- Νοσοκομείο, Τρεις
Τα Ξημερώματα
π. Χρ.
π. Χρ.
Νοσοκομεῖο στήν Ἀθήνα, τρεῖς τά ξημερώματα.
Ὁ ὀρός πέφτει ἀργά, σταγόνα – σταγόνα,
καί μαζί ἀργά κυλᾶ κι ὁ χρόνος, λεπτό – λεπτό, βασανιστικά ἀργός. Ὁ ὕπνος
λιγοστός καί πολύτιμος, πόνος κι ἀναστεναγμός μέσα στή νύχτα καθώς δεκάδες ἄνθρωποι
μένουν ξάγρυπνοι, ἀνήμποροι ἀκόμα νά πιστέψουν αὐτό πού τούς συνέβη.
Μαζί κι οἱ συγγενεῖς, μάνες, πατεράδες καί σύζυγοι, μέ τήν ἀγωνία τῆς αὐριανῆς ἡμέρας, διπλωμένοι ὅπως νά’ναι σέ καρέκλες καί πολυθρόνες, σοκαρισμένοι ἀκόμα ἀπό τό ἀναπάντεχο τῆς ἀρρώστειας ἤ τοῦ ἀτυχήματος, πού ξαφνικά πάγωσε τόν χρόνο.
Μακριά στόν δρόμο ἡ συνεχῆς ροή τοῦ θορύβου τῆς πόλης, θυμίζει ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται γιά τόν ὑπόλοιπο κόσμο.
Μαζί κι οἱ συγγενεῖς, μάνες, πατεράδες καί σύζυγοι, μέ τήν ἀγωνία τῆς αὐριανῆς ἡμέρας, διπλωμένοι ὅπως νά’ναι σέ καρέκλες καί πολυθρόνες, σοκαρισμένοι ἀκόμα ἀπό τό ἀναπάντεχο τῆς ἀρρώστειας ἤ τοῦ ἀτυχήματος, πού ξαφνικά πάγωσε τόν χρόνο.
Μακριά στόν δρόμο ἡ συνεχῆς ροή τοῦ θορύβου τῆς πόλης, θυμίζει ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται γιά τόν ὑπόλοιπο κόσμο.
Ρωγμή στήν ψευδαίσθηση τῆς αἰωνιότητας ἡ ἀσθένεια, ἀκούσια ὑπενθύμιση
τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, γροθιά στήν αὐταπάτη τῆς λήθης πού ὅλοι κυνηγᾶμε.
Ἀνατροπή
σέ ἕνα κόσμο πού θέλει νά παριστάνει τόν ἀθάνατο, πού θέλει νά ξεχνᾶ πώς ὅλα ἐδῶ
σέ αὐτό τόν κόσμο εἶναι πεπερασμένα, πού θέλει νά πιστεύει πώς συνάζοντας ὑλικά
ἀγαθά θά εὐτυχήσει…
Μέσα στόν διάχυτο πόνο τῶν νοσοκομείων πίκρα κι ὁδύνη, μά
μαζί καί θαῦμα!
Ἄνθρωποι ἄγνωστοι ὡς χθές, δίπλα ὁ ἕνας στόν ἄλλο, πάσχοντες καί
συγγενεῖς μονιασμένοι κι ἀλληλέγγυοι.
Ἀνάγκη γιά ἐπικοινωνία, εὐχές, χαμόγελα ἐλπίδας, καρδιακές κουβέντες καί μιά διάθεση στοχαστική.
Ἐδῶ καταργοῦνται οἱ κοινωνικές καί μορφωτικές διαφορές, ὅλοι γίνονται ἴσοι μπροστά στόν πόνο, στήν ἀρρώστεια καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου.
Ἀνάγκη γιά ἐπικοινωνία, εὐχές, χαμόγελα ἐλπίδας, καρδιακές κουβέντες καί μιά διάθεση στοχαστική.
Ἐδῶ καταργοῦνται οἱ κοινωνικές καί μορφωτικές διαφορές, ὅλοι γίνονται ἴσοι μπροστά στόν πόνο, στήν ἀρρώστεια καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου.
Ἀρετή ἡ μνήμη τοῦ θανάτου γιά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί τούς
Ἁγίους μας, ἀρετή πού ὀδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ταπείνωση καί τήν ὄντως ζωή!
Ἄν
θυμόμαστε τόν θάνατο καί ὁμολογοῦμε τήν φθορά, τότε εἴμαστε σέ θέση νά ἐκτιμήσουμε
πολύ περισσότερο τό δῶρο τῆς ζωῆς καί νά δοξολογοῦμε τόν Θεό, νά χαροῦμε κάθε
λεπτό πού ζοῦμε κι ἀναπνέουμε, νά πιστέψουμε στήν Ἀνάσταση.
Πόσο ὄμορφοι γινόμαστε τίς στιγμές τῆς ἀκούσιας ταπείνωσης!
Πόσο κοντά αἰσθανόμαστε τόν διπλανό, πόση ἀνάγκη γιά ἐπικοινωνία ἀποκτοῦμε ξαφνικά! Ἅνθρωποι πού πρίν ἀπό λίγο ζοῦσαν ἀλαζονικά καί ματαιόδοξα, νοιώθουν ἔξαφνα τόν ἐγωϊσμό τους νά καταρρέει καί ἀναγκάζονται νά ἀπλώσουν χέρι στόν συνάνθρωπο.
Οἱ ἀσθενεῖς καί οἱ συγγενεῖς τῶν διπλανῶν κρεββατιῶν, τοῦ διπλανοῦ δωματίου, τοῦ ἄλλου ὀρόφου, ὅλοι γίνονται ”πλησίον”, ὅλοι ταπεινωμένοι μοιράζονται πόνο καί χαρά, ὅλοι νοιάζονται ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, “χαίρουν μετά χαιρόντων καί κλαίουν μετά κλαιόντων”, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Πόσο κοντά αἰσθανόμαστε τόν διπλανό, πόση ἀνάγκη γιά ἐπικοινωνία ἀποκτοῦμε ξαφνικά! Ἅνθρωποι πού πρίν ἀπό λίγο ζοῦσαν ἀλαζονικά καί ματαιόδοξα, νοιώθουν ἔξαφνα τόν ἐγωϊσμό τους νά καταρρέει καί ἀναγκάζονται νά ἀπλώσουν χέρι στόν συνάνθρωπο.
Οἱ ἀσθενεῖς καί οἱ συγγενεῖς τῶν διπλανῶν κρεββατιῶν, τοῦ διπλανοῦ δωματίου, τοῦ ἄλλου ὀρόφου, ὅλοι γίνονται ”πλησίον”, ὅλοι ταπεινωμένοι μοιράζονται πόνο καί χαρά, ὅλοι νοιάζονται ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, “χαίρουν μετά χαιρόντων καί κλαίουν μετά κλαιόντων”, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Κι ὅταν μαθαίνουμε καλά νέα σχετικά μέ τήν ἴασή μας, πόσο αὐθόρμητα
ἔρχεται ἡ δοξολογία στά χείλη μας !
Ἐμεῖς πού πρίν γκρινιάζαμε γιά μικροπράγματα καί νοιώθαμε ἀνικανοποίητοι στήν ζωή μας, χαιρόμαστε στήν ἐλπίδα τῆς ἀποκατάστασής μας καί κάνουμε ὄνειρα γιά πράγματα ἁπλᾶ, καθημερινά. Δίνουμε κρυφές ὑποσχέσεις στόν ἑαυτό μας καί στόν Θεό πώς θά ἀλλάξουμε τήν ζωή μας, ὅτι δέν θά κάνουμε πιά τά ἴδια λάθη, ὅτι θά ἀγαπᾶμε τούς ἄλλους.
Ἐμεῖς πού πρίν γκρινιάζαμε γιά μικροπράγματα καί νοιώθαμε ἀνικανοποίητοι στήν ζωή μας, χαιρόμαστε στήν ἐλπίδα τῆς ἀποκατάστασής μας καί κάνουμε ὄνειρα γιά πράγματα ἁπλᾶ, καθημερινά. Δίνουμε κρυφές ὑποσχέσεις στόν ἑαυτό μας καί στόν Θεό πώς θά ἀλλάξουμε τήν ζωή μας, ὅτι δέν θά κάνουμε πιά τά ἴδια λάθη, ὅτι θά ἀγαπᾶμε τούς ἄλλους.
Γιατί ὅμως ὅταν ἰαθεῖ ἡ ἀσθένεια, οἱ περισότεροι ἐπιστρέφουμε
στήν προηγούμενη κατάσταση; Γιατί δεν διδασκόμαστε ἀπό τήν ζωή καί προτιμοῦμε τήν
λήθη;
Γιατί κλεινόμαστε πάλι στήν ἰδιωτικότητα καί τήν μοναξιά μας καί τό μόνο
πού μᾶς νοιάζει εἶναι ὁ ἑαυτός μας;
Γιατί παύουμε νά θυμόμαστε τήν χαρά τῆς ἐπικοινωνίας πού νοιώσαμε τίς ὥρες τοῦ πόνου;
Γιατί παύουμε νά θυμόμαστε τήν χαρά τῆς ἐπικοινωνίας πού νοιώσαμε τίς ὥρες τοῦ πόνου;
Γιατί χάνουμε τήν εὐκαιρία νά γίνει ἀποκάλυψη ἡ ἐμπειρία μας καί νά προσανατολίσει
τήν ἀκούσια ταπείνωση σέ ἐκούσια;
Κι ἀκόμα, γιατί ξεχνᾶμε τό πόσο ἀνάγκη εἴχαμε νά μᾶς νοιώσουν οἱ ἄλλοι, νά μᾶς ἐπισκεφθοῦν, νά μοιραστοῦμε λιγάκι τήν ὀδύνη μας;
Κι ἀκόμα, γιατί ξεχνᾶμε τό πόσο ἀνάγκη εἴχαμε νά μᾶς νοιώσουν οἱ ἄλλοι, νά μᾶς ἐπισκεφθοῦν, νά μοιραστοῦμε λιγάκι τήν ὀδύνη μας;
Χιλιάδες οἱ ἀσθενεῖς κι οἱ πονεμένοι δίπλα μας. Ἄς μήν τούς
ξεχνᾶμε, γιατί καί μεῖς θά βρεθοῦμε κάποτε στήν θέση τους.
Ἄς θυσιάσουμε λίγο τήν βολεμένη ρουτίνα τῆς καθημερινότητάς μας γιά νά δώσουμε χαρά στίς ἀτέλειωτες ὥρες ἀναμονῆς κι ὑπομονῆς τοῦ διπλανοῦ, ἀλλά καί γιά νά γιά νά σπάσουμε τήν δική μας μίζερη καί ψεύτικη αὐτάρκεια καί νά θυμηθοῦμε τήν φθαρτότητά μας καί τήν ματαιότητα τοῦ βίου.
Ἄς θυσιάσουμε λίγο τήν βολεμένη ρουτίνα τῆς καθημερινότητάς μας γιά νά δώσουμε χαρά στίς ἀτέλειωτες ὥρες ἀναμονῆς κι ὑπομονῆς τοῦ διπλανοῦ, ἀλλά καί γιά νά γιά νά σπάσουμε τήν δική μας μίζερη καί ψεύτικη αὐτάρκεια καί νά θυμηθοῦμε τήν φθαρτότητά μας καί τήν ματαιότητα τοῦ βίου.
Ἀνάσα ζωῆς καί παρηγοριά μεγάλη οἱ λίγες ὧρες συντροφιᾶς γιά
τόν ἀσθενῆ, ἄς τίς προσφέρουμε, ὄχι μιά φορά, τυπικά, ἀλλά ἁπλόχερα, γιά νά νοιώσουμε
τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας: τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε,
οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ
καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με,
ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ
με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με (Ματθ. 25, 34-36).
2φΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου