Ο ΣΤΡΑΒΟΜΥΤΗΣ - υπό ΤΙΜΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΝΗ
[ΕΘΝΟΣ – 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1935]
Εκείνο το χειμωνιάτικο σούρουπο το κρύο ήταν τσουχτερό και οι τρεις παλιοί ψαράδες της Γαλιλαίας είχαν στριμωχθεί κοντά στη φωτιά για να τα πούνε.
Περνούσαν έτσι πάντοτε την ώρα με θαλασσινές ιστορίες και μ’ άλλα επεισόδια από
την ζωή τους.
Είπαν κι εκείνο το βράδυ πολλά.
Είπαν κι εκείνο το βράδυ πολλά.
Μιλούσαν μόνον οι δυο, ο τρίτος που ήταν και ο
μεγαλύτερος και ο πιο παλιός στο ψάρεμα άκουγε μόνο με το κεφάλι σκυμμένο.
Ήταν
όμως εβδομηντάρης γέρος γεμάτος ζωή.
Θαλασσινός, ψημένος από τον ήλιο κι από την άλμη.
Μα είχε ένα βάσανο. Ήταν η μύτη του λίγο στραβή και το σαγόνι του έτρεμε.
Ένα βαθύ σημάδι, μια ουλή στο δεξί του μάγουλο, έδειχνε πώς κάποιο ατύχημα του είχε συμβεί.
Θαλασσινός, ψημένος από τον ήλιο κι από την άλμη.
Μα είχε ένα βάσανο. Ήταν η μύτη του λίγο στραβή και το σαγόνι του έτρεμε.
Ένα βαθύ σημάδι, μια ουλή στο δεξί του μάγουλο, έδειχνε πώς κάποιο ατύχημα του είχε συμβεί.
Δεν είχε πει όμως τίποτε ποτέ του σε κανένα.
Τον έλεγαν Θωμά. Μα όταν ήθελαν να τον πειράξουν τον
εφώναζαν στραβομύτη.
Δε θύμωνε. Ίσα-ίσα έδειχνε πως τον ευχαριστούσε αυτό το παρατσούκλι.
Παράξενα πράγματα, αλήθεια.
Να νοιώθεις ευχαρίστηση γιατί είσαι παραμορφωμένος!
Δε θύμωνε. Ίσα-ίσα έδειχνε πως τον ευχαριστούσε αυτό το παρατσούκλι.
Παράξενα πράγματα, αλήθεια.
Να νοιώθεις ευχαρίστηση γιατί είσαι παραμορφωμένος!
Αυτό έκανε και πολλούς να τον υποπτεύονται. Γεννήθηκε τάχα
σημαδεμένος ή είναι καμιά ιστορία που δεν πρέπει να την πει γιατί τον ρεζιλεύει
και για να την σκεπάσει κάνει τάχα πως δεν τον πειράζει όταν τον φωνάζουν
στραβομύτη;
Όταν oι άλλοι δύο ετελείωσαν τις ιστορίες τους, ο μπάρμπα
Θωμάς είπε να φύγουν.
Άρχισε να σβήνει και η φωτιά και η νύχτα είχε φθάσει.
- Δεν μας είπες και συ κανένα παραμύθι, γέρο.
- Αν μπορούσα να μιλήσω, θάλεγα.
(.…)
- Δεν μας είπες και συ κανένα παραμύθι, γέρο.
- Αν μπορούσα να μιλήσω, θάλεγα.
(.…)
Ο γέρο ψαράς έφερε το χέρι του στη βαθιά ουλή του προσώπου
του κι εσώπασε.
Οι άλλοι τον κοίταζαν τώρα με κάποιο σεβασμό, που δεν είχαν αισθανθεί ως τότε.
Οι άλλοι τον κοίταζαν τώρα με κάποιο σεβασμό, που δεν είχαν αισθανθεί ως τότε.
Ήταν λοιπόν ο γέρο ψαράς ο στραβομύτης, ένα από τα αμέτρητα θύματα που
εσφάγησαν για το Βρέφος της Βηθλεέμ.
Θυμόντουσαν καλά τώρα τη φρικτή ιστορία οι καλοί αυτοί
ψαράδες, που ήσαν από τους πρώτους που επίστεψαν εις τον Κύριον.
Θυμόντουσαν και άκουαν τους θρήνους και τους γόους των μητέρων.
Θυμόντουσαν και άκουαν τους θρήνους και τους γόους των μητέρων.
Θυμόντουσαν πως 14.000 αγγελικές ψυχούλες ανέβηκαν στον
ουρανό σαν αμέτρητες ευωδίες λουλουδιών που εξεψύχησαν όλα μαζί και πως
μυριάδες σταγόνες από το πιο αγνό και αμόλυντο αίμα έβρεξαν την γην.
Και η γη επλημμύρισε από ρόδα.
Και η γη επλημμύρισε από ρόδα.
Η φωτιά ξαναζωήρεψε. Μια φλόγα ξεπετάχθηκε από τη ζεστή
στάχτη και ένα ρόδινο φως εστεφάνωσε το πρόσωπο του γέρο ψαρά.
Από τότε δεν τον ξαναφώναξαν στραβομύτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου