Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

"Ύμνον τη Ταφή Σου.. "

 



ΜΠΑΝΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

-  "ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ"




2φΑ


"Σαν ανεμώνες "

 



-  Άγγελος Σικελιανός

….   Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

 

snhell

v-pC
2fA



"Μυρολόι και κλάμα "

 



ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ


-  Γράφει ο λόγιος Γυμνασιάρχης της Καλύμνου Γιάννης Κλ. Ζερβός,
συγγραφέας και ποιητής – "Δωδεκανησιακό Αρχείο", 1957:

Το μυρολόι της Μεγάλης Πέμπτης

Το μυρολόι αυτό το λένε γυναίκες - κόρες τη Μ. Πέμπτη, αγρυπνώντας και μοιρολογώντας προ του Εσταυρωμένου.
Σώζονται διάφορες παραλλαγές στίχων και του μέλους.
Τους παρακάτω στίχους τους άκουσα με τον παλαιότερο σκοπό από την αείμνηστη Καλογριά, τη μάνα του περίφημου ιεροψάλτη Παπατσουγκράνη.
Σε μιαν άλλη παραλλαγή τόσο στους στίχους, όσο και στο μέλος, άκουσα τό Μυρολόι του Χριστού μια μέρα του καλοκαιριού, οπού κατεβαίνοντας από την Κυρά Ψηλή προς τα Πεζώντα, με τα παιδιά κι' ανίψια μου, το λέγανε δυο καλόφωνες κόρες, που ήταν μαζί μας.
Καλοκαίρι, φως και ήλιος, και όμως αισθανόσουν, πως το λυπητερό μέλος σα να 'βγαινε μες από την καρδιά της φύσης των βουνών.
Σα να θρηνολογούσε το βαθύ τους σπλάχνο, έτσι μας άγγιζε το μυρολόι.
Σε άλλη παραλλαγή το μυρολόι έχει δημοσιευθεί στο παλαιό περιοδικό «'Εστία» το 1889 (;) από τον αδερφό μου Γεράσιμο, μακαρίτη.





fb - Emmanuel Psarras
2fA





Μια άλλη παραλλαγή, υπάρχει δημοσιευμένη στη σελίδα Μυριόβιβλος:

Δημοτικό τραγούδι  -  ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟ ΚΛΑΜΑ
[Τραγουδιέται από μαυροφόρες γυναίκες, στην Κάλυμνο,
στην αγρυπνία της Μεγάλης Παρασκευής.]

 

Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφον,
η Παναγιά εκάθητο μόνη και μοναχή της,
Την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
'κούει βρονταίς, ΄κούει στραπαίς και οντηραίς μεγάλαις·
άγια βώδια σφάζουσιν ή πρόβατα συζεύγουν;
Χύνει να δη την πόρτα της να δη την γειτονιά της.
Θωρεί πάνω, θωρεί κάτω, θωρεί, ψυχή δεν βλέπει·
θωρεί τον ουρανόν θαμβόν και τ' άστρα βουρκωμένα
το φεγγαράκι τάγλαμπρόν στο αίμα βουτηγμένον.

Και πάλι κι ανατήρησε θωρεί τον άϊ-Γιάννη(1) ,
θωρεί τον και κατέβαινε κλιαμένον και δαρμένον,
κι εκράτει μεσ' την χείρα του μανδήλι ματωμένον
κι εκράτει και στην άλλη του μαλλιά της κεφαλής του
κι εκράτει και στα νύχια του κρέας του μαγουλού του.
Κι η Παναγιά τον ερωτά κι η Παναγιά του λέγει:
- Άϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του Γυιού μου,
δεν είδες το παιδάκι μου και τον μονογενή μου;
- Δεν έχω στόμα να σου πω, χείλη να σου μιλήσω
και σιδερένια σωτικά να σου το μολογήσω.
Θωρείς το κείνο το βουνό, το υψηλό, το μέγα
πούχει την μαύρη γη κορφή, τον ουρανόν παντέρα;
Εκεί τον έχουν οι 'βριοι εξόγκωνον δεμένον
σαν κλέπτη τον επιάσανε, σαν πόρνο τον κρατούσι
σαν να χωρίζη αντρόγυνο εκεί τον τυρανούσι.
Βγάζουν τον χρυσοσκούφιον και βάζουν του αγκαθένιο.
Βγάζουν το χρυσοζώναρον και βάζουντου τον βάτον.
Βγάζουν τα χρυσοπάπουτσα και βάζουν του τσαρούχια.

Η Παναγιά σαν άκουσε λιγοθυμιά της ήλθε.
Σταμνιά νερό την 'πηρετούν τρία κανιά τον μόσχον
και έξη το ροδόσταμον ώστε που να συμφέρη.
Κι η Παναγιά συνέφερε κι αυτόν τον λόγον είπεν:
- Ας έλθ' η Μάρθα, η Μαριά και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου (1) η αδελφή και η άλλη Αλισάβη,
και πάμε να τον πάρωμεν προτού μας τον σταυρώσουν
και πριν του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε σ' ένα μικρό βρυσάκι,
κι εδίψασεν η Παναγιά 'σκύψεν να πιη λιγάκι·
'κούει χαλκιά κι ηχάλκευε χαλκιά με τα παιδιά του,
χαλκιά με τη γυναίκα του και με τη φαμιλιά του
- Μωρή μωρέ ατσίγγανε, ήντανε αυτά που κάνης,
- ’Βριοί μου παραγγείλασι περόνια να τους κάμω.
Εκείνοι μούπαν τέσσερα και εγώ τους κάνω πέντε
τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια
και τ' άλλο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του
να τρέξη αίμα και νερό να λιγωθή η ψυχή του.
- Μωρή μωρέ ατσίγγανε ψωμί να μην χορτάσης
ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ να μην αλλάξης:
μωρή μωρέ ατσίγγανε δείξε μου τον υιόν μου.
Για δείξε μου τον γιόκα μου και τον μονογενή μου.
- Θωρείς εκείνο το βουνό το υψηλό το μέγα
πούχει την μαύρη γην κορφή τον ουρανόν παντέρα;
Εκεί τον έχουνε οι 'βριοί εξόγκωνον δεμένον.

Ώραις η Παναγιά 'κλαίεν, ώραις και μοιρολόγα
στρατί, στρατί το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι·
το μονοπάτ' τους έβγαλεν εις του ληστού την πόρταν
βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
τα έρημα παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα,
κι έδεσε τα χεράκια της την πόρτα παρεκάλει:
- Άνοιξε πόρτα του βριού και πόρτα του Πιλάτου!
Κι η πόρτα απ' τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Μπαίνει πάνω η Παναγιά καθίζει στο κρεββάτι.
- Παρακαλώ σε Μωϋσή, δείξε μου τον υιόν μου.
- Θωρείς τον κείνον τον χλωμόν, κείνον τον κιτρινιάρην;
Εκείνος ειν' ο γιόκας σου και ο μονογενής σου,
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε λιγοθυμιά της ήλθε:
- Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ κρημνόν για να κρημνίσω
κι ένα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω.

Χριστός απολογήθηκεν όπου 'ταν σταυρωμένος.
- Μάνα μου σαν πνιγής εσύ, πνίγονται κι άλλαις μάναις
άμε, μάνα στο σπίτι μας και στο αρχοντικό μας
και πίνε άδολο κρασί κι αφράτο παξιμάδι,
να φαν μανάδες με παιδιά, παιδιά δίχως μανάδες
και τα καλά τ' αντρόγυνα με τους καλούς των άνδρες,
μάνα το μέγα Σάββατο που παίζουν οι καμπάναις
τότε και συ μανούλα μου θα 'δης χαραίς μεγάλαις.

(1) Η παράδοση συγχέει τον Ευαγγελιστή Ιωάννη με τον Πρόδρομο.

 

myriobiblos – 2fA



                                                                                                  
                               














Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

"Ο Θεός είναι αγάπη "

 



Ernesto Cardenal  -  Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ


Κι εμείς επίσης είμαστε αγάπη,
επειδή είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα
και καθ’ ομοίωση δική Του.
Η έλλογη ύπαρξή μας είναι ένας και μόνο πόθος, ένα και μόνο πάθος,
η δίψα και η κραυγή για αγάπη.
Ό,τι δεν έχει νοθευτεί μέσα μας είναι αγάπη.
Οντολογικά είμαστε αγάπη.

Και ο Θεός, όπως κι εμείς, είναι μια κραυγή αγάπης,
ένα απόλυτο πάθος και απόλυτη δίψα για αγάπη.
Η αγάπη είναι ο λόγος της ύπαρξής μας.
Και αυτή η αγάπη του Θεού είναι ίδια με τη δική μας,
και δεν έχει τέλος, όπως και η φωτιά της κολάσεως.
Είναι μια δίψα που δεν μπορεί ποτέ να σβήσει, επειδή όσο πίνουμε
τόσο πιο πολύ λαχταράμε.

Και μέσα στην ύπαρξή μας, μέσα σε όλες μας τις κινήσεις,
κρατάμε την ανάμνηση του Θεού, στον οποίο έχουμε τη ρίζα μας,
ακόμα κι όταν είμαστε πολύ μακριά Του.
Είμαστε σαν πλάσματα της θάλασσας,
που ακόμα κι όταν έχουν πια μεταφερθεί μακριά της, σε κάποιο εργαστήριο,
κρατούν την ανάμνησή της
και συνεχίζουν να κινούνται με τον ρυθμό των κυμάτων της.

Ο Πατέρας δεν γνωρίζει ανάπαυση μέχρι η κτίση, σαν τον άσωτο υιό,
να επιστρέψει σ’ Εκείνον.
Λαχταρά για μας με απέραντη νοσταλγία·
και το Άγιο Πνεύμα είναι ο αναστεναγμός αυτής της λαχτάρας.

 

ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ  ΤΟΠΟΣ

2φΑ


"Αφήγηση των γεγονότων του Μυστικού Δείπνου "

 



ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Ίδρυμα Νεότητος και Οικογένειας
Ι. Α. Αθηνών

Με τον π. Ζήση Κτενίδη
και την Πρεσβυτέρα Αναστασία
με τον Κωνσταντίνο και τον Παναγιώτη

Μουσική: Αναστασία Χατζηπαύλου
Εικόνες από το Αρχείο Ξενοφώντα Μπόκου




2φΑ


Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

"Θλίψη σιωπηλή "

 



ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Χαλίλ Γκιμπράν  -  από "ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ"


Φίλοι μου, θυμάστε την αυγή της νιότης με χαρά και λυπάστε για το τελείωμα της· εγώ όμως τη θυμάμαι σαν τον φυλακισμένο που αναθυμάται τα σίδερα και τα δεσμά της φυλακής του.
Εσείς μιλάτε για κείνα τα χρόνια που είναι ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στη νιότη, σα μια χρυσή εποχή γεμάτη ελευθερία από τους περιορισμούς και τις έγνοιες, ενώ εγώ ονομάζω τα χρόνια εκείνα εποχή θλίψης σιωπηλής που είχε έρθει σα σπόρος μέσα στην καρδιά μου και μεγάλωσε μαζί της και δεν μπορούσε να βρει κανένα άνοιγμα προς τον κόσμο της γνώσης και της σοφίας, μέχρι τη μέρα που ήρθε η αγάπη κι άνοιξε τις πύλες της καρδιάς μου και φώτισε κάθε της γωνιά.

Η αγάπη μου έδωσε τότε και γλώσσα και δάκρυα.
Εσείς θυμάστε τους κήπους και τα πάρκα και τις κρυφές γωνιές των δρόμων που στάθηκαν μάρτυρες των παιχνιδιών σας κι άκουσαν τα αθώα ψιθυρίσματά σας· κι εγώ θυμάμαι, επίσης, το όμορφο εκείνο μέρος στο Βόρειο Λίβανο.
Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου βλέπω και ξαναβλέπω εκείνα τα λιβάδια τα γεμάτα μαγεία και μεγαλοπρέπεια, και κείνα τα βουνά τα γεμάτα δόξα και μεγαλείο που προσπαθούν να φτάσουν στον ουρανό.
Κάθε φορά που κλείνω τα αφτιά μου στο θόρυβο της πόλης ακούω το μουρμουρητό των ρυακιών και το θρόισμα της φυλλωσιάς των δέντρων.

Όλες εκείνες οι ομορφιές, που γι' αυτές τώρα μιλώ, και που λαχταρώ να ξαναδώ, όπως ένα μικρό παιδί λαχταρά την αγκαλιά της μάνας του, είχαν πληγώσει το πνεύμα μου, που ήταν αιχμάλωτο μέσα στο σκοτάδι της νιότης, σαν το γεράκι που υποφέρει μέσα στο κλουβί του, όταν βλέπει ένα κοπάδι πουλιά να πετούν ελεύθερα στον ανοιχτό ουρανό.
Εκείνα τα λιβάδια και οι λόφοι φλόγιζαν τη φαντασία μου, αλλά σκέψεις πικρές έπλεκαν γύρω από την καρδιά μου ένα δίχτυ απελπισίας.
Κάθε φορά που έβγαινα να περπατήσω στους αγρούς, γύριζα απογοητευμένος, χωρίς να μπορώ να καταλάβω την αιτία της απογοήτευσής μου.
Κάθε φορά που κοίταζα τον γκρίζο ουρανό ένιωθα την καρδιά μου να σφίγγεται.
Κάθε φορά που άκουγα το τραγούδι των πουλιών και τους φλύαρους θορύβους της Άνοιξης υπόφερα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω την αιτία.

Λένε ότι η αδιαφορία κάνει τον άνθρωπο αδειανό και ότι αύτη η αδειοσύνη τον κάνει ξέγνοιαστο. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια για κείνους που γεννήθηκαν νεκροί, αλλά το ευαίσθητο αγόρι που αισθάνεται πολύ και γνωρίζει λίγο, είναι το πιο άτυχο πλάσμα, γιατί βρίσκεται ανάμεσα σε δυο δυνάμεις.
Η πρώτη δύναμη το ανυψώνει και του δείχνει την ομορφιά της ύπαρξης μέσα από ένα σύννεφο ονείρων· η άλλη το κρατά δεμένο στη γη και γεμίζει τα μάτια του με σκόνη και το δυναστεύει με τον φόβο και το σκοτάδι.
Η μοναξιά έχει απαλά σα μετάξι χέρια, αλλά με τα δυνατά της δάχτυλα αρπάζει την καρδιά και την κάνει να πονεί από τη θλίψη.
Η μοναξιά είναι ο σύμμαχος της θλίψης, όπως ακριβώς είναι και ο σύντροφος της πνευματικής έξαρσης.

Η ψυχή του αγοριού που δοκιμάζει το βάσανο της θλίψης είναι σαν ένας άσπρος κρίνος που μόλις ξεδιπλώνεται.
Τρέμει μπροστά στην πρωινή αύρα κι ανοίγει την καρδιά του στην αυγή της μέρας και μαζεύει πάλι τα φύλλα του, όταν πέφτει η σκιά της νύχτας.
Αν το αγόρι αυτό δεν έχει διασκέδαση, φίλους ή συντρόφους στα παιχνίδια του, η ζωή του θα είναι σα μια στενή φυλακή όπου δε βλέπει τίποτα άλλο από τους ιστούς της αράχνης και δεν ακούει τίποτα άλλο από το σούρσιμο των εντόμων.

Η θλίψη εκείνη που με κράταγε στη νιότη μου δεν είχε σαν αιτία την έλλειψη διασκέδασης, γιατί διασκέδαση θα μπορούσα να έχω· ούτε την έλλειψη φίλων, γιατί και φίλους θα μπορούσα να έχω.
Η θλίψη εκείνη είχε σαν αιτία μια εσώτερη αδυναμία που μ' έκανε να αγαπώ τη μοναξιά.
Και σκότωνε μέσα μου την τάση για διασκέδαση και παιχνίδια.
Έκοβε από τους ώμους μου τα φτερά της νιότης και με μεταμόρφωνε σε μια λιμνούλα νερού πάνω στο βουνό, που καθρέφτιζε στα ήρεμα νερά της τις σκιές των πνευμάτων, και τα χρώματα των διαβατικών σύννεφων και των δέντρων, αλλά που δεν μπορούσε να βρει ένα πέρασμα για να κατέβει τραγουδώντας προς τη μεγάλη θάλασσα.

Τέτοια ήταν η ζωή μου μέχρι τη μέρα που έγινα δεκαοχτώ χρονών.
Η χρονιά εκείνη είναι σα μια βουνοκορφή στη ζωή μου, γιατί τότε ξύπνησε μέσα μου η γνώση και μ' έκανε να καταλάβω τη σκληρή μοίρα της ανθρώπινης ζωής.
Τη χρονιά εκείνη ξαναγεννήθηκα και κατάλαβα, πως αν ένας άνθρωπος δεν ξαναγεννηθεί, η ζωή του θα είναι σαν ένα άγραφο φύλλο στο βιβλίο της ύπαρξης.
Τη χρονιά εκείνη είδα τους αγγέλους του ουρανού να μ' αντικρίζουν μέσα από τα μάτια μιας όμορφης κοπέλας. αλλά είδα και τους δαιμόνους της κόλασης να λυσσομανούν στην καρδιά ενός κακού ανθρώπου.

Αυτός που δε βλέπει τους αγγέλους και τους δαιμόνους στην ομορφιά και στην κακία της ζωής, θα βρίσκεται πολύ μακριά από τη γνώση και το πνεύμα του θα είναι άδειο από αγάπη.

 

pranchris - 2φΑ


Τρίτη 27 Απριλίου 2021

"Αγγελικός βίος "

 



ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

-  Ἅγιος Μάξιμος, ο Ὁμολογητής


- Θεὸς ἐκ φύσεως ἀγαθὸς καὶ ἀπαθής, ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξίσου ὡς δημιουργήματά Του, ἀλλὰ τὸν ἐνάρετο τὸν δοξάζει ἐπειδὴ ἀποκτᾶ καὶ τὴν γνώση, ἐνῶ τὸν κακὸ ἀνθρωπο, τὸν ἐλεεῖ λόγῳ τῆς ἀγαθότητάς Του, καὶ παιδεύοντάς τον σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, τὸν φέρνει σὲ μετάνοια καὶ διόρθωση. Ἔτσι καὶ ὁ καλοπροαίρετος καὶ ἀπαθὴς ἄνθρωπος, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξίσου.
Τὸν ἐνάρετο γιά τὴν ἀνθρωπίνη φύση του, καὶ γιά τὴν καλὴ του προαίρεση.
Τὸν κακὸ τὸν ἐλέει καὶ σὰν συνάνθρωπό του, ἀλλά καὶ ἀπὸ συμπάθεια, ἐπειδὴ ὡς ἀνόητος βαδίζει στό σκοτάδι.

- Ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης δέν διαπιστώνεται μόνο μέ τὴν παροχὴ χρημάτων, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μέ τήν μετάδοση λόγου καί μέ τήν σωματική διακονία.
- Ἐκεῖνος πού ἀπαρνήθηκε εἰλικρινὰ τὰ κοσμικὰ καὶ ὑπηρετεῖ μέ ἀγάπη ἀπροσποίητη τὸν πλησίον του, ἐλευθερώνεται γρήγορα ἀπὸ κάθε πάθος καὶ μετέχει στήν θεία ἀγάπη καὶ γνώση.
- Ἐκεῖνος πού ἔκανε κτῆμα του τήν θεία ἀγάπη, δέν κουράζεται νά ἀκολουθεῖ συνέχεια τὸν Κύριό του (Ἱερ. 17,16), ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ἀλλὰ ὑπομένει μέ γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία καὶ ὕβρη, χωρὶς νά σκέφτεται τὸ κακό πού τοῦ ἔκανε ὁποιοσδήποτε.

- Ὅταν σὲ προσβάλλει κάποιος ἢ σ’ ἐξευτελίσει σὲ κάτι, τότε φυλάξου ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὀργῆς, μήπως μέ τήν λύπη σὲ χωρίσουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ σὲ μεταφέρουν στήν χώρα τοῦ μίσους.
- Ὅταν αἰσθανθεῖς πόνο ἐπειδὴ κάποιος σὲ πρόσβαλε ἢ σὲ ντρόπιασε, νά ξέρεις ὅτι ὠφελήθηκες πολύ. Μὲ τὸ ντρόπιασμα βγῆκε ἀπὸ μέσα σου ἡ κενοδοξία.
- Ὅπως ἡ μνήμη τῆς φωτιᾶς δέν ζεσταίνει τὸ σῶμα, ἔτσι πίστη χωρὶς ἀγάπη δέν φέρνει στήν ψυχὴ τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως.

- Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ἑλκύει τὸ ὑγιὲς μάτι, ἔτσι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ φυσικῶς τὸν καθαρὸ νοῦ στόν ἑαυτό της μέ τὴν ἀγάπη.
- Νοῦς καθαρὸς εἶναι ὁ νοῦς πού ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ καταφωτίζεται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς.
- Ψυχὴ καθαρή εἶναι ἐκείνη πού ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ εὐφραίνεται ἀκατάπαυστα μέ τήν θεία ἀγάπη.

- Πάθος ἀξιοκατηγόρητο, εἶναι μιά κίνηση τῆς ψυχῆς παρὰ φύση.
- Ἀπάθεια εἶναι μιά εἰρηνική καταστάση τῆς ψυχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ δύσκολα κινεῖται πρὸς τὴν κακία.
- Ἐκεῖνος πού ἀπόκτησε τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης μέ τὸ ζῆλο του, δέν χωρίζεται ἀπὸ αὐτή, ἀκόμη κι ἂν ὑποφέρει μύρια κακά. Ἂς σὲ πείσει γι’ αὐτὸ ὁ Στέφανος ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ὅμοιοί του, ποὺ προσεύχονταν γιά ἐκείνους πού τὸν φόνευαν καὶ ζητοῦσε νά τοὺς συγχωρήσει ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἐνεργοῦσαν ἔτσι ἀπὸ ἄγνοια (Πράξ. 7, 60).

- Ἂν ἰδίωμα τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μακροθυμία καὶ ἡ χρηστότητα (Α΄ Κορ. 13, 4), τότε ἐκεῖνος πού μανιάζει ἀπό θυμό καὶ ἐνεργεῖ δόλια, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη.
Κι ὅποιος εἶναι ξένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ξένος ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Α΄ Ἰω. 4, 8).
- «Μὴν πεῖτε», λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, «ὅτι εἶστε ναὸς τοῦ Κυρίου» (Ἱερ. 7,4). Καὶ σὺ μὴν πεῖς ὅτι «ἡ ἀπογυμνωμένη ἀπὸ ἔργα πίστη στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ, μπορεῖ νά μὲ σώσει».
Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, ἂν δέν ἀποκτήσεις καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν μέ τὰ ἔργα.
Ἡ γυμνὴ ἀπὸ ἔργα πίστη δέν ὠφελεῖ, ἀφοῦ καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουν καὶ φρίττουν (Ἰακ. 2, 19).

- Ἔργο ἀγάπης εἶναι ἡ πρὸς τὸν πλησίον ὁλοψυχὴ εὐεργεσία καὶ μακροθυμία καὶ ὑπομονή, καὶ ἡ χρήση τῶν πραγμάτων μέ ὀρθὸ λόγο.
- Ὁποῖος ἀγαπά τὸν Θεό, δέν λυπεῖ κανέναν, οὔτε λυπᾶται ἀπὸ κανέναν γιά πρόσκαιρα πράγματα. Μιά μόνο λύπη προξενεῖ καὶ δοκιμάζει, τήν σωτήρια λύπη, τὴν ὁποία ὁ μακάριος Παῦλος δοκίμασε καὶ μίλησε γι’ αὐτήν στούς Κορινθίους(Β΄ Κορ. 7, 8-11).
- Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τὸν Θεό, ζεῖ ἀγγελικὸ βίο πάνω στήν γῆ. Νηστεύει καί ἀγρυπνεῖ, ψάλλει καὶ προσεύχεται, καὶ γιά κάθε ἀνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.

 

fb – 2fA


Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

"Aυτό είναι η ζωή "

 


ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

-  Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
[Απόσπασμα από ένα γράμμα στον αδελφό του]


"….   Όταν αναπολώ το παρελθόν μου και σκέφτομαι πόσο χρόνο έχω χάσει
για το τίποτα, πόσο πολύ χρόνο έχω σπαταλήσει ματαιοπονώντας, σε λάθη,
τεμπελιά, σε ανικανότητα για να ζήσω – πόσο λίγο εκτιμούσα τη ζωή,
πόσες φορές αμάρτησα ενάντια στην καρδιά μου και στην ψυχή μου
– τότε η καρδιά μου ματώνει.
Η ζωή είναι ένα δώρο, η ζωή είναι ευτυχία, κάθε λεπτό μπορεί να είναι
μια αιωνιότητα ευτυχίας.

Δεν είμαι ούτε κακόκεφος ούτε αποκαρδιωμένος.
Η ζωή βρίσκεται παντού, η ζωή είναι εντός μας, όχι εκτός μας.
Θα βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπινα πλάσματα και θα είμαι ένας άντρας
μεταξύ αντρών κι έτσι θα παραμείνω για πάντα, δεν θα αποκαρδιωθώ
και δεν θα τα παρατήσω ό,τι κι αν συμβεί – αυτό είναι η ζωή, αυτό είναι
το νόημά της, θα το θυμάμαι για πάντα.
Αυτή η ιδέα έχει κυριεύσει τη ζωή μου και το αίμα μου."


fb – 2φΑ



Κυριακή 25 Απριλίου 2021

"Χαρά και ευλογία! "

 



-  25 Απριλίου


Χθες, ένα γλυκό και τρυφερό μωρό …
Σήμερα, ένα αγόρι χαρούμενο, έξυπνο και ζωηρό…
Αύριο, ένας γενναιόψυχος, υπεύθυνος και δημιουργικός άνδρας!

Χιλιάδες ευχές γονιών, παππούδων, συγγενών και φίλων, συνοδεύουν στο μεγάλωμα τους
τα παιδιά όλου του κόσμου, την ελπίδα που ομορφαίνει τη ζωή μας!

 



JR-9 – 2fA

                                              

"Ευλογημένος ο Ερχόμενος "

 



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAΪΩN

-  ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

[Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα τα­πεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ' ένα που­λάρι.
Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας:
«Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».]


Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους.
Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ' οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ' ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.

Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλει­δωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε μα­τωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμέ­να, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο.
Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ' αμάξι του πο­λεμάρχου, που καθότανε σ' ένα θρονί πλου­μισμένο μ' ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βα­στούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν' ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.

Άλο­γα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ' αυτό τ' αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περή­φανα σαν τους ανθρώπους.
Ένα κορίτσι έμμορφο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια με­γάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.

Από πίσω ερχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυ­ναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβω­μένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες.
Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνε­ση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω.
Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ' αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρε­λιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθα­μένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύ­πνια.

Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ' οι πλά­τες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο.
Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθέ­νες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γριές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη.
Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελός και φώναζε και δόξαζε τον νι­κητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ' όλη την πολιτεία.
Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».

Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χρι­στός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης.
Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπείνωσης.
Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ' ένα πουλάρι, σ' ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.

Κι' ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την  προφητεία που έλεγε:
«Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυ­γίου».
Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο.
Από πόλεμο ερ­χότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κα­κία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκου­ραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν' αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ' αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ' ένα ξύλο σαν κακούρ­γος.

Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμέ­νους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψα­ράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον.
Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευ­θέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του.
Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων.

Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊ­δούρι και να περάσει.
Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά.
Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μήτε άλογο ακριβοσελωμένο, μήτε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειω­μένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊ­δούρι.
Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλο­γιστεί αυτό το μυστήριο!

Ο Χριστός ανα­ποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για α­ληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος.
Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το που­λάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ' αφρισμένα άλογα που χλιμιντράνε καμαρω­τά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασι­λιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;

Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ' οι άντρες αντρειεύουνται.
Τα ίδια λέγανε κ' οι αρχιε­ρείς κ' οι σπουδασμένοι.
«Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πό­λεως».

Οι αρχιερείς κ' οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ' αυτόν που υμνολογούσανε.
Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψου­με;
Η ματαιότητα κ' η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να πάμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμα­στε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ' ένα γαϊδούρι.
Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε.
Μα μπορεί να γίνει χριστιανός, όποιος δεν α­γαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;

Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο.
Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρα­νός;
Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους.
Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγ­γέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος.
Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού;
Απ' όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ' η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος.

Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρί­σεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ' οι παντοδύναμοι αφέν­τες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα;
Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλά­μια που τα γέρνει ο βοριάς;
Ποιος τους φέρ­νει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνιες, φοβέρες, φωνές, όλα  πέσανε σ' έναν λάκκο και χαθήκανε και σβήσανε σαν να μη γινήκανε ποτές.
Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων;
Τί­ποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.  

Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ' αυτά που βλέπει και σ' αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο  που τραβή­ξανε και κείνοι και σέρνει με  ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί  είναι «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ' αυτιά του εί­ναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει: «Εγώ ειμί Θεός πρώτος και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω  αυτά». Εκείνος που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ' είναι για δαύτες θροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέ­γει : «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον».

Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστή­θηκε.
Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής. Όσοι πονάνε στο κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος  τους  καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγα­πημένοι του Χριστού και περπατάνε στη στράτα του με το  φως του το παρηγορη­τικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα.  
Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: 
«Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ' ότι ελυπήθητε κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών. Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». 

Γι' αυτούς που ελπίζουνε στον Θεό, δεν μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά  θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας.
Γι' αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του.

Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:
«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν,
Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυ­ρίου».

 

impantokratoros – 2φΑ

                                                              

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

"Συμβολισμοί και Ανάσταση "

 







ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

-  Θεοφάνης ο Κεραμεύς


27. Ο Λάζαρος, λοιπόν, είναι ο νους (το πρόσωπο) μας, που είναι φίλος του Χριστού, γιατί βέβαια δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα Εκείνου.
Η Μάρθα πάλι, που το όνομά της μεταφράζεται «κοπιώσα», σημαίνει τη σάρκα.
Η Μαρία, που σημαίνει «κυρία», είναι σύμβολο της ψυχής· διότι αυτή είναι η κυρία του σώματος.

Αυτές πρέπει να θρηνούν, όταν ο νους γλιστρήσει στον θάνατο της αμαρτίας, παίρνοντας μαζί τους ως Ιουδαίους για να θρηνούν, την εξομολόγηση των αμαρτημάτων. Διότι αυτό σημαίνει το όνομα του Ιουδαίου.

Κλαίγοντας, λοιπόν οπωσδήποτε (σώμα και ψυχή – Μάρθα και Μαρία), θα εμφανιστεί ο Κύριος και με το Ευαγγέλιο, θα φωνάξει και θα σηκώσει την πώρωση και θα καλέσει έξω από την πτώση τον νεκρό που δεν ενεργεί και εφαρμόζει τις τέσσερις αρετές που φωτίζουν, ώστε αφού πετάξει μακριά την αμαρτία που βράζει, κι αφού λυθεί από τους Αγγέλους και τους Ιερείς, να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Σωτήρα, και να μυηθεί στη γνώση της Αγίας Τριάδας, να τρέχει συνεχώς με πόθο προς Εκείνην, διότι σ’ Αυτήν την Τριάδα πρέπει να εκδηλώνεται τιμή και δοξολογία στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.

[Θεοφάνης ο Κεραμεύς, κ.α., "Από την ανάσταση του Λαζάρου στην ανάσταση του Χριστού: Δέκα πατερικές ομιλίες",
μετάφραση Γεωργίου Β. Μαυρομάτη, εκδ. Αρμός, Αθήνα, 2001]

 Δείτε επίσης: - Εδάκρυσεν ο Ιησούς

agiosthomas

fb – Penteleimon Krouskos
2fA


Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

"Διάβαση προς την ζωή "

 



ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

π. Λεβ Ζιλέ
[Lev Gillet (ενός Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας), 
Πασχαλινή κατάνυξη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2009]


Εισερχόμαστε τώρα στην ιερότερη εβδομάδα του έτους, αυτήν που αρχίζει με τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, συνθέτοντας, όπως είδαμε, ένα χαρούμενο προανάκρουσμα στις οδυνηρές ταπεινώσεις που θα ακολουθήσουν.
Η Μεγάλη Δευτέρα, η Μεγάλη Τρίτη και η Μεγάλη Τετάρτη αποτελούν την προετοιμασία για το Πάθος.
Ήδη χρωματίζονται έντονα από το πένθος και τη μετάνοια.
Η Πέμπτη, η Παρασκευή και το Σάββατο της Μεγάλης Εβδομάδος περικλείουν τα επισημότερα Πασχαλιά γεγονότα.
Καθεμιά από τις τρεις αυτές ημέρες μάς παρουσιάζει μια ξεχωριστή πλευρά του μυστηρίου του Πάσχα.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μυστήριο αυτό έχει τρεις πτυχές, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί σε καθεμιά από αυτές τις ημέρες: στη Μεγάλη Πέμπτη, στη Μεγάλη Παρασκευή και στο Μεγάλο Σάββατο.
Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι καθεμιά από αυτές τις τρεις πτυχές αντιστοιχεί σε έναν τόπο: στο Υπερώο, στον Γολγοθά, στον Πανάγιο Τάφο.
Την Πέμπτη ο Ιησούς, μέσα από μια μυστηριακή πράξη, αναγγέλλει, καθιερώνει και προσφέρει αυτά που θα συμβούν τις επόμενες ημέρες.
Την Παρασκευή στον Γολγοθά, με τον σταυρικό θάνατό Του, ολοκληρώνει τη λύτρωση μας.

Το Σάββατο ο Ιησούς αναπαύεται μέσα στον Τάφο, η Εκκλησία όμως, προεξοφλώντας την εορτή της Κυριακής του Πάσχα, μας μιλά ήδη για τη νίκη που κατήγαγε με τον θάνατο Του ο Κύριός μας.
Αυτή η εκ των προτέρων βεβαιότητα της Αναστάσεως κατά το Μέγα Σάββατο μας επιτρέπει να πούμε ότι το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού, που τόσο θριαμβευτικά γιορτάζεται την Κυριακή, ανήκει ήδη, έστω και κατά τρόπο ατελή, στη Μεγάλη Εβδομάδα.
Έτσι, αυτή συνιστά μια επιτομή της σύνολης οικονομίας της σωτηρίας μας.

Θα ήταν λάθος να θελήσουμε να προσεγγίσουμε μία μόνο από τις πτυχές του Πασχάλιου μυστηρίου, αποκλείοντας τις άλλες.
Η λέξη «Πάσχα» στο παραδοσιακό λεξιλόγιο της Εκκλησίας δεν προσδιορίζει μόνο την Κυριακή της Αναστάσεως. Καλύπτει το μυστήριο της Ευχαριστίας, το μυστήριο του Σταυρού και το μυστήριο του Κενού Τάφου.
Η Μεγάλη Πέμπτη, η Μεγάλη Παρασκευή, το Μέγα Σάββατο και η Κυριακή του Πάσχα συνιστούν το ένα και ενιαίο Πασχάλιο μυστήριο, αυτό που αντικατέστησε το εβραϊκό Πάσχα, τη διάβαση των Εβραίων προς τη Γη της Επαγγελίας.

Τα στοιχεία αυτού του εβραϊκού μυστηρίου της διαβάσεως αντιστοιχούσαν στα στοιχεία του δικού μας μυστηρίου.
Υπήρχε το δείπνο κατά το οποίο έτρωγαν τον αμνό.
Υπήρχε το αίμα του αμνού, σημάδι σωτηρίας για τα σπίτια των οποίων η θύρα βαφόταν με το αίμα του και τα οποία γλύτωναν τον θάνατο.
Υπήρχε η διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας, η έξοδος από το έδαφος και τη δουλεία της Αιγύπτου, ο θαυματουργικός διαχωρισμός των υδάτων και το πέρασμα του λαού διά ξηράς και τέλος η άφιξη στην άλλη όχθη, στην όχθη της ελευθερίας και της ελπίδας.

Η Μεγάλη Εβδομάδα δεν θα προσλάβει και για μας το αληθινό της νόημα, παρά μόνον αν την κάνουμε ένα «πάσχα», μια διάβαση εκ του θανάτου προς την ζωή.

 

ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟΠΟΣ

2φΑ


Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

"Ένα mail ευτυχίας "

 



ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

-  Έλαβα προ ημερών από έναν εκλεκτό φίλο, το ακόλουθο μήνυμα

«Δημοσιευμένο στο Spiegel την 10-ετία του '60:

Μετά από μια εγχείριση εγκεφάλου στον Καναδά, ο εγχειρισθείς δήλωσε ότι κατά την διάρκεια της επέμβασης ένοιωθε μια ανεξήγητη ευφορία.
Μετά από έρευνες εντοπίστηκε η περιοχή η υπεύθυνη γι’ αυτό.
Θα μπορούσαμε λοιπόν διεγείροντας με κάποιο τρόπο την περιοχή αυτή, να γινόμασταν «ευτυχείς» κατά βούληση, όποτε το είχαμε ανάγκη;
Η απάντηση ήταν, ότι αυτό δυστυχώς, θα σήμαινε την εξαφάνιση της ανθρωπότητας!

Δεν ήταν μια απάντηση αυθαίρετη· την είχε δώσει το παρακάτω πείραμα:

Σε έναν ποντικό εμφύτευσαν στην περιοχή της "ευτυχίας" μια κεραιούλα, με την οποία ασύρματα μπορούσε να διεγερθεί η περιοχή.
Ο ποντικός για να τραφεί έπρεπε να διασχίσει έναν μακρύ διάδρομο, σε κάποιο σημείο του οποίου πατούσε έναν διακόπτη που διήγειρε την κεραία του.
Με τις πολλές διαδρομές κάποτε συνειδητοποίησε την σημασία του διακόπτη.
Από την στιγμή εκείνη άρχισε να πηγαινοέρχεται συνεχώς πάνω στον διακόπτη “της χαράς”, χωρίς να ολοκληρώνει την διαδρομή του προς την τροφή.
Το αποτέλεσμα ήταν να ψοφήσει από ασιτία. Υποθέτω ευτυχισμένος.

Με αγάπη, Λάκης»


2φΑ

                                                                                                         


Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

"Το σβησμένο κερί "

 



ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

-  Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι "Ο δρόμος των δακρύων"


Ήταν κάποτε ένας άντρας που έπαθε τη μεγαλύτερη συμφορά που μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο. Πέθανε ο μικρός του γιος.
Από τον θάνατο του γιου του και για χρόνια ολόκληρα, ξάπλωνε την νύχτα και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει... και να κλαίει... ως τα ξημερώματα.

Κάποια μέρα, εμφανίζεται στον ύπνο του ένας άγγελος και του λέει:
«Φτάνει πια… Πρέπει να συνεχίζεις τη ζωή σου χωρίς αυτόν.»
«Κλαίω γιατί έχω την ιδέα, πως δεν θα τον ξαναδώ» λέει ο άντρας.
Ο άγγελος τον λυπάται και του προτείνει:
«Θέλεις να τον δεις;»

Και αμέσως, χωρίς να περιμένει απάντηση, τον αρπάζει από το χέρι και τον ανεβάζει στον ουρανό.
«Τώρα θα τον δούμε! Κοίτα...» του λέει ο άγγελος, ενώ με το δάχτυλο κάνει νόημα στη λευκή γωνία στο τέλος ενός δρόμου που ήταν στρωμένος με χρυσάφι.

Και αμέσως, αρχίζουν να περνάνε από μπροστά τους ένα σωρό παιδάκια ντυμένα σαν αγγελάκια, με μικρά λευκά φτερά κι ένα κερί αναμμένο στα χέρια.
Αγοράκια και κοριτσάκια με αγγελικό πρόσωπο παρελαύνουν μπροστά τους με απερίγραπτη έκφραση γαλήνης στα ροδομάγουλα προσωπάκια τους.

«Ποια είναι αυτά τα παιδιά;» ρωτάει ο άντρας.
«Είναι τα παιδιά που πέθαιναν τα τελευταία χρόνια… κάθε μέρα περνάνε έτσι από μπροστά μας. Είναι τόσο αγνά, που και μόνο το πέρασμα τους καθαρίζει από κάθε βρομιά ολόκληρο το σύμπαν».

«Είναι ανάμεσα τους και ο γιος μου;» ρωτάει ξανά ο άντρας.
«Και βέβαια, τώρα θα τον δεις.»
Από μπροστά τους περνάνε ακόμα εκατοντάδες παιδάκια.
«Να, έρχεται» τον ειδοποιεί ο άγγελος.

Και πραγματικά, τον βλέπει ο πατέρας του να έρχεται ανάμεσα στα άλλα παιδάκια.
Είναι πανέμορφος, λάμπει, γεμάτος ζωή, όπως ακριβώς τον θυμόταν!
Υπάρχει όμως κάτι που τον στεναχωρεί.
Από όλα τα παιδάκια, μονάχα ο γιος του έχει το κερί του σβησμένο...

Ενώ ο πατέρας αισθάνεται απέραντη λύπη για το παιδί του, ο μικρός τον βλέπει, τρέχει κοντά του και τον αγκαλιάζει.
Αγκαλιάζει κι αυτός με δύναμη το παιδί του, αλλά δεν αντέχει να μην το ρωτήσει για το θέμα που τον στεναχωρεί αυτήν τη στιγμή.
«Γιε μου, εσύ γιατί δεν έχεις φως;
Δεν σου άναψαν το κερί σου, όπως στα άλλα παιδάκια;»

«Και βέβαια, μπαμπά, κάθε πρωί μου ανάβουν το κερί, όπως και σε όλα τα παιδιά.
Όμως, ξέρεις τι γίνεται; Κάθε βράδυ, τα δάκρυα σου το σβήνουν.»
Ο μικρός σκουπίζει με τα χεράκια του τα δάκρυα από τα μάγουλα του πατέρα του και τον παρακαλάει γλυκά:
«Σταμάτα να κλαις μπαμπά… σε παρακαλώ, σταμάτα να κλαις!»

 

singleparent

fb Irene
2fA


Τρίτη 20 Απριλίου 2021

"Καλό Παράδεισο! "

 



ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

-  Ειρήνη Κουτρέτση, 19.04.2021

Σήμερα κηδεύτηκε ο φούρναρης του χωριού μου.
Στην Απείρανθο της Νάξου λειτουργεί ένας μοναχά φούρνος, όσο θυμάμαι κι ανεστορούν οι γνωστοί μου, από την ίδια οικογένεια. Παραδοσιακός.
Το ψωμί του ήτανε συνυφασμένο με το καλοκαίρι μου μα και στα αποδοσίδια (=δέματα) που μας (ε)στέρνανε ο θείος κι οι συδέκνοι απου το χωριό ποτέ δεν ήλειπε.
Αυτός ήταν πάντα εκεί, να ξημερώνεται στη δουλειά τον Αύγουστο, να φουρνίζει την πιο νόστιμη κουλούρα, τα πιο μυρωδάτα σύκα, τα πιο γιορταστικά πάτουδα και τα καλύτερα γεμιστά που έχετε φάει.
Στα πανηγύρια πάντα η αρτοκλασία γινόταν με τις φουσκωτές σουσαμένιες ευλογιές (=άρτους) του μα και στις κηδείες ποτέ δεν έλειπε το ψωμί του από το πανέρι του εκλιπόντος. Σήμερα θα φτιάξανε το δικό του...

Πέθανε, λοιπόν, ξαφνικά στα 62 του ο Γιώργης του Λαφαζανοϊάννη.
Σήμερα νιώθω πως πενθώ κι εγώ. Νομίζω όλο το χωριό κι οι χωριανοί πενθούν.
Για μένα εουτός ο άθρωπος, ο καλόκαρδος αλευρωμένος γίγαντας, ήτονε συγγενής κι ας μην μας έδενε το αίμα. Ήτονε συγγενής κι ήτονε κι ό,τι πιο κοντινό στον ιδανικό Απεραθίτη από τους νεότερους που ξέρω.
Τον θυμάμαι από μικρή, που έχανα το νου μου να με στέλνουνε στον φούρνο.
Καλοκάγαθος και πειραχτήρι, βαρύς μα συνάμα ανάλαφρος.
Ηχούν στα αφτιά μου οι περίεργες μα πάντα με επίγευση γλυκύτητας «πανακόλασές» του.
Όταν πια φοιτήτρια στη Φιλοσοφική ήρθε η ώρα να κάνω πρωτογενή λαογραφική έρευνα στο χωριό μου, ήταν ένας από τους πληροφορητές μου.
Κάπου έχω ακόμα την ηχογραφημένη μας συνομιλία. Κι από τότε πάντα το καλοκαίρι να πααίνω στο φούρνο και να με καλοδέχεται. Μετά γνώρισα και τη γυναίκα του.

Δεν πέρασε καλοκαίρι, την τελευταία ειδικά εικοσαετία, που να πάω ή να φύω απού το Χωριό και να μην περάσω επί τούτου να τονε χαιρετήσω.
Τον θυμούμαι με το τσιγάρο, να γεμίζει το πλάνο καθώς συνεννοούνταν με τους τουρίστες, να καμαρώνει για τα καλούδια που τα τελευταία χρόνια έφτιαχνε άφταστη η Βούλα ντου.
Που του πιάνανε, και καλά, όλο τον χώρο...
Τα τελευταία χρόνια με την μικρή πού μας έχανες πού μας έβρισκες, στον φούρνο τους, κοντά τους. Τον καμάρωνα με τα κοτσάκια του (=δίστιχα αυτοσχέδια τραγούδια), με τα ουσιάτα του που δεν τα μάθαινε κάποιος με την πρώτη.
Τον καμάρωνα στον τρόπο που κιούδευε τη υναίκα ντου.
«Κιουδεύω» στην ιδιόλεκτο του χωριού θα πει φροντίζω, όπως ακριβώς και στα αρχαία…
Την κιούδευε, κι ας έλιωνε κι εκείνη μαζί του στη δουλειά.
Η συντροφική φροντίδα δεν κρύβεται κι ήτανε, νομίζω, από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια της μικροκοινωνίας τ' Απεραθιού.

Ήτονε κι ευτός ένας Γιώργης. Άφησε καλή μαρτυρία.
Σαν τον Γιατρό, σαν τον αφέντη μου. Τον ήκλαψα σήμερα σιωπηλά, από χθες τονε κλαίω.
Ελπίζω ο Χριστός που μας καλεί στην Ανάστασή Του να απαλύνει τον πόνο της Βούλας και των κοπελιών ντωνε.
Ορφανέψανε μα θα σταθούνε. Έχουν καλό παράδειγμα...
Να απαλύνει τον πόνο και της Πόπης μα και του Μιχάλη, των αδερφιών του…
Ας είναι αναπαυμένος!

 

                                 


  



fb – 2fA

Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

"Ουκ έξεστι σοι.. "

 



ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

-  π. Παντελεήμων Κρούσκος

«Ουκ έξεστι σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου…»
Αμετακίνητος, απόλυτος, άτρομος ο Πρόδρομος.
Δεν τα έλεγε σε ιδιώτη. Σε βασιλιά τα έλεγε.
Για να δείξει ότι ούτε ο ίδιος ο βασιλιάς δεν είναι πάνω από τον θεϊκό ή τον ηθικό ή τον άγραφο νόμο.
Η βασιλεία (η εξουσία) δεν σου δίνει ασυλία, αλλά ευθύνη.

Αλλά και αυτό το ίδιο το αφοριστικό "ουκ έξεστι σοι"…
(δεν σου επιτρέπεται!...)
Απλό, περιεκτικό, απροσπέλαστο.

Αν μας σκανδαλίζει ή μας στενοχωρεί η απολυτότητα του, περίτρανα αποδεικνύεται πόσο κακομαθημένοι και ανώριμοι είμαστε.
Έχουμε επιλογές, χωρίς να θέλουμε να αντιμετωπίζουμε την ευθύνη, στηρίζουμε πράξεις και στάσεις ζωής, χωρίς να αποδεχόμαστε τις συνέπειες…

 

fb – 2fA


Κυριακή 18 Απριλίου 2021

"Ἡ βρύση τοῦ πουλιοῦ "

 



Νικηφόρος Βρεττάκος  Ἡ ΒΡΥΣΗ ΤΟῦ ΠΟΥΛΙΟῦ

Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μία φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!

 

nektar – 2fA 


Σάββατο 17 Απριλίου 2021

"Οσία Μαρία η Αιγυπτία "

 



ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ


Στον ίσκιο του κέδρου, εκεί στου Ιορδάνη την ακροποταμιά, όπου πέρα δεξιά κόβει τον ουρανό το όρος του Πειρασμού, καθισμένος ο αββάς Ζωσιμάς ακούει την ιστορία μιας γερόντισσας.
Ένα ανθρώπινο φάσμα είναι η γερόντισσα, κι’ άλλο από τα μάτια της, όπου μέσα παίζει ακόμα της ζωής η φλόγα δε δείχνουν πως το πλάσμα αυτό που έχει μείνει μόνο κόκκαλα, υπάρχει ακόμα στον κόσμο.
Ωστόσο, η κάπως τρεμουλιαστή φωνή, που είχε πάψει, και φαινόταν πιο νεκρή κιόλας η γυναίκα, τώρα πήρε πάλι ν’ ακούγεται με παλμό ζεστό, καθώς συνεχίζει την ιστορία :

«….   Σεργιανούσα στην προκυμαία, εκεί κάτω στην Αίγυπτο.
Κι’ όπως συχνά γινόταν, και κείνη την ημέρα ένας άντρας ήρθε κοντά μου, πλούσιος κι’ από γενιά ευγενική. Μου έταξε δώρα και γλέντια και. . . όλα όσα κιόλας ήξερα, όσα είχα δοκιμάσει, όσα είχα απολαύσει, καθώς από χρόνια έπινα στο ποτήρι της ηδονής, και φρόντιζα να μην αφήνω ούτε σταλαγματιά.
Κι’ αυτό μ’ άρεσε. Μ’ άρεσε γιατί έτσι ένοιωθα ζωντανή, ένοιωθα την ομορφιά μου να θριαμβεύει, κι’ έπαιρνα δύναμη, με τούτη τη σίγουρη χαρά του κορμιού. . .»

Η Μαρία σταμάτησε. Ένα σμάρι ορτύκια ξαφνιασμένα φτερούγισαν νευρικά για να χαθούν στο πέλαγος τ’ ουρανού, πέρα κει κατά την κορυφή του όρους του Πειρασμού.
Κανείς δε μιλάει. Συλλογισμένα, ρωτάει σε λίγο ο αββάς Ζωσιμάς:
— Και δεν πήγες μαζί του; Γιατί;

— Δεν ξέρω... Μέσα μου μια δύναμη αλλιώτικη, κάτι σα σιδερένιο χέρι με βάστηξε: Μην πας, μου είπε. Κι’ εγώ ξαφνιάστηκα με τούτο και δεν ξέρω να πω, γιατί μου άρεσε.
Να, γι’ αυτό δεν πήγα. Στάθηκα μάλιστα αρκετή ώρα κι’ έβλεπα τον άντρα να ξεμακραίνει, ενώ δίπλα μου εκεί στην ακρογιαλιά, έβλεπα κόσμο να ’ρχεται. Κόσμο πολύ.
Κάθε λογής άνθρωποι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά...  Όλοι έρχονταν να μπουν στα καράβια.
Ήταν προσκυνητές. Είδηση δεν είχα τι πήγαιναν να προσκυνήσουν και πού.
Έμεινα εκεί ανάμεσα στο πλήθος.

Μια παράξενη απαντοχή φώτιζε ολονών τα πρόσωπα, σα να ήταν για να πάνε να βρουν κάτι πολύ σπουδαίο, κάτι εξαιρετικό. Με κέντησε η περιέργεια.
Η λέξη «Ιερουσαλήμ», χτύπησε στην ακοή μου με απόηχο καμπάνας.
«Ιερουσαλήμ… Ιερουσαλήμ…» Χαρούμενος ήταν ο απόηχος που λες κι απόμενε από μακρινές παιδικές θύμησες… Μ’ άρεσε αυτή η αλλόκοτη αίσθηση. Ένοιωσα παιδί…
Το άτακτο παιδί που ήμουν κάποτε… Μα… Σε ζαλίζω, ξεφεύγω σε άσκοπες αναδρομές.
— Όχι. Όχι, κόρη μου, λέγε 'τα όπως σ’ αρέσει. Αλάφρωσε την καρδιά σου.