Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

"Ξανά στη Μερζιφούντα.. "





-  Από τα Απομνημονεύματα του Γεωργίου Ι. Παπάζογλου


Στις 10 Νοεμβρίου 1919, αναχωρήσαμε για τη Σαμψούντα (Αμισό).
Στον δρόμο για την Αμισό περνούμε πρώτα από την Μπάφρα, ανάμεσα όμως στο Τζόρουμ και τη Μπάφρα βρίσκεται η Μερζιφούντα.
Δεν μπορούσα να περάσω από κει και να μην επισκεφθώ το Αμερικανικό Κολέγιο, όπου είχα σπουδάσει 6 χρόνια από το 1909 ως το 1915.
Άφησα τους συνταξιδιώτες μου σε ένα χάνι και έτρεξα στο Κολέγιο, για να δω τον συμπατριώτη και παιδικό φίλο μου Χαράλαμπο Ευσταθιάδη και τον ξάδερφο μου τον Γιάννη Παπαδόπουλο (Ωρωπού).

Ο πρώτος, απόφοιτος του Κολεγίου, δίδασκε τώρα Ιστορία, Γεωγραφία και άλλα, στις κατώτερες τάξεις της Σχολής. Και ο δεύτερος, δούλευε όπως παλιά σαν τεχνίτης στο επιπλοποιείο του Κολεγίου και αργότερα επέβλεπε σαν πρακτικός μηχανικός στις μηχανικές εγκαταστάσεις του νεόκτιστου μεγάλου Αμερικάνικου Νοσοκομείου.
Όταν έφτασα, είχε σκοτεινιάσει και είχαν ανάψει όλα τα φώτα στο χώρο του Κολεγίου.

Πρώτα επισκέφθηκα τον καλό μου φίλο Ευσταθιάδη. Κρατούσε ένα ωραίο σπιτάκι, τριγυρισμένο με ένα μικρό κήπο γιομάτο όμορφα λουλούδια.
Κουβεντιάσαμε εγκάρδια για τα περασμένα και για τα μελλοντικά μας σχέδια, με αρκετή αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
Γνωρίστηκα επίσης με τη νεόνυμφη γυναίκα του, μια Αρμενοπούλα 18 χρονών περίπου, πολύ όμορφη και γλυκομίλητη, που πρόσφατα την είχε παντρευτεί από σφοδρό έρωτα. 
Φαινόντουσαν σαν ταιριαστό ζευγάρι, πολύ ευτυχισμένοι.

Μόνη παραφωνία για την ευτυχία του αντρόγυνου, ήταν τούτο: Είχαν κουβαληθεί από τη Γιοζγάτη στο σπίτι του, ένα σωρό τσούρμο, από το σόι του Ευσταθιάδη και είχαν στριμώξει άγρια τη γυναικούλα του.
Δεν την λογάριαζαν καθόλου κι έκαναν μες στο σπίτι ότι ήθελαν. 
Μπαινόβγαιναν αδιάκοπα και αδιάκριτα σε όλους τους χώρους και δεν άφηναν καμιά πρωτοβουλία ή ησυχία στην κακομοίρα τη νύφη τους.
Και ο άντρας της; Άγιος άνθρωπος! Πού να τολμήσει να τους μιλήσει ή να τους συμμαζέψει.

Μετά δυο μήνες οι Κεμαλικοί τους χώρισαν για πάντα.
Έπιασαν τον φίλο μου και τον κρέμασαν καθώς ανέφερα και αλλού, μαζί με άλλους πατριώτες στην Αμάσεια, για το εθνικό μας Ποντιακό ζήτημα.
Μόνη και απροστάτευτη η Αρμένισσα, ύστερα από τον χαμό του άντρα της και τη γέννηση του παιδιού της, τυραννήθηκε πιο σκληρά ακόμα από το σόι του Ευσταθιάδη. 
Ένας από τους αδελφούς του μάλιστα, ο Τοπάλ Εντάτ, της επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς.
Ευτυχώς όταν ήλθε με την «Ανταλλαγή» στην Ελλάδα, ανταμώθηκε με κάτι πλούσιους και τρανούς Αρμένιους συγγενείς της και βρήκε ολότελα την ησυχία της.
Πρόκοψε επίσης και ο γιος της, ο νεαρός Ευσταθιάδης, σαν ανώτερο Τραπεζικό Στέλεχος.

Αργά το βράδυ, πήγα να δω λίγο τον ξάδερφο μου Γιάννη Παπαδόπουλο.
Με υποδέχτηκε εγκάρδια. Είχε παντρευτεί κι αυτός, μόλις πριν δύο μήνες με την Ραχήλ, μια όμορφη και έξυπνη κοπέλα από τον Πόντο, 18 χρονών περίπου.
Την αγαπούσε πολύ και την φρόντιζε με μεγάλη στοργή, για να ζήσει κοντά του χαρούμενα και ευτυχισμένα.

Ωστόσο, οι γάμοι του Γιάννη με τη Ραχήλ και του Ευσταθιάδη με την Αρμενοπούλα, την ίδια μέρα καθώς μου διηγήθηκε ο πρώτος, είναι ολόκληρη ιστορία.
Μόλις λοιπόν οι Κεμαλικοί στερεώθηκαν στις ανατολικές περιφέρειες της Τουρκίας, άρχισαν να εκτοπίζουνε από τα παράλια τους Πόντιους οικογενειακώς, προς το εσωτερικό της Μικρασίας.
Από μια φάλαγγα προσφύγων που περνούσε από τη Μερζιφούντα, όπου οι Κεμαλικοί δεν είχαν φτάσει ως εκεί ακόμα, οι Αμερικάνοι σαν κυρίαρχοι, γλίτωσαν από τα χέρια των Τούρκων αρκετές κοπέλες και κάτω από την προστασία τους, τις έκρυψαν στο Κολέγιο των κοριτσιών, δίνοντας τους να κάνουν και κάποια δουλειά.
Την Ραχήλ την έβαλαν να μαθαίνει στα κορίτσια εργόχειρο και την Αρμενοπούλα να βοηθάει στο μαγειρείο.

Μια μέρα λοιπόν, ο Πασάς Διοικητής της Μερζιφούντας, πήγε στα Κολέγια των αγοριών και των κοριτσιών για επιθεώρηση.
Στο τέλος, ξεχώρισε από τις πιο όμορφες κοπέλες, τη Ραχήλ και την Αρμενοπούλα και τις πήρε μαζί του στο σπίτι του, για να πλουτίσει το χαρέμι του.
Αμέσως τότε, κινήθηκε ο Διευθυντής του Κολεγίου Dr White, για να σώσει τις δύο κοπέλες. 
Βρήκε τον Ευσταθιάδη και τον Γιάννη και τους έστειλε με έναν Αμερικάνο στον Πασά, για να του ζητήσουν επίμονα να τους επιστρέψει τις κοπέλες, με την αιτιολογία ότι είναι αρραβωνιαστικιές τους και πρόκειται να τις παντρευτούν πολύ σύντομα.

Έπιασε το κόλπο. Ο Πασάς δεν τόλμησε να πει «όχι», γιατί οι Κεμαλικοί ήσαν ακόμα μακριά και οι Αγγλο-Αμερικάνοι είχαν το «βέτο» και αρκετή δύναμη στην Πόλη και στη λοιπή Τουρκία.
Έτσι, επέστρεψε με κρύα καρδιά τις δύο κοπέλες, απείραχτες.

Στο μεταξύ, οι φίλοι μας ο Ευσταθιάδης και ο Παπαδόπουλος θαμπώθηκαν από την ομορφιά των κοριτσιών.
Φυσικά και ο ρόλος που έπαιξαν για τη σωτηρία τους, τους έφερε αισθηματικά πολύ κοντά και τους ένωσε με βαθιά και τρυφερή αγάπη, που είχε σαν αποτέλεσμα να ενωθούν αμέσως και με τα δεσμά του γάμου, για να ζήσουν πια μαζί αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι.

Όλα αυτά, έγιναν βέβαια με τη συμπαράσταση του Διευθυντή, του Dr White, που για να ενισχύσει και οικονομικά τον Γιάννη, τον διόρισε μηχανικό πάνω στα καλοριφέρ και στο ασανσέρ του Αμερικάνικου Νοσοκομείου, αφού προηγουμένως τον έμαθε τη λειτουργία και το χειρισμό των μηχανημάτων του, πράγμα που έσωσε αργότερα τη ζωή του αντρόγυνου.
Όταν οι Κεμαλικοί έπιασαν πολλούς από το Κολέγιο και τους κρέμασαν για το Ποντιακό εθνικό ζήτημα, όχι μόνο δεν πείραξαν τον Γιάννη, αλλά και τον κράτησαν σαν μηχανικό στη θέση του με καλό μισθό, γιατί τον χρειαζόντουσαν στο Νοσοκομείο και δεν υπήρχε τότε κανένας Τούρκος που να καταλάβαινε από τέτοιες μηχανές.

Αν και δεν ξέραμε τότε τι θα επακολουθήσει, με την κουβέντα και την καλή παρέα, φάγαμε, ήπιαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά και πολύ αργά το βράδυ επέστρεψα στο Χάνι, για να ανταμώσω τους συνταξιδιώτες μου και να περάσω τη νύχτα μαζί τους.
Νωρίς το πρωί, συνεχίσαμε το ταξίδι μας.



2φΑ






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου