ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
- ΛΟΓΟΙ Β΄
[ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ]
[ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ]
Παλιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα.
Αναγκάζονταν οι
άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο.
Ξεκινούσαν λοιπόν μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο
χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο.
Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντήρηση την οικογένεια του.
Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε.
Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντήρηση την οικογένεια του.
Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε.
Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει
δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην
παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα.
Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και
μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε.
Τον έβλεπε ό ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!». Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια.
Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Πάρε το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω πιο φθηνό».
Τον έβλεπε ό ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!». Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια.
Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Πάρε το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω πιο φθηνό».
Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον.
«Έλα, μπάρμπα, μέσα, του έλεγε ο Εβραίος, θα σου το δώσω πιο φθηνό».
Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ό καημένος.
Είχε και λίγο φιλότιμο, σου λέει «τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε…», και δήθεν «για τα παιδιά του πιο φθηνό», έδωσε τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο!
Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει; Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί, έπαιρνε όσο του χρειαζόταν.
«Έλα, μπάρμπα, μέσα, του έλεγε ο Εβραίος, θα σου το δώσω πιο φθηνό».
Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ό καημένος.
Είχε και λίγο φιλότιμο, σου λέει «τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε…», και δήθεν «για τα παιδιά του πιο φθηνό», έδωσε τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο!
Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει; Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί, έπαιρνε όσο του χρειαζόταν.
Τελικά γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα!
«Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει.
Αλλά τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο.
«Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει.
Αλλά τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο.
Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να
δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο!
Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το
σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα!
Αλλά για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε;
Αλλά για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε;
Έτσι κάνει και ό διάβολος, σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει
από ’δω, σε τραβάει από ’κει, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει
να πας εκεί που θέλει εκείνος.
Για αλλού ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν
προσέξεις.
Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.
Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου