Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
- από το βιβλίο του, ''Ας φυσά τώρα''
- από το βιβλίο του, ''Ας φυσά τώρα''
Είχα έναν φίλο
που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά.
Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου,
ούτε με το πρώτο σοκ
ούτε μετά - στις εκκλησίες και στους τάφους.
Ήταν κλειστός σαν πέτρα,
γιατί την αγαπούσε πολύ.
γιατί την αγαπούσε πολύ.
Το βράδυ
που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι
(σχεδόν τους έδιωξε),
εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο.
που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι
(σχεδόν τους έδιωξε),
εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο.
Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά.
Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του
μια μέρα πριν πεθάνει.
Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του
μια μέρα πριν πεθάνει.
Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει.
Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά:
η οικειότητα αυτής της γεύσης.
Το ρύζι, η ντομάτα,
το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος,
αυτό το μείγμα
που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.
Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα.
η οικειότητα αυτής της γεύσης.
Το ρύζι, η ντομάτα,
το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος,
αυτό το μείγμα
που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.
Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα.
Έκλαιγε κι έτρωγε, σιγά - σιγά,
για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του.
για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του.
Μέχρι που τέλειωσαν...
fb - Emmanuel Psarras
2fA
2fA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου