Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

"Σήκω παιδί μου ορθός.. "

 





Ο Άγιος Διονύσιος


-  ΚΙ ΑΓΙΑΖΕΙ Ο ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΑΜΑΡΤΑΝΕΙ
[Από το προσωπικό blog του π. Θωμά Ανδρέου]


Ζάκυνθος  1581… Στο όμορφο νησί του Ιονίου, βροχερή η νύχτα, αστράφτει και βροντά…
Στο μοναστήρι της Αναφωνήτρας, μια σκιά μέσα στην ταπεινή Εκκλησία προσεύχεται μπρος στην Θαυματουργή Εικόνα της Κυράς! 

Ένας ταπεινός καλόγερος, η μορφή του οποίου φωτίζεται αχνά από το αναμμένο καντήλι…
Τα γεροντικά χέρια υψωμένα , η φωνή του χαμηλή, ίσα να την ακούει η Μεγάλη Κυρά!
Ο ταπεινός καλόγερος, είναι ο Επίσκοπος Αιγίνης Διονύσιος, το αρχοντόπουλο της οικογένειας Σιγούρων, που πολλά χρόνια πριν είχε ανταλλάξει τα φθαρτά με τα άφθαρτα, τα γήινα με τα ουράνια, τα πρόσκαιρα με τα αιώνια…

Εφησυχάζει στο νησί του ο γέροντας Επίσκοπος.
Προσεύχεται για κείνον και για όλους. Άφησε τον δεσποτικό θρόνο και κάθισε σε στασίδι καλογερικό, δίπλα στον Θρόνο της Κυράς Αναφωνήτρας.
Εκείνη την νύχτα, η ψυχή του ήταν ταραγμένη.
Προσευχόταν μυστικά στην Παναγιά, αφήνοντας σε Εκείνην όλες του τις ελπίδες, ζητώντας Της να τον έχει στην Σκέπη Της…

Ξάφνου, κτύποι δυνατοί διακόπτουν την θερμουργό προσευχή του Επισκόπου. Κάποιος χτυπά, θαρρείς  απεγνωσμένα την παλιά ξύλινη πόρτα της Μονής…
Ποιος τέτοια ώρα θα έφτανε, με τέτοιο καιρό πάνω στα έρημα βουνά;
Κυρία Θεοτόκε βοήθει μοι, ψέλλισε ο γέροντας και αψηφώντας την βροχή που έπεφτε με δύναμη πάνω του, πλησίασε και άνοιξε την μοναστηρόπορτα.

Μια σκιά, εμπρός του, με μάτια κατακόκκινα…
- Σώσε με γέροντα! Λυπήσου με, με κυνηγάνε να με σκοτώσουν…
Ο Γέροντας παραμέρισε και η σκιά προχώρησε στην αυλή της Μονής.
Ο άνθρωπος που βρισκόταν μπροστά του, γύρισε και τον κοίταξε και ο επίσκοπος στα μάτια του διέκρινε τον τρόμο…
- Σώσε με γέροντα, κρύψε με σε ικετεύω… με κυνηγούν να με σκοτώσουν...

Ο Επίσκοπος, τον έπιασε από το χέρι και γοργά τον οδήγησε μες στην Εκκλησία…
Άνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα.
Ο άγνωστος άνδρας, σωριάστηκε σε ένα στασίδι και ο Επίσκοπος έψαξε να βρει ένα κερί, να ρίξει φως στο σκοτάδι του καθολικού…
Βρήκε το κερί και πλησίασε να το ανάψει από την καντήλα της Μεγάλης Κυράς… Ταράχτηκε…
Στο χέρι του διέκρινε αίματα! Ένας φόβος κυρίευσε την ψυχή του… ποιος ήταν αυτός που ξέπνοος βρισκόταν κοντά του;
Κοίταξε την εικόνα της Παναγίας και Εκείνη σαν να του χαμογέλασε, σαν να του πε: μην φοβάσαι, εγώ είμαι κοντά σου…

Πλησίασε, τον άγνωστο άνδρα… το πρόσωπο του, ίδιο μ’ αυτό του αγριμιού.
Τα ρούχα του σκισμένα… τα χέρια του έσταζαν αίμα…
- Τι σου συμβαίνει παιδί μου… τι έκανες; ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο ασκητής επίσκοπος.
- Σκότωσα άνθρωπο Δέσποτα! μονολόγησε ο φονιάς.
Σκότωσα άνθρωπο και το αίμα του κυλά από τα χέρια μου…
Σε ικετεύω , φτάνει σε λίγο το απόσπασμα… μην με παραδώσεις….

- Δεν ξέρεις παιδί μου, πως και να ξεφύγεις από τους ανθρώπους δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγεις από τα μάτια του Θεού; Μετανόησε, κλάψε ζήτησε το έλεος του Θεού…
- Μετανοώ Δέσποτα… Ήμαρτον.. , συγχώρεση γυρεύω… Το αίμα του ανθρώπου που άδικα σκότωσα δεν πρόκειται ποτέ να φύγει από τα χέρια μου…
Τα δάκρυα του φονιά στάλαξαν πάνω στα ματωμένα χέρια…
Δάκρυα που προσπαθούσαν να ξεπλύνουν το αίμα του φονεμένου και ο φονιάς  ξέσπασε σε αναφιλητά…

Μια αστραπή φώτισε για λίγο το καθολικό της Μονής, δεν στάθηκε όμως ικανή να δει το χλομιασμένο πρόσωπο του Επισκόπου ο φονιάς!
Η βροντή που ακολούθησε κάλυψε την γεροντική φωνή του, όταν τα χείλη του ψιθύρισαν: Θεέ μου….
Ο Επίσκοπος , έστρεψε τα μάτια του στο Άγιο Βήμα.
Πίσω από την Αγία Τράπεζα, βρισκόταν ο Εσταυρωμένος Χριστός…
Ένα δάκρυ κύλισε στις παρειές του και έγινε προσευχή για τον άγνωστο αδικοσκοτωμένο.
Ξάφνου, φωνές και κτυπήματα στην πόρτα!

Κίνησε ο Επίσκοπος με δυσκολία να πάει προς τα εκεί, όταν ο  φονιάς του μίλησε:
- Δέσποτα , σε ικετεύω… μην με παραδώσεις …
- Έλα μαζί μου, του είπε ο Επίσκοπος.
Τον έκρυψε σε ένα δωμάτιο σκοτεινό…  Τα κτυπήματα στην πόρτα πλήθαιναν…
Οι φωνές δυνάμωναν…. Ο Επίσκοπος άνοιξε την θύρα της Μονής που πριν λίγο είχε ανοίξει για να μπει μέσα ο φονιάς!
Ένα μπουλούκι οπλισμένων μπήκε μέσα στο μοναστήρι…
Κάποιοι κρατούσαν πυρσούς αναμμένους στα χέρια…
Οι πρώτοι έσκυψαν και φίλησαν με σεβασμό το χέρι του Αρχιερέως…

- Τι συμβαίνει παιδιά μου; τους ρώτησε ατάραχος ο Γέροντας Αρχιερεύς…  
Σαν να διέκρινε στα μάτια τους, μιαν ανείπωτη θλίψη, σαν να κοιτούσε ο ένας τον άλλον, ποιος θα μιλήσει και τι θα πει…
- Σεβασμιότατε, έγινε φονικό! Ακολουθούμε τον φονιά πολλή ώρα τώρα…
Δεν θα γλυτώσει, είμαστε κοντά του! μίλησε ένας από το απόσπασμα.
Ο τρομαγμένος φονιάς άκουγε με κομμένη την ανάσα του, κρυμμένος πίσω από τον τοίχο του δωματίου. Αν κάποιος μπορούσε να δει το πρόσωπο του θα ’βλεπε τον ιδρώτα να κυλά παραβγαίνοντας με τα δάκρυά του…

- Σεβασμιότατε, συνέχισε ο σκληροτράχηλος στρατιώτης, φονεύτηκε ο Κόντες Κωνσταντίνος Σιγούρος, ο αδελφός σας….
Ο Γέροντας Επίσκοπος παραπάτησε… Ο κρυμμένος φονιάς λύγισε και κάθισε κάτω ακούγοντας τα λόγια του στρατιώτη…

Ο Επίσκοπος Διονύσιος, είχε κρύψει χωρίς να το γνωρίζει, τον φονιά του αδελφού του…
Για μια στιγμή, πέρασαν από το μυαλό του, εικόνες των παιδικών τους χρόνων, τότε που ανέμελα μικρά παιδιά τρέχανε και παίζανε μαζί, και όταν ένας σκόνταφτε και έπεφτε, έτρεχε ο άλλος να τον σηκώσει…
Το αίμα που είχε στα χέρια του, όταν έπιασε το χέρι του φονιά, ήταν του αδελφού του…
Ο φονιάς ήταν λίγο παραδίπλα και η ανθρώπινη δικαιοσύνη εμπρός του….
Για μια στιγμή μόνο πήγε να μιλήσει η πονεμένη λογική…
Όμως την συγκράτησε η υπέρβαση της συχώρεσης… - μιας συχώρεσης που μόνον ο Χριστός είχε δείξει πάνω στο σταυρό Του…

- Δεν άκουσα παιδιά μου τίποτε… δεν είδα κάτι…
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει… Τα δάκρυα, έπνιξαν την φωνή του….
Τέτοια τους λέει στενάζοντας και το χρυσό του στόμα, που αφότου επρωτολάλησε δεν είπε ψέμα ακόμα, εψεύτηκε πρώτη φορά! Την παρθενιά του χάνει κι αγιάζει ο αναμάρτητος την ώρα που αμαρτάνει!

Οι στρατιώτες, δεν άντεχαν να βλέπουν τον σεβάσμιο Αρχιερέα να κλαίει…
Ένας, ένας κίνησαν να βγαίνουν από το μοναστήρι, να συνεχίσουν να ψάχνουν τον φονιά…
Έμεινε μόνος ο γέροντας Επίσκοπος…
Έκλεισε πίσω του την πόρτα. Είχε πει ψέματα, πρώτη φορά στην ζωή του, για να σώσει εκείνον που αφαίρεσε την ζωή του αδελφού του…
Πλησίασε το δωμάτιο όπου βρισκόταν ο φονιάς. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε.

Στην θέα του γέροντος Επισκόπου, ο φονιάς έπεσε κουβάρι στα πόδια του…
Φιλούσε τα χέρια του και με λυγμούς ζητούσε συχώρεση από τον Θεό και από τον άνθρωπο του Θεού… Ο Επίσκοπος, εκείνη την ώρα σκέφθηκε τον Χριστό…
Σε Εκείνον είχε αφιερώσει ολάκερη την ζωή του.
Ο πεσμένος μπρός στα πόδια του φονιάς, ζητούσε έλεος…
Θυμήθηκε έναν άλλον φονιά, έναν ανώνυμο μετανιωμένο ληστή να ζητά την συχώρεση από τον Εσταυρωμένο Χριστό….

- Σήκω παιδί μου ορθός, είπε στον πεσμένο κατάχαμα φονιά ο Επίσκοπος.
Εκείνος, σωστό ερείπιο, στάθηκε όρθιος και κοίταξε τα δακρυσμένα μάτια του σεβάσμιου Επισκόπου. Στα μάτια εκείνα, βρήκε την συγχώρηση, στα μάτια εκείνα αντίκρισε την αγάπη…

Τον οδήγησε σε ένα άλλο δωμάτιο. Του έδωσε ρούχα να αλλάξει τα ματωμένα.
Του έδωσε λίγα χρήματα από τα ελάχιστα που είχε πάνω του, του έδειξε τον δρόμο για να σωθεί φθάνοντας στην ακρογιαλιά, όπου μια μικρή βάρκα θα τον έσωζε από το απόσπασμα που τον κυνηγούσε…
Του άπλωσε το χέρι και ο φονιάς το καταφίλησε, με τα δάκρυα της ευχαριστίας προς εκείνον που του έδειξε τι σημαίνει έλεος, συγχώρεση, αληθινή αγάπη…
Μόνο φεύγοντας, γύρισε το κεφάλι και είδε στην πόρτα της Μονής την μαύρη  φιγούρα να ξεμακραίνει, ένα ευχαριστώ ξέφυγε από τα χείλι του προς τον καλόγερο-επίσκοπο στον οποίο χρωστούσε την ζωή του, την στιγμή που είχε αφαιρέσει την ζωή από τον αδελφό του…

 

ieratikoistoxasmoi

fb - Panteleimon Krouskos
2fA





Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου