ΜΠΑΝΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
- Άγγελος Σικελιανός
…. Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
v-pC
2fA
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
- Γράφει ο λόγιος Γυμνασιάρχης της
Καλύμνου Γιάννης Κλ. Ζερβός,
συγγραφέας και ποιητής – "Δωδεκανησιακό Αρχείο", 1957:
Το μυρολόι της Μεγάλης Πέμπτης
Το μυρολόι αυτό το λένε γυναίκες - κόρες τη Μ. Πέμπτη,
αγρυπνώντας και μοιρολογώντας προ του Εσταυρωμένου.
Σώζονται διάφορες παραλλαγές στίχων και του μέλους.
Τους παρακάτω στίχους τους άκουσα με τον παλαιότερο σκοπό από την αείμνηστη
Καλογριά, τη μάνα του περίφημου ιεροψάλτη Παπατσουγκράνη.
Σε μιαν άλλη παραλλαγή τόσο στους στίχους, όσο και στο μέλος, άκουσα τό Μυρολόι
του Χριστού μια μέρα του καλοκαιριού, οπού κατεβαίνοντας από την Κυρά Ψηλή προς
τα Πεζώντα, με τα παιδιά κι' ανίψια μου, το λέγανε δυο καλόφωνες κόρες, που ήταν
μαζί μας.
Καλοκαίρι, φως και ήλιος, και όμως αισθανόσουν, πως το λυπητερό μέλος σα να
'βγαινε μες από την καρδιά της φύσης των βουνών.
Σα να θρηνολογούσε το βαθύ τους σπλάχνο, έτσι μας άγγιζε το μυρολόι.
Σε άλλη παραλλαγή το μυρολόι έχει δημοσιευθεί στο παλαιό περιοδικό «'Εστία» το
1889 (;) από τον αδερφό μου Γεράσιμο, μακαρίτη.
fb - Emmanuel
Psarras
2fA
Μια άλλη παραλλαγή,
υπάρχει δημοσιευμένη στη σελίδα Μυριόβιβλος:
Δημοτικό τραγούδι - ΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟ ΚΛΑΜΑ |
|
Ernesto Cardenal - Ο
ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ
Κι εμείς επίσης είμαστε αγάπη,
επειδή είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα
και καθ’ ομοίωση δική Του.
Η έλλογη ύπαρξή μας είναι ένας και μόνο πόθος, ένα και μόνο πάθος,
η δίψα και η κραυγή για αγάπη.
Ό,τι δεν έχει νοθευτεί μέσα μας είναι αγάπη.
Οντολογικά είμαστε αγάπη.
Και ο Θεός, όπως κι εμείς, είναι μια κραυγή αγάπης,
ένα απόλυτο πάθος και απόλυτη δίψα για αγάπη.
Η αγάπη είναι ο λόγος της ύπαρξής μας.
Και αυτή η αγάπη του Θεού είναι ίδια με τη δική μας,
και δεν έχει τέλος, όπως και η φωτιά της κολάσεως.
Είναι μια δίψα που δεν μπορεί ποτέ να σβήσει, επειδή όσο πίνουμε
τόσο πιο πολύ λαχταράμε.
Και μέσα στην ύπαρξή μας, μέσα σε όλες μας τις κινήσεις,
κρατάμε την ανάμνηση του Θεού, στον οποίο έχουμε τη ρίζα μας,
ακόμα κι όταν είμαστε πολύ μακριά Του.
Είμαστε σαν πλάσματα της θάλασσας,
που ακόμα κι όταν έχουν πια μεταφερθεί μακριά της, σε κάποιο εργαστήριο,
κρατούν την ανάμνησή της
και συνεχίζουν να κινούνται με τον ρυθμό των κυμάτων της.
Ο Πατέρας δεν γνωρίζει ανάπαυση μέχρι η κτίση, σαν τον άσωτο
υιό,
να επιστρέψει σ’ Εκείνον.
Λαχταρά για μας με απέραντη νοσταλγία·
και το Άγιο Πνεύμα είναι ο αναστεναγμός αυτής της λαχτάρας.
2φΑ
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Ίδρυμα Νεότητος και Οικογένειας
Ι. Α. Αθηνών
Με τον
π. Ζήση Κτενίδη
και την Πρεσβυτέρα Αναστασία
με τον Κωνσταντίνο και τον Παναγιώτη
2φΑ
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Χαλίλ Γκιμπράν
- από "ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ"
Φίλοι μου, θυμάστε την αυγή της νιότης με χαρά και λυπάστε για το τελείωμα της·
εγώ όμως τη θυμάμαι σαν τον φυλακισμένο που αναθυμάται τα σίδερα και τα
δεσμά της φυλακής του.
Εσείς μιλάτε για κείνα τα χρόνια που είναι ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στη
νιότη, σα μια χρυσή εποχή γεμάτη ελευθερία από τους περιορισμούς και τις έγνοιες,
ενώ εγώ ονομάζω τα χρόνια εκείνα εποχή θλίψης σιωπηλής που είχε έρθει σα σπόρος
μέσα στην καρδιά μου και μεγάλωσε μαζί της και δεν μπορούσε να βρει κανένα άνοιγμα
προς τον κόσμο της γνώσης και της σοφίας, μέχρι τη μέρα που ήρθε η αγάπη κι
άνοιξε τις πύλες της καρδιάς μου και φώτισε κάθε της γωνιά.
Η αγάπη μου έδωσε τότε και γλώσσα και δάκρυα.
Εσείς θυμάστε τους κήπους και τα πάρκα και τις κρυφές γωνιές των δρόμων που
στάθηκαν μάρτυρες των παιχνιδιών σας κι άκουσαν τα αθώα ψιθυρίσματά σας· κι
εγώ θυμάμαι, επίσης, το όμορφο εκείνο μέρος στο Βόρειο Λίβανο.
Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου βλέπω και ξαναβλέπω εκείνα τα λιβάδια τα
γεμάτα μαγεία και μεγαλοπρέπεια, και κείνα τα βουνά τα γεμάτα δόξα και μεγαλείο
που προσπαθούν να φτάσουν στον ουρανό.
Κάθε φορά που κλείνω τα αφτιά μου στο θόρυβο της πόλης ακούω το μουρμουρητό των
ρυακιών και το θρόισμα της φυλλωσιάς των δέντρων.
Όλες εκείνες οι ομορφιές, που γι' αυτές τώρα μιλώ, και που
λαχταρώ να ξαναδώ, όπως ένα μικρό παιδί λαχταρά την αγκαλιά της μάνας του, είχαν
πληγώσει το πνεύμα μου, που ήταν αιχμάλωτο μέσα στο σκοτάδι της νιότης, σαν το
γεράκι που υποφέρει μέσα στο κλουβί του, όταν βλέπει ένα κοπάδι πουλιά να
πετούν ελεύθερα στον ανοιχτό ουρανό.
Εκείνα τα λιβάδια και οι λόφοι φλόγιζαν τη φαντασία μου, αλλά σκέψεις πικρές έπλεκαν
γύρω από την καρδιά μου ένα δίχτυ απελπισίας.
Κάθε φορά που έβγαινα να περπατήσω στους αγρούς, γύριζα απογοητευμένος, χωρίς
να μπορώ να καταλάβω την αιτία της απογοήτευσής μου.
Κάθε φορά που κοίταζα τον γκρίζο ουρανό ένιωθα την καρδιά μου να σφίγγεται.
Κάθε φορά που άκουγα το τραγούδι των πουλιών και τους φλύαρους θορύβους της
Άνοιξης υπόφερα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω την αιτία.
Λένε ότι η αδιαφορία κάνει τον άνθρωπο αδειανό και ότι αύτη
η αδειοσύνη τον κάνει ξέγνοιαστο. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια για κείνους που
γεννήθηκαν νεκροί, αλλά το ευαίσθητο αγόρι που αισθάνεται πολύ και γνωρίζει λίγο,
είναι το πιο άτυχο πλάσμα, γιατί βρίσκεται ανάμεσα σε δυο δυνάμεις.
Η πρώτη δύναμη το ανυψώνει και του δείχνει την ομορφιά της ύπαρξης μέσα από ένα
σύννεφο ονείρων· η άλλη το κρατά δεμένο στη γη και γεμίζει τα μάτια του
με σκόνη και το δυναστεύει με τον φόβο και το σκοτάδι.
Η μοναξιά έχει απαλά σα μετάξι χέρια, αλλά με τα δυνατά της δάχτυλα αρπάζει την
καρδιά και την κάνει να πονεί από τη θλίψη.
Η μοναξιά είναι ο σύμμαχος της θλίψης, όπως ακριβώς είναι και ο σύντροφος της
πνευματικής έξαρσης.
Η ψυχή του αγοριού που δοκιμάζει το βάσανο της θλίψης είναι
σαν ένας άσπρος κρίνος που μόλις ξεδιπλώνεται.
Τρέμει μπροστά στην πρωινή αύρα κι ανοίγει την καρδιά του στην αυγή της μέρας
και μαζεύει πάλι τα φύλλα του, όταν πέφτει η σκιά της νύχτας.
Αν το αγόρι αυτό δεν έχει διασκέδαση, φίλους ή συντρόφους στα παιχνίδια του, η
ζωή του θα είναι σα μια στενή φυλακή όπου δε βλέπει τίποτα άλλο από τους ιστούς
της αράχνης και δεν ακούει τίποτα άλλο από το σούρσιμο των εντόμων.
Η θλίψη εκείνη που με κράταγε στη νιότη μου δεν είχε σαν
αιτία την έλλειψη διασκέδασης, γιατί διασκέδαση θα μπορούσα να έχω· ούτε την
έλλειψη φίλων, γιατί και φίλους θα μπορούσα να έχω.
Η θλίψη εκείνη είχε σαν αιτία μια εσώτερη αδυναμία που μ' έκανε να αγαπώ τη
μοναξιά.
Και σκότωνε μέσα μου την τάση για διασκέδαση και παιχνίδια.
Έκοβε από τους ώμους μου τα φτερά της νιότης και με μεταμόρφωνε σε μια λιμνούλα
νερού πάνω στο βουνό, που καθρέφτιζε στα ήρεμα νερά της τις σκιές των πνευμάτων,
και τα χρώματα των διαβατικών σύννεφων και των δέντρων, αλλά που δεν μπορούσε
να βρει ένα πέρασμα για να κατέβει τραγουδώντας προς τη μεγάλη θάλασσα.
Τέτοια ήταν η ζωή μου μέχρι τη μέρα που έγινα δεκαοχτώ χρονών.
Η χρονιά εκείνη είναι σα μια βουνοκορφή στη ζωή μου, γιατί τότε ξύπνησε μέσα
μου η γνώση και μ' έκανε να καταλάβω τη σκληρή μοίρα της ανθρώπινης ζωής.
Τη χρονιά εκείνη ξαναγεννήθηκα και κατάλαβα, πως αν ένας άνθρωπος δεν
ξαναγεννηθεί, η ζωή του θα είναι σαν ένα άγραφο φύλλο στο βιβλίο της ύπαρξης.
Τη χρονιά εκείνη είδα τους αγγέλους του ουρανού να μ' αντικρίζουν μέσα από τα
μάτια μιας όμορφης κοπέλας. αλλά είδα και τους δαιμόνους της κόλασης να
λυσσομανούν στην καρδιά ενός κακού ανθρώπου.
Αυτός που δε βλέπει τους αγγέλους και τους δαιμόνους στην
ομορφιά και στην κακία της ζωής, θα βρίσκεται πολύ μακριά από τη γνώση και το
πνεύμα του θα είναι άδειο από αγάπη.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ
- Ἅγιος Μάξιμος, ο Ὁμολογητής
- Ὁ Θεὸς ἐκ φύσεως ἀγαθὸς καὶ ἀπαθής, ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξίσου ὡς δημιουργήματά Του,
ἀλλὰ τὸν ἐνάρετο τὸν δοξάζει ἐπειδὴ ἀποκτᾶ καὶ τὴν γνώση, ἐνῶ τὸν κακὸ ἀνθρωπο,
τὸν ἐλεεῖ λόγῳ τῆς ἀγαθότητάς Του, καὶ παιδεύοντάς τον σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, τὸν φέρνει
σὲ μετάνοια καὶ διόρθωση. Ἔτσι καὶ ὁ καλοπροαίρετος καὶ ἀπαθὴς ἄνθρωπος, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξίσου.
Τὸν ἐνάρετο γιά τὴν ἀνθρωπίνη φύση του, καὶ γιά τὴν καλὴ του προαίρεση.
Τὸν κακὸ
τὸν ἐλέει καὶ σὰν συνάνθρωπό του, ἀλλά καὶ ἀπὸ συμπάθεια, ἐπειδὴ ὡς ἀνόητος
βαδίζει στό σκοτάδι.
- Ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης δέν διαπιστώνεται μόνο μέ τὴν παροχὴ
χρημάτων, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μέ τήν μετάδοση λόγου καί μέ τήν σωματική
διακονία.
- Ἐκεῖνος πού ἀπαρνήθηκε εἰλικρινὰ τὰ κοσμικὰ καὶ ὑπηρετεῖ μέ ἀγάπη ἀπροσποίητη
τὸν πλησίον του, ἐλευθερώνεται γρήγορα ἀπὸ κάθε πάθος καὶ μετέχει στήν θεία ἀγάπη
καὶ γνώση.
- Ἐκεῖνος πού ἔκανε κτῆμα του τήν θεία ἀγάπη, δέν κουράζεται νά ἀκολουθεῖ συνέχεια
τὸν Κύριό του (Ἱερ. 17,16), ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ἀλλὰ ὑπομένει μέ γενναιότητα
κάθε κόπο, κακολογία καὶ ὕβρη, χωρὶς νά σκέφτεται τὸ κακό πού τοῦ ἔκανε ὁποιοσδήποτε.
- Ὅταν σὲ προσβάλλει κάποιος ἢ σ’ ἐξευτελίσει σὲ κάτι, τότε
φυλάξου ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὀργῆς, μήπως μέ τήν λύπη σὲ χωρίσουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη
καὶ σὲ μεταφέρουν στήν χώρα τοῦ μίσους.
- Ὅταν αἰσθανθεῖς πόνο ἐπειδὴ κάποιος σὲ πρόσβαλε ἢ σὲ ντρόπιασε, νά ξέρεις ὅτι
ὠφελήθηκες πολύ. Μὲ τὸ ντρόπιασμα βγῆκε ἀπὸ μέσα σου ἡ κενοδοξία.
- Ὅπως ἡ μνήμη τῆς φωτιᾶς δέν ζεσταίνει τὸ σῶμα, ἔτσι πίστη χωρὶς ἀγάπη δέν φέρνει
στήν ψυχὴ τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως.
- Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ἑλκύει τὸ ὑγιὲς μάτι, ἔτσι καὶ ἡ
γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ φυσικῶς τὸν καθαρὸ νοῦ στόν ἑαυτό της μέ τὴν ἀγάπη.
- Νοῦς καθαρὸς εἶναι ὁ νοῦς πού ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ καταφωτίζεται ἀπὸ
τὸ θεῖο φῶς.
- Ψυχὴ καθαρή εἶναι ἐκείνη πού ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ εὐφραίνεται ἀκατάπαυστα
μέ τήν θεία ἀγάπη.
- Πάθος ἀξιοκατηγόρητο, εἶναι μιά κίνηση τῆς ψυχῆς παρὰ
φύση.
- Ἀπάθεια εἶναι μιά εἰρηνική καταστάση τῆς ψυχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ δύσκολα
κινεῖται πρὸς τὴν κακία.
- Ἐκεῖνος πού ἀπόκτησε τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης μέ τὸ ζῆλο του, δέν χωρίζεται ἀπὸ
αὐτή, ἀκόμη κι ἂν ὑποφέρει μύρια κακά. Ἂς σὲ πείσει γι’ αὐτὸ ὁ Στέφανος ὁ μαθητὴς
τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ὅμοιοί του, ποὺ προσεύχονταν γιά ἐκείνους πού τὸν φόνευαν καὶ
ζητοῦσε νά τοὺς συγχωρήσει ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἐνεργοῦσαν ἔτσι ἀπὸ ἄγνοια (Πράξ. 7,
60).
- Ἂν ἰδίωμα τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μακροθυμία καὶ ἡ χρηστότητα
(Α΄ Κορ. 13, 4), τότε ἐκεῖνος πού μανιάζει ἀπό θυμό καὶ ἐνεργεῖ δόλια, εἶναι
φανερὸ ὅτι ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη.
Κι ὅποιος εἶναι ξένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι
ξένος ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Α΄ Ἰω. 4, 8).
- «Μὴν πεῖτε», λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, «ὅτι εἶστε ναὸς τοῦ Κυρίου» (Ἱερ. 7,4). Καὶ
σὺ μὴν πεῖς ὅτι «ἡ ἀπογυμνωμένη ἀπὸ ἔργα πίστη στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ,
μπορεῖ νά μὲ σώσει».
Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, ἂν δέν ἀποκτήσεις καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς
Αὐτόν μέ τὰ ἔργα.
Ἡ γυμνὴ ἀπὸ ἔργα πίστη δέν ὠφελεῖ, ἀφοῦ καὶ τὰ δαιμόνια
πιστεύουν καὶ φρίττουν (Ἰακ. 2, 19).
- Ἔργο ἀγάπης εἶναι ἡ πρὸς τὸν πλησίον ὁλοψυχὴ εὐεργεσία καὶ
μακροθυμία καὶ ὑπομονή, καὶ ἡ χρήση τῶν πραγμάτων μέ ὀρθὸ λόγο.
- Ὁποῖος ἀγαπά τὸν Θεό, δέν λυπεῖ κανέναν, οὔτε λυπᾶται ἀπὸ κανέναν γιά
πρόσκαιρα πράγματα. Μιά μόνο λύπη προξενεῖ καὶ δοκιμάζει, τήν σωτήρια λύπη, τὴν
ὁποία ὁ μακάριος Παῦλος δοκίμασε καὶ μίλησε γι’ αὐτήν στούς Κορινθίους(Β΄ Κορ.
7, 8-11).
- Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τὸν Θεό, ζεῖ ἀγγελικὸ βίο πάνω στήν γῆ. Νηστεύει καί ἀγρυπνεῖ, ψάλλει καὶ προσεύχεται, καὶ γιά κάθε ἀνθρωπο σκέφτεται
πάντοτε καλά.
fb – 2fA
fb – 2φΑ
- 25
Απριλίου
Χθες, ένα γλυκό και τρυφερό μωρό …
Σήμερα, ένα αγόρι χαρούμενο, έξυπνο και ζωηρό…
Αύριο, ένας γενναιόψυχος, υπεύθυνος και δημιουργικός άνδρας!
Χιλιάδες ευχές γονιών, παππούδων, συγγενών και φίλων,
συνοδεύουν στο μεγάλωμα τους
τα παιδιά όλου του κόσμου, την ελπίδα που
ομορφαίνει τη ζωή μας!
JR-9 – 2fA
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAΪΩN
- ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
[Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο
γιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε και ήρθε στη
Βηθανία απάνω σ' ένα πουλάρι.
Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας:
«Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».]
Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και
βάζανε κάτω τους οχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθίζανε απάνω σε χρυσά
αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους.
Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ' οι αντρειωμένοι στρατηγοί και
πλήθος στρατιώτες σκεπασμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω
σ' ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια
παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα
κεφάλια τους ήτανε κλειδωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και
μαλλιαρά χέρια τους ήτανε ματωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους
περπατούσανε περήφανα και τεντωμένα, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα
νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο.
Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ' αμάξι του πολεμάρχου, που καθότανε σ' ένα θρονί
πλουμισμένο μ' ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν
μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βαστούσε το τρομερό
σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν' ανοίξει τα στόμα του
αυτός που το κρατούσε.
Άλογα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ' αυτό τ' αμάξι, με λουριά
χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περήφανα σαν
τους ανθρώπους.
Ένα κορίτσι έμμορφο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα
χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια
ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια μεγάλα θυμιατήρια όμοια με
μανουάλια.
Από πίσω ερχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυναίκες κι όποιοι
ήτανε άρρωστοι και λαβωμένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες.
Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνεση και
δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω.
Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ' αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι,
πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθαμένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύπνια.
Πολλοί
ήτανε μισόγυμνοι κ' οι πλάτες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο.
Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα
μωρά στην αγκαλιά τους, γριές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες
κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη.
Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελός και φώναζε και δόξαζε τον νικητή κι από πολλά
στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ' όλη την πολιτεία.
Αυτή
την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».
Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χριστός σήμερα, ο άρχοντας
της ειρήνης και της αγάπης.
Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’
ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της
φτώχειας και της ταπείνωσης.
Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο
Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ' ένα πουλάρι, σ' ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε
το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.
Κι' ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος,
κατά την προφητεία που έλεγε:
«Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς
σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυγίου».
Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο.
Από πόλεμο ερχότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο
καταπάνω στην κακία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και
δεν πήγαινε να ξεκουραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν' αρχίσει
άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ' αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να
περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ' ένα ξύλο σαν κακούργος.
Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμένους υποταχτικούς, αλλά
από άκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον.
Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους
ελευθέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη
φωνή του.
Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά
αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε
«Ευλογημένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια
κλαδιά πράσινα των δέντρων.
Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊδούρι
και να περάσει.
Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό,
ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά
εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά.
Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα
χρυσό αμάξι, μήτε άλογο ακριβοσελωμένο, μήτε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε
αντρειωμένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊδούρι.
Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλογιστεί αυτό το μυστήριο!
Ο Χριστός αναποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για αληθινά
ο αμαρτωλός ο άνθρωπος.
Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που
μας έφερε και να ακολουθήσει το πουλάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ'
αφρισμένα άλογα που χλιμιντράνε καμαρωτά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά
τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασιλιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;
Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα
καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ' οι άντρες
αντρειεύουνται.
Τα ίδια λέγανε κ' οι αρχιερείς κ' οι σπουδασμένοι.
«Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας
κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον
αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε
ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών
αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως».
Οι αρχιερείς κ' οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ
που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ'
αυτόν που υμνολογούσανε.
Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον
ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν
δεν τον πιστέψουμε;
Η ματαιότητα κ' η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην
καταδεχόμαστε να πάμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμαστε να
ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ' ένα γαϊδούρι.
Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε.
Μα μπορεί να γίνει χριστιανός, όποιος δεν αγαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;
Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο.
Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρανός;
Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του
Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους.
Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγγέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε
φτωχός κι αγράμματος.
Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού;
Απ' όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει
ο Χριστός λείπει κ' η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος.
Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρίσεις και δεις γύρω
σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι
κ' οι παντοδύναμοι αφέντες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε
πρωτύτερα;
Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε
μπροστά τους σαν τα καλάμια που τα γέρνει ο βοριάς;
Ποιος τους φέρνει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου
του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνιες, φοβέρες,
φωνές, όλα πέσανε σ' έναν λάκκο και χαθήκανε και σβήσανε σαν
να μη γινήκανε ποτές.
Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων;
Τίποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.
Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ' αυτά που βλέπει
και σ' αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο που
τραβήξανε και κείνοι και σέρνει με ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα,
γιατί είναι «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ' αυτιά του είναι
σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει: «Εγώ ειμί Θεός πρώτος και εις τα
επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω
αυτά». Εκείνος που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι
ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ' είναι για δαύτες θροφή, πηγή
αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέγει : «Ευφρανθήσεται καρδία
ζητούντων τον Κύριον».
Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον
πεθαμένο που αναστήθηκε.
Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής. Όσοι
πονάνε στο κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος τους
καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγαπημένοι του
Χριστού και περπατάνε στη στράτα του με το φως
του το παρηγορητικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα.
Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους:
«Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ'
ότι ελυπήθητε κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί
ζημιωθήτε εξ ημών. Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις
σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου
λύπη θάνατον κατεργάζεται».
Γι' αυτούς που ελπίζουνε στον Θεό, δεν μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα
ιδρώτι», αλλά θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους ειδωλολάτρες,
σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας.
Γι' αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της
προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο,
είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του.
Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να
τρως και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα
μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:
«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον
Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα
φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν,
Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
impantokratoros
– 2φΑ
ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
- Θεοφάνης ο Κεραμεύς
Αυτές πρέπει να θρηνούν, όταν ο νους γλιστρήσει στον θάνατο
της αμαρτίας, παίρνοντας μαζί τους ως Ιουδαίους για να θρηνούν, την εξομολόγηση
των αμαρτημάτων. Διότι αυτό σημαίνει το όνομα του Ιουδαίου.
Κλαίγοντας, λοιπόν οπωσδήποτε (σώμα και ψυχή – Μάρθα και
Μαρία), θα εμφανιστεί ο Κύριος και με το Ευαγγέλιο, θα φωνάξει και θα σηκώσει
την πώρωση και θα καλέσει έξω από την πτώση τον νεκρό που δεν ενεργεί και
εφαρμόζει τις τέσσερις αρετές που φωτίζουν, ώστε αφού πετάξει μακριά την
αμαρτία που βράζει, κι αφού λυθεί από τους Αγγέλους και τους Ιερείς, να καθίσει
στο ίδιο τραπέζι με τον Σωτήρα, και να μυηθεί στη γνώση της Αγίας Τριάδας, να τρέχει
συνεχώς με πόθο προς Εκείνην, διότι σ’ Αυτήν την Τριάδα πρέπει να εκδηλώνεται
τιμή και δοξολογία στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
Δείτε επίσης: - Εδάκρυσεν ο Ιησούς
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Η Μεγάλη Εβδομάδα δεν θα προσλάβει και για μας το αληθινό
της νόημα, παρά μόνον αν την κάνουμε ένα «πάσχα», μια διάβαση εκ του θανάτου
προς την ζωή.
2φΑ
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
- Έλαβα προ ημερών
από έναν εκλεκτό φίλο, το ακόλουθο
μήνυμα
«Δημοσιευμένο στο Spiegel την 10-ετία του '60:
Μετά από μια εγχείριση εγκεφάλου στον Καναδά, ο εγχειρισθείς
δήλωσε ότι κατά την διάρκεια της επέμβασης ένοιωθε μια ανεξήγητη ευφορία.
Μετά από έρευνες εντοπίστηκε η περιοχή η υπεύθυνη γι’ αυτό.
Θα μπορούσαμε λοιπόν διεγείροντας με κάποιο τρόπο την περιοχή αυτή, να
γινόμασταν «ευτυχείς» κατά βούληση, όποτε το είχαμε ανάγκη;
Η απάντηση ήταν, ότι αυτό δυστυχώς, θα σήμαινε την εξαφάνιση της ανθρωπότητας!
Δεν ήταν μια απάντηση αυθαίρετη· την είχε δώσει το παρακάτω
πείραμα:
Σε έναν ποντικό εμφύτευσαν στην περιοχή της
"ευτυχίας" μια κεραιούλα, με την οποία ασύρματα μπορούσε να διεγερθεί
η περιοχή.
Ο ποντικός για να τραφεί έπρεπε να διασχίσει έναν μακρύ διάδρομο, σε κάποιο
σημείο του οποίου πατούσε έναν διακόπτη που διήγειρε την κεραία του.
Με τις πολλές διαδρομές κάποτε συνειδητοποίησε την σημασία του διακόπτη.
Από την στιγμή εκείνη άρχισε να πηγαινοέρχεται συνεχώς πάνω στον διακόπτη “της
χαράς”, χωρίς να ολοκληρώνει την διαδρομή του προς την τροφή.
Το αποτέλεσμα ήταν να ψοφήσει από ασιτία. Υποθέτω ευτυχισμένος.
Με αγάπη, Λάκης»
2φΑ
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
- Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι "Ο δρόμος των δακρύων"
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
- Ειρήνη Κουτρέτση,
19.04.2021
Σήμερα κηδεύτηκε ο φούρναρης του χωριού μου.
Στην Απείρανθο της Νάξου λειτουργεί ένας μοναχά φούρνος, όσο θυμάμαι κι
ανεστορούν οι γνωστοί μου, από την ίδια οικογένεια. Παραδοσιακός.
Το ψωμί του ήτανε συνυφασμένο με το καλοκαίρι μου μα και στα αποδοσίδια
(=δέματα) που μας (ε)στέρνανε ο θείος κι οι συδέκνοι απου το χωριό ποτέ δεν
ήλειπε.
Αυτός ήταν πάντα εκεί, να ξημερώνεται στη δουλειά τον Αύγουστο, να
φουρνίζει την πιο νόστιμη κουλούρα, τα πιο μυρωδάτα σύκα, τα πιο γιορταστικά
πάτουδα και τα καλύτερα γεμιστά που έχετε φάει.
Στα πανηγύρια πάντα η αρτοκλασία γινόταν με τις φουσκωτές σουσαμένιες ευλογιές
(=άρτους) του μα και στις κηδείες ποτέ δεν έλειπε το ψωμί του από το πανέρι του
εκλιπόντος. Σήμερα θα φτιάξανε το δικό του...
Πέθανε, λοιπόν, ξαφνικά στα 62 του ο Γιώργης του
Λαφαζανοϊάννη.
Σήμερα νιώθω πως πενθώ κι εγώ. Νομίζω όλο το χωριό κι οι χωριανοί πενθούν.
Για μένα εουτός ο άθρωπος, ο καλόκαρδος αλευρωμένος γίγαντας, ήτονε συγγενής κι
ας μην μας έδενε το αίμα. Ήτονε συγγενής κι ήτονε κι ό,τι πιο κοντινό στον
ιδανικό Απεραθίτη από τους νεότερους που ξέρω.
Τον θυμάμαι από μικρή, που έχανα το νου μου να με στέλνουνε στον φούρνο.
Καλοκάγαθος και πειραχτήρι, βαρύς μα συνάμα ανάλαφρος.
Ηχούν στα αφτιά μου οι περίεργες μα πάντα με επίγευση γλυκύτητας «πανακόλασές»
του.
Όταν πια φοιτήτρια στη Φιλοσοφική ήρθε η ώρα να κάνω πρωτογενή λαογραφική
έρευνα στο χωριό μου, ήταν ένας από τους πληροφορητές μου.
Κάπου έχω ακόμα την ηχογραφημένη μας συνομιλία. Κι από τότε πάντα το καλοκαίρι
να πααίνω στο φούρνο και να με καλοδέχεται. Μετά γνώρισα και τη γυναίκα του.
Δεν πέρασε καλοκαίρι, την τελευταία ειδικά εικοσαετία, που
να πάω ή να φύω απού το Χωριό και να μην περάσω επί τούτου να τονε χαιρετήσω.
Τον θυμούμαι με το τσιγάρο, να γεμίζει το πλάνο καθώς συνεννοούνταν με τους
τουρίστες, να καμαρώνει για τα καλούδια που τα τελευταία χρόνια έφτιαχνε
άφταστη η Βούλα ντου.
Που του πιάνανε, και καλά, όλο τον χώρο...
Τα τελευταία χρόνια με την μικρή πού μας έχανες πού μας έβρισκες, στον φούρνο
τους, κοντά τους. Τον καμάρωνα με τα κοτσάκια του (=δίστιχα αυτοσχέδια
τραγούδια), με τα ουσιάτα του που δεν τα μάθαινε κάποιος με την πρώτη.
Τον καμάρωνα στον τρόπο που κιούδευε τη υναίκα ντου.
«Κιουδεύω» στην ιδιόλεκτο του χωριού θα πει φροντίζω, όπως ακριβώς και στα
αρχαία…
Την κιούδευε, κι ας έλιωνε κι εκείνη μαζί του στη δουλειά.
Η συντροφική φροντίδα δεν κρύβεται κι ήτανε, νομίζω, από τα πιο αγαπημένα
ζευγάρια της μικροκοινωνίας τ' Απεραθιού.
Ήτονε κι ευτός ένας Γιώργης. Άφησε καλή μαρτυρία.
Σαν τον Γιατρό, σαν τον αφέντη μου. Τον ήκλαψα σήμερα σιωπηλά, από χθες τονε
κλαίω.
Ελπίζω ο Χριστός που μας καλεί στην Ανάστασή Του να απαλύνει τον πόνο
της Βούλας και των κοπελιών ντωνε.
Ορφανέψανε μα θα σταθούνε. Έχουν καλό παράδειγμα...
Να απαλύνει τον πόνο και της Πόπης μα και του Μιχάλη, των αδερφιών του…
Ας είναι αναπαυμένος!
ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
- π. Παντελεήμων Κρούσκος
fb –
2fA
Νικηφόρος Βρεττάκος
- Ἡ ΒΡΥΣΗ ΤΟῦ ΠΟΥΛΙΟῦ
Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μία φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!
nektar – 2fA
- ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ
Στον ίσκιο του κέδρου, εκεί στου Ιορδάνη την ακροποταμιά, όπου πέρα δεξιά κόβει
τον ουρανό το όρος του Πειρασμού, καθισμένος ο αββάς Ζωσιμάς ακούει την ιστορία
μιας γερόντισσας.
Ένα ανθρώπινο φάσμα είναι η γερόντισσα, κι’ άλλο από τα μάτια της, όπου μέσα
παίζει ακόμα της ζωής η φλόγα δε δείχνουν πως το πλάσμα αυτό που έχει μείνει
μόνο κόκκαλα, υπάρχει ακόμα στον κόσμο.
Ωστόσο, η κάπως τρεμουλιαστή φωνή, που είχε πάψει, και φαινόταν πιο νεκρή
κιόλας η γυναίκα, τώρα πήρε πάλι ν’ ακούγεται με παλμό ζεστό, καθώς συνεχίζει
την ιστορία :
«…. Σεργιανούσα στην
προκυμαία, εκεί κάτω στην Αίγυπτο.
Κι’ όπως συχνά γινόταν, και κείνη την ημέρα ένας άντρας ήρθε κοντά μου,
πλούσιος κι’ από γενιά ευγενική. Μου έταξε δώρα και γλέντια και. . . όλα όσα
κιόλας ήξερα, όσα είχα δοκιμάσει, όσα είχα απολαύσει, καθώς από χρόνια έπινα
στο ποτήρι της ηδονής, και φρόντιζα να μην αφήνω ούτε σταλαγματιά.
Κι’ αυτό μ’ άρεσε. Μ’ άρεσε γιατί έτσι ένοιωθα ζωντανή, ένοιωθα την ομορφιά μου
να θριαμβεύει, κι’ έπαιρνα δύναμη, με τούτη τη σίγουρη χαρά του κορμιού. . .»
Η Μαρία σταμάτησε. Ένα σμάρι ορτύκια ξαφνιασμένα φτερούγισαν
νευρικά για να χαθούν στο πέλαγος τ’ ουρανού, πέρα κει κατά την κορυφή του
όρους του Πειρασμού.
Κανείς δε μιλάει. Συλλογισμένα, ρωτάει σε λίγο ο αββάς Ζωσιμάς:
— Και δεν πήγες μαζί του; Γιατί;
— Δεν ξέρω... Μέσα μου μια δύναμη αλλιώτικη, κάτι σα
σιδερένιο χέρι με βάστηξε: Μην πας, μου είπε. Κι’ εγώ ξαφνιάστηκα με τούτο και
δεν ξέρω να πω, γιατί μου άρεσε.
Να, γι’ αυτό δεν πήγα. Στάθηκα μάλιστα αρκετή ώρα κι’ έβλεπα τον άντρα να ξεμακραίνει, ενώ δίπλα μου
εκεί στην ακρογιαλιά, έβλεπα κόσμο να ’ρχεται. Κόσμο πολύ.
Κάθε λογής άνθρωποι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά... Όλοι έρχονταν να μπουν στα καράβια.
Ήταν
προσκυνητές. Είδηση δεν είχα τι πήγαιναν να προσκυνήσουν και πού.
Έμεινα εκεί
ανάμεσα στο πλήθος.
Μια παράξενη απαντοχή φώτιζε ολονών τα πρόσωπα, σα να ήταν
για να πάνε να βρουν κάτι πολύ σπουδαίο, κάτι εξαιρετικό. Με κέντησε η
περιέργεια.
Η λέξη «Ιερουσαλήμ», χτύπησε στην ακοή μου με απόηχο καμπάνας.
«Ιερουσαλήμ…
Ιερουσαλήμ…» Χαρούμενος ήταν ο απόηχος που λες κι απόμενε από μακρινές παιδικές
θύμησες… Μ’ άρεσε αυτή η αλλόκοτη αίσθηση. Ένοιωσα παιδί…
Το άτακτο παιδί που
ήμουν κάποτε… Μα… Σε ζαλίζω, ξεφεύγω σε άσκοπες αναδρομές.
— Όχι. Όχι, κόρη μου, λέγε 'τα όπως σ’ αρέσει. Αλάφρωσε την καρδιά σου.