Οδυσσέας Ελύτης - ΤΟ
ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ
[από ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ (1991)]
[από ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ (1991)]
Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους
Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα
μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω
Βάσανά μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα
λεμονόδεντρα
Τόξα, καμάρες όπου εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Πού ν' άγγιξε άγγελος; Τι να 'μεινε; Ποιος τώρα;
Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
που μες στη δρόσο του πρωινού
σιγά σιγά διαλύονται
Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ' αγαπώ ευδιάκριτη
επάνω του
ο τοίχος! Και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη
άβαφη κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
ξέροντας πού το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
θα με κοιτάξει από το κάδρο της η θεία Μελισσινή
και αν αύριο θα βρέξει
Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
τα Πέραν και τα Μέλλοντα.
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου