Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

"Ποίηση και πάθος "





Nicola Crocetti  -  ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
«Έλληνες ποιητές»​​​

-Από την Ομιλία του Νικόλα Κροτσέττι, κατά την τελετή αναγορεύσεως του
σε επίτιμο διδάκτορα του τμήματος ιταλικών σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής
του Πανεπιστήμιου Αθηνών, στις 11.12. 2019-
[Προδημοσίευση από το επόμενο τεύχος της ΝΕΑΣ ΕΥΘΥΝΗΣ]


Ελάχιστοι μας διαβάζουν
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει, που γράφουμε Ελληνικά.

Αυτό το σύντομο ποίημα του Κύπριου Κώστα Μόντη αποδίδει πολύ καθαρά την αγάπη, το πάθος και την υπερηφάνεια που αισθάνονται οι Έλληνες για τη γλώσσα τους.
Ακόμη καλύτερα το διατυπώνει ο Σεφέρης στις Δοκιμές: «Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα… Για κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως, από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα.
Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι.
Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας.
Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκονται μέσα σας, τώρα, βρίσκονται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας […]».

Παραφράζοντας τη διάσημη ρήση ενός πολιτικού, μπορούμε να πούμε ότι καμιά άλλη γλώσσα στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει προσφέρει τόσα πολλά σε τόσους λαούς όσο η ελληνική.
Κι αυτό ισχύει κυρίως στον χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας.
Η μεγαλύτερη ποίηση που μας κληροδοτήθηκε στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού, γράφτηκε στην Ελλάδα αιώνες προ Χριστού: από τον Όμηρο, τους λυρικούς και τους τραγικούς ποιητές. Πρόκειται για μια ποίηση που ξεχειλίζει από πάθος.
Διότι η ποίηση είναι κόρη του πάθους και των δύο αγγέλων του, του έρωτα και του πόνου.
Στην ποίηση όλα είναι προϊόν αυτών των δύο συναισθημάτων.
Αυτά γεννούν τα πιο θαυμάσια και δύσμορφα παιδιά, τις πιο αισχρές και πιο υπέροχες πράξεις του ανθρώπου, από τους πολέμους μέχρι τα αριστουργήματα της τέχνης.

Ο Όμηρος, οι τραγικοί και οι λυρικοί ποιητές ύμνησαν όλα τα πάθη: το επικό, το δραματικό, το πάθος για την πατρίδα και τον μύθο, τα οικογενειακά πάθη, τους κρυφούς πόθους, το πάθος για τη γνώση και τη λογικότητα, το πάθος για την τέχνη και για το ύψιστο.
Τέλος, το «πάθος των παθών»: τον έρωτα, το «γλυκόπικρο ερπετό» όπως τον αποκαλεί η Σαπφώ. Διαφορετικά, γιατί λεγεώνες ποιητών και συγγραφέων πέρασαν τη ζωή τους ν’ αραδιάζουν λέξεις σε λευκά χαρτιά χωρίς καν να ξέρουν αν ποτέ κανείς θα τους διάβαζε και θα γνώριζε τις σκέψεις και τα αισθήματά τους;
Γιατί άραγε ο Καβάφης –που κληρονόμησε από τη μητέρα του λίγες εκατοντάδες ελληνικές λέξεις– πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του να μελετάει, μακριά από την Ελλάδα, αυτή τη γλώσσα, επιλέγοντάς την ως εργαλείο του έργου του, ωσότου γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της ελληνικής λογοτεχνίας όλων των εποχών;

Και γιατί ο Καζαντζάκης πέρασε χρόνια από τη ζωή του να γυρνάει στα χωριά της Κρήτης και στα νησιά του Αιγαίου και να καταγράφει, μ’ ένα μολύβι κι ένα σημειωματάριο, χιλιάδες λέξεις που άκουγε από το στόμα αγροτών, βοσκών, ψαράδων, φτωχών και αναλφάβητων ανθρώπων, ώστε να δώσει σ’ αυτές νέα ζωή ενσωματώνοντάς τες στα μυθιστορήματά του και προπαντός στην Οδύσσεια, μεταμορφώνοντας αυτό το θαυμάσιο ποίημα σ’ ένα είδος γλωσσικής κιβωτού του Νώε, η οποία θα μετέφερε στο όρος Αραράτ του μέλλοντος μια κληρονομιά που διαφορετικά προοριζόταν να χαθεί παντοτινά;
Πολλοί αναγνώστες, και κυρίως κριτικοί λογοτεχνίας, καταδίκασαν (ή πιο πιθανόν δεν κατάλαβαν) αυτό το εγχείρημα, παραπονούμενοι ότι τα χιλιάδες αθησαύριστα λήμματα «είναι δύσκολα ή ακατανόητα».
Προτού σπεύσουν να τα θεωρήσουν δύσκολα ή ακατανόητα, δεν αναλογίστηκαν ότι πρόκειται για λέξεις της ελληνικής γλώσσας και ότι το να τις μάθει κανείς, δεν θα έπρεπε να είναι χάσιμο χρόνου παρά εμπλουτισμός.
Ενδεχομένως, μπορεί κανείς να παραπονεθεί (εξήντα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα) για την έλλειψη ενός καζαντζακικού λεξικού ή μιας σχολιασμένης έκδοσης της Οδύσσειας.

Τέλος, γιατί άνθρωποι όλων των εποχών και όλων των χωρών, οι οποίοι πέρασαν και περνούν μέχρι και σήμερα, υπό άθλιες συνθήκες, χρόνια εξορίας ή φυλακής σε στρατόπεδα για τις πολιτικές τους ιδέες (από τη Ρωσία ως τη Νότια Αμερική, από την Κίνα ως την Αφρική, και ασφαλώς στην Ελλάδα), είχαν ως μοναδική παρηγοριά και λύτρωση τη γραφή και την αγάπη για τη γλώσσας τους;
Και γιατί λεγεώνες μεταφραστών αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους για να μεταφράσουν σε μιαν άλλη γλώσσα εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια λέξεις ποιητών και συγγραφέων από την Ελλάδα και άλλες χώρες, συχνά με γελοία οικονομική ανταμοιβή και χωρίς κανένα προσωπικό όφελος;
Ίσως, θα μπορούσαμε ν’ απαντήσουμε, για τον ίδιο λόγο για τον οποίο ένας καλλιτέχνης περνάει τη ζωή ζωγραφίζοντας πορτρέτα του αγαπημένου του προσώπου, δίχως να ξέρει αν οι πίνακές του θα κρεμαστούν ποτέ στους τοίχους ενός μουσείου, με τη μόνη ελπίδα, σχεδόν πάντα μάταιη, να δει να του ανταποδίδεται η αγάπη – διότι καμιά μεγάλη αγάπη δεν ανταποδόθηκε ποτέ με την ίδια ένταση όποιου τη νιώθει.

Πράγματι, όλα αυτά γίνονται για έναν μοναδικό λόγο: από αγάπη.
Είμαι πεπεισμένος πως οποιοσδήποτε ξένος, ο οποίος έχει το προνόμιο να γνωρίζει το θαύμα της ελληνικής γλώσσας, ποίησης και λογοτεχνίας, έχει επίσης το καθήκον να μοιράζεται με τους υπόλοιπους αυτό το μεγάλο προνόμιο.
Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που κι εγώ αφιέρωσα όλη μου τη ζωή για να κάνω γνωστή την ελληνική ποίηση και λογοτεχνία στην Ιταλία, σχεδόν πάντα χωρίς οικονομική ανταμοιβή και χωρίς κανένα προσωπικό όφελος. Από αγάπη.
Λόγω αυτής της αγάπης έχω εκδώσει, είτε στα βιβλία μου είτε στο περιοδικό Poesia –το οποίο εδώ και 32 χρόνια για το είδος του έχει τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ευρώπη–, περισσότερους από 3.500 ποιητές και πάνω από 36.000 ποιήματα από 38 γλώσσες.
Οι 100 από τους 3.500 ποιητές είναι Έλληνες.

Ως μεταφραστής μετέφρασα από τα ελληνικά στα ιταλικά δεκάδες ποιητές: από τον Καβάφη, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη, τον Σινόπουλο ως τη Γενιά του Εβδομήντα, μέχρι πολλούς άλλους που δεν είχαν μεταφραστεί ποτέ πριν στα ιταλικά. Συνολικά, περισσότερους από εκατό χιλιάδες στίχους και δεκάδες χιλιάδες σελίδες πεζογραφίας.
Μια αγάπη, που στην περίπτωσή μου όπως και στις άλλες, ανταποδόθηκε ελάχιστα ή άσχημα. Δεν έχει σημασία. Η αγάπη για την ποίηση τροφοδοτείται από μόνη της και βρίσκει ανταμοιβή στην ίδια την ποίηση.

Αυτή η ξεχωριστή εμπειρία μ’ έκανε όμως να γνωρίσω και ν’ αγαπήσω εκατοντάδες ποιητές, από τους μεγαλύτερους στον κόσμο, οι οποίοι συχνά μου χάρισαν την εκτίμηση και τη φιλία τους: μια ικανοποίηση πολύ ανώτερη από οποιαδήποτε οικονομική ανταμοιβή.
Την ίδια ικανοποίηση και την ίδια τιμή που μου προσφέρετε εσείς, εδώ, σήμερα. Ευχαριστώ.




fb – [2φΑ]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου