χήρα, ηλικίας ογδόντα τεσσάρων χρόνων, δεν έφευγε από τον Ναό, αλλά
λάτρευε τον Θεό νύχτα και μέρα με νηστείες και προσευχές.
Εκείνη την ώρα (που η Παναγία έφερε τον Χριστό στον Ναό)
παρουσιάστηκε και η Άννα, δοξολογούσε τον Θεό και μιλούσε για το παιδί σε όλους
όσους περίμεναν τη λύτρωση της Ιερουσαλήμ - βεβαίωνε κι εκείνη με το προφητικό
της χάρισμα, ότι το Βρέφος αυτό είναι ο Σωτήρας του Ισραήλ κι όλου του κόσμου.
neotita – [2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου