Tου
Θανάση Κουτσογιάννη - ΠΕΤΡΙΝΗ ΜΝΗΜΗ
Τις προάλλες πήγα στο πατρικό μου. Χρόνια είχα να πάω.
Στάθηκα στην αυλή κι έπιασα κουβέντα με τη σιωπή της.
Όρθιος, με τα χέρια στις τσέπες, κοιτάζω τον παλιό μας φούρνο.
Έξω, εκεί στην άκρη της αυλής, δίπλα στον τοίχο του σπιτιού, κολλημένος σχεδόν, σαν να κρατιέται απ’ το χέρι του για προστασία ή να ζητάει στη σκιά τη θαλπωρή, που στερείται χρόνια τώρα από την εγκατάλειψη.
Και μερικές τσουκνίδες στη βάση του να την συμπληρώνουν.
Στάθηκα στην αυλή κι έπιασα κουβέντα με τη σιωπή της.
Όρθιος, με τα χέρια στις τσέπες, κοιτάζω τον παλιό μας φούρνο.
Έξω, εκεί στην άκρη της αυλής, δίπλα στον τοίχο του σπιτιού, κολλημένος σχεδόν, σαν να κρατιέται απ’ το χέρι του για προστασία ή να ζητάει στη σκιά τη θαλπωρή, που στερείται χρόνια τώρα από την εγκατάλειψη.
Και μερικές τσουκνίδες στη βάση του να την συμπληρώνουν.
Θυμάμαι την κατασκευή του. Δεκαετία του ′60 πρέπει να ήταν.
Πότε ακριβώς, δεν μούρχεται στο νου. Περίοδος χειροποίητη ακόμη τότε.
Χώμα, πέτρα, κεραμίδι και κυρίως μαστοριά.
Ο μάστορας που τον έχτιζε, άνθρωπος δουλεμένος, σκούρος απ’ την τριβή του με τον ήλιο, ασταμάτητος δούλευε όλη μέρα.
Παιδεύτηκε πολύ, κυρίως με την πέτρα, για να τον φτιάξει.
Πότε ακριβώς, δεν μούρχεται στο νου. Περίοδος χειροποίητη ακόμη τότε.
Χώμα, πέτρα, κεραμίδι και κυρίως μαστοριά.
Ο μάστορας που τον έχτιζε, άνθρωπος δουλεμένος, σκούρος απ’ την τριβή του με τον ήλιο, ασταμάτητος δούλευε όλη μέρα.
Παιδεύτηκε πολύ, κυρίως με την πέτρα, για να τον φτιάξει.
Τον θυμάμαι που έχτιζε τη βάση. Πέτρα πέτρα χτυπά, τις
σπάζει και χτίζει.
Μια μεγάλη, σχεδόν κοτρώνα, δεν υποχωρεί στα κτυπήματα, αντιστέκεται.
Ήρθε κι άλλος για βοήθεια, με δύναμη κι αυτός. Η πέτρα εκεί, αντιστέκεται.
Πείσμα στο πείσμα. Κουράστηκαν να χτυπούν.
Μια μεγάλη, σχεδόν κοτρώνα, δεν υποχωρεί στα κτυπήματα, αντιστέκεται.
Ήρθε κι άλλος για βοήθεια, με δύναμη κι αυτός. Η πέτρα εκεί, αντιστέκεται.
Πείσμα στο πείσμα. Κουράστηκαν να χτυπούν.
– Φωνάξτε τον Πετράκο, λέει ο ένας. Να μας πει πώς να τη
σπάσουμε.
Αυτός «μιλάει» στις πέτρες.
Ήρθε. Αδύνατος, ξερακιανός και πάντα χαμογελαστός.
Καλός μάστορας στα νιάτα του. Είχε γεράσει πια, δεν δούλευε.
Του δείχνουν την πέτρα. Οι άλλοι έτοιμοι περιμένουν υποδείξεις.
Αυτός «μιλάει» στις πέτρες.
Ήρθε. Αδύνατος, ξερακιανός και πάντα χαμογελαστός.
Καλός μάστορας στα νιάτα του. Είχε γεράσει πια, δεν δούλευε.
Του δείχνουν την πέτρα. Οι άλλοι έτοιμοι περιμένουν υποδείξεις.
Δεν μιλάει. Κοιτά την πέτρα. Τη γυροφέρνει με το βλέμμα.
Σκύβει και παίρνει τη βαριοπούλα. Γονατίζει.
Ένα χτύπημα της μιας ανάσας, σχεδόν χάδι.
Ένα δυνατό κρακ! κι η πέτρα, ρόδι, άνοιξε στα τρία.
Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον μάστορα.
– Η τέχνη ξεπερνάει τη δύναμη, του λέει.
Σκύβει και παίρνει τη βαριοπούλα. Γονατίζει.
Ένα χτύπημα της μιας ανάσας, σχεδόν χάδι.
Ένα δυνατό κρακ! κι η πέτρα, ρόδι, άνοιξε στα τρία.
Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον μάστορα.
– Η τέχνη ξεπερνάει τη δύναμη, του λέει.
Αφήνει απαλά τη βαριοπούλα στο χώμα κι ανάβει τσιγάρο
χαμογελώντας.
Ήρθε και το ρακοπότηρο με το τσίπουρο, το κατέβασε μονοκοπανιά.
Τον είδα σε λίγο να φεύγει στη στράτα.
Τον φαντάστηκα να αφομοιώνεται σχεδόν στο σώμα της πέτρας, να εξαϋλώνεται μέσα στο ζεστό ακόμα απόγευμα και χορεύοντας στο ρυθμό του τσάμικου, να χάνεται στον ουρανό.
Ήρθε και το ρακοπότηρο με το τσίπουρο, το κατέβασε μονοκοπανιά.
Τον είδα σε λίγο να φεύγει στη στράτα.
Τον φαντάστηκα να αφομοιώνεται σχεδόν στο σώμα της πέτρας, να εξαϋλώνεται μέσα στο ζεστό ακόμα απόγευμα και χορεύοντας στο ρυθμό του τσάμικου, να χάνεται στον ουρανό.
Κι ο φούρνος στέκει ακόμα στη θέση του και μου προσφέρεται
πια ως απορία.
Αγέρωχος σκύλος με ανοιχτό το στόμα, πεινασμένος λες δεκαετίες
τώρα, δαγκώνοντας τη σιωπή του.
Εκεί, μια ξεχασμένη λέξη, σφηνωμένη βαθιά στην άθραυστη μνήμη, να διαποτίζει τις στεγνές μου φλέβες.
Εκεί, μια ξεχασμένη λέξη, σφηνωμένη βαθιά στην άθραυστη μνήμη, να διαποτίζει τις στεγνές μου φλέβες.
Είπα να τον ανάψω. Όχι γιατί ήθελα να ψήσω κάτι.
Αλλά να, έτσι, ως κίνηση στοργής ήθελα να τον ταΐσω με τη φλόγα για να ζεσταθεί η εγκατάλειψη. Μνημόσυνο στην μαστοριά των ανωνύμων και στην πέτρινη απουσία τους.
Εύκολα άναψε. Παρακολουθώ σιωπηλός τον καπνό ν’ ανεβαίνει, σαν ανήσυχος γέροντας, στον ουρανό.
Αλλά να, έτσι, ως κίνηση στοργής ήθελα να τον ταΐσω με τη φλόγα για να ζεσταθεί η εγκατάλειψη. Μνημόσυνο στην μαστοριά των ανωνύμων και στην πέτρινη απουσία τους.
Εύκολα άναψε. Παρακολουθώ σιωπηλός τον καπνό ν’ ανεβαίνει, σαν ανήσυχος γέροντας, στον ουρανό.
– Το ψητό για σας είναι; Ακούω κάποιον να φωνάζει από την
αυλόπορτα.
Το παιδί του ντελίβερι. Είχα ξεχάσει ότι είχα παραγγείλει.
– Ναι, του λέω και του κάνω με χέρι να μη φωνάζει δυνατά.
Κοίταξε μια εμένα και μια τον αναμμένο φούρνο.
– Πάντως το κρέας είναι καλά ψημένο, μου λέει, σχεδόν με ειρωνεία…
Το παιδί του ντελίβερι. Είχα ξεχάσει ότι είχα παραγγείλει.
– Ναι, του λέω και του κάνω με χέρι να μη φωνάζει δυνατά.
Κοίταξε μια εμένα και μια τον αναμμένο φούρνο.
– Πάντως το κρέας είναι καλά ψημένο, μου λέει, σχεδόν με ειρωνεία…
Η φωτιά συνέχιζε να πυρώνει τα σπλάχνα του φούρνου.
Το πύρινο βλέμμα της νομίζω ότι με κοίταξε. Με ζύγιζε. Παράπονο και μαχαιριά.
– Τι να κάνω; λέω σηκώνοντας τους ώμους. Ο καθένας στον καιρό του.
Χαμογέλασα αμήχανα.
Το πύρινο βλέμμα της νομίζω ότι με κοίταξε. Με ζύγιζε. Παράπονο και μαχαιριά.
– Τι να κάνω; λέω σηκώνοντας τους ώμους. Ο καθένας στον καιρό του.
Χαμογέλασα αμήχανα.
Τράβηξα το τραπέζι της αυλής στην άκρη κι άπλωσα το ψητό να μην το βλέπει!
Δεν ήθελα να πληγώσω τον άλλο μου εαυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου