ΗΛΙΑΣ
ΒΕΝΕΖΗΣ - ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΩΤΟ
Κιμιντένια
Ο ΤΑΝ παραμέρισαν τα
κύματα του Αιγαίου κι άρχισαν ν' αναδύονται
απ' το βυθό τα βουνά της Λέσβου υγρά, στιλπνά και γαλήνια,
τα κύματα είδαν ξαφνιασμένα το νησί, το νέο τους φίλο.
Ήταν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ' τα μέρη του Κρητικού πελάγου
και να σβήνουν στις ακρογιαλιές της Ανατολής,
και ό,τι ξέρανε από στεριά ήταν σκληρά βουνά, κοφτοί θεόρατοι βράχοι,
γη από κίτρινη πέτρα.
απ' το βυθό τα βουνά της Λέσβου υγρά, στιλπνά και γαλήνια,
τα κύματα είδαν ξαφνιασμένα το νησί, το νέο τους φίλο.
Ήταν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ' τα μέρη του Κρητικού πελάγου
και να σβήνουν στις ακρογιαλιές της Ανατολής,
και ό,τι ξέρανε από στεριά ήταν σκληρά βουνά, κοφτοί θεόρατοι βράχοι,
γη από κίτρινη πέτρα.
Τούτο δω, με το νέο
νησί, ήταν κάτι άλλο — ω, πόσο διαφορετικό!
Γι' αυτό είπαν τα κύματα:
Γι' αυτό είπαν τα κύματα:
«Ας πάμε το μήνυμα
στην πιο κοντινή γη, στη γη της Αιολίδας.
Ας της πούμε για το νησί, τη νέα γη που έδεσε το φως με τη γαλήνη,
για τη γραμμή και την κίνησή του που είναι τόσο ήμερη σα να έχει μέσα της
τη σιωπή, ας της πούμε για το θαύμα του Αιγαίου!»
Ας της πούμε για το νησί, τη νέα γη που έδεσε το φως με τη γαλήνη,
για τη γραμμή και την κίνησή του που είναι τόσο ήμερη σα να έχει μέσα της
τη σιωπή, ας της πούμε για το θαύμα του Αιγαίου!»
Ήρθαν τα κύματα και φέραν το μήνυμα του πελάγου στην αιολική ακτή.
Ήρθαν και άλλα κύματα, κι άλλα — όλα τα κύματα.
Όλα λέγαν για το παιχνίδι της γραμμής του νησιού, για το παιχνίδι
της αρμονίας και της σιωπής.
Τ' άκουσαν την πρώτη
μέρα τα σκληρά βουνά της Ανατολής και μείνανε
αδιάφορα. Τ' άκουσαν και την άλλη, και πάλι δεν ταράχτηκαν.
Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε στιγμή άλλο δεν ακούγανε
παρά τη βουή του πελάγου να τους λέει για το θαύμα,
τα βουνά παράτησαν την αταραξία τους και περίεργα, σκύψανε
πάνω απ' τα κύματα να δουν το νησί του Αιγαίου.
Ζηλέψανε την αρμονία του και είπαν:
αδιάφορα. Τ' άκουσαν και την άλλη, και πάλι δεν ταράχτηκαν.
Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε στιγμή άλλο δεν ακούγανε
παρά τη βουή του πελάγου να τους λέει για το θαύμα,
τα βουνά παράτησαν την αταραξία τους και περίεργα, σκύψανε
πάνω απ' τα κύματα να δουν το νησί του Αιγαίου.
Ζηλέψανε την αρμονία του και είπαν:
«Ας κάμουμε κ' εμείς
έναν τόπο γαλήνης στη γη της Αιολίδας,
που να 'ναι σαν το νησί!»
που να 'ναι σαν το νησί!»
Παραμερίσανε τότε τα
βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος,
κι ο τόπος που άφησαν έγινε ο τόπος της Γαλήνης.
κι ο τόπος που άφησαν έγινε ο τόπος της Γαλήνης.
Τα βουνά κείνα της Ανατολής
τα λένε Κιμιντένια.
ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΟΥ δουλέψανε σκληρά
τη γη που είναι κάτω απ' τα Κιμιντένια.
Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας.
Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε απ' τα Κιμιντένια κ' η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, όλα τ' αδέρφια μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.
Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας.
Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε απ' τα Κιμιντένια κ' η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, όλα τ' αδέρφια μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.
Η θάλασσα ήταν μακριά από κει,
κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα, επειδή γεννήθηκα κοντά της.
Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξίδευαν.
Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός.
Αλλά μια μέρα, η μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα.
Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν η μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα.
Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κ' εκείνο δεν ήξερε ν' αποκριθεί και δεν είπε τίποτα.
Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα του κόσμου, κ' η δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, απ' όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα.
Κ' ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία του νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ' εγώ.
Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξίδευαν.
Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός.
Αλλά μια μέρα, η μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα.
Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν η μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα.
Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κ' εκείνο δεν ήξερε ν' αποκριθεί και δεν είπε τίποτα.
Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα του κόσμου, κ' η δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, απ' όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα.
Κ' ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία του νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ' εγώ.
Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρναν, έγερνα κ' εγώ στη γη.
Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα
που θροούσαν γίνονταν πανιά, ο
άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα
πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κ' εγώ ταξίδευα μαζί τους.
Σαν ξυπνούσα, έβλεπα από πάνω
μου τα μάτια της μητέρας μου να περιμένουν.
— Ήταν ωραία, αγόρι; με ρωτούσε χαμογελώντας
γλυκά.
— Αχ, μητέρα, πάντα είναι ωραία με τη
θάλασσα! …. ….
….
[2φΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου