Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ
- ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Περπατούσα μόνος πάνω στο δρόμο τον εξοχικό, την ώρα που ο ήλιος έκρυβε φιλάργυρα τις τελευταίες χρυσές ακτίνες.
Το φως της μέρας έσβηνε σιγά-σιγά καθώς πλάκωνε το σκοτάδι.
Η θερισμένη γη κειτόταν σιωπηλή σαν κλαμένη χήρα.
Ξάφνου η διαπεραστική φωνή ενός παιδιού έσκισε τον αέρα, αθέατη, αφήνοντας τη γραμμή του τραγουδιού πίσω της, στο μουντό φως του δειλινού.
Το χωριάτικο σπίτι του βρισκόταν στην άκρη της έρημης χώρας,
πέρα από το χωράφι με τα ζαχαροκάλαμα, κρυμμένο μέσα στις σκιές της μπανανιάς
και της αρέκας και της ινδοκαρυδιάς.
Σταμάτησα για μια στιγμή το μοναχικό μου περίπατο κάτω από το φως των άστρων, και είδα μπροστά μου τη σκοτεινιασμένη γη ν' αγκαλιάζει με τα χέρια της αναρίθμητα σπίτια γεμάτα κούνιες και κρεβάτια, μητρικές καρδιές και βραδινές λάμπες, και μικρές ζωές, γεμάτες από μια χαρά που δεν ξέρει τίποτα για το τι αξία έχει για τον κόσμο.
Σταμάτησα για μια στιγμή το μοναχικό μου περίπατο κάτω από το φως των άστρων, και είδα μπροστά μου τη σκοτεινιασμένη γη ν' αγκαλιάζει με τα χέρια της αναρίθμητα σπίτια γεμάτα κούνιες και κρεβάτια, μητρικές καρδιές και βραδινές λάμπες, και μικρές ζωές, γεμάτες από μια χαρά που δεν ξέρει τίποτα για το τι αξία έχει για τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου