Από τις "Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα"
(Τά νεανικά
μου χρόνια)
του
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
....
Ἀνεξίτηλη
θά μείνει στή μνήμη μου ἡ
συνάντηση , στά χρόνια ἐκεῖνα, μέ τόν πρωθιερέα π. Ἰωάννη Σέργιεφ, τόν πασίγνωστο π. Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης. Νά πῶς ἔγινε:
Τά
καλοκαίρια, στίς διακοπές τῶν
σπουδῶν μου, πήγαινα
πάντα στό πατρικό μου σπίτι, στή Βιάτκα. Ἕνα
τέτοιο καλοκαίρι ἦταν
θλιβερά χρωματισμένο ἀπό
τή σοβαρή ἀσθένεια τῆς μητέρας μου. Σύμφωνα μέ τή γνωμάτευση
τῶν γιατρῶν, ὁ θάνατος ἦταν ἀναπόφευκτος.
- Ἐμεῖς
κάναμε ὅ,τι
μπορούσαμε. Τώρα τήν ἀφήνουμε
στά χέρια τοῦ Θεοῦ…, εἶπε συγκινημένος ὁ γιατρός, καθώς μᾶς εἶδε νά θρηνοῦμε.
Ἡ ἀγαπημένη μας μητέρα ἔλιωνε μπροστά στά μάτια μας. Ἡ βαρειά νεφροπάθειά της τήν ὁδήγησε σέ κατάσταση κώματος. Δέν μποροῦσε πιά οὔτε νά κινηθεῖ οὔτε νά μιλήσει. Ὅλοι περιμέναμε τό μοιραῖο…
Κι ἐγώ…. ὤ, πόσο ὑπέφερα!: Δέν μποροῦσα νά πιστέψω ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα
νά στερηθῶ τή λατρευτή μου
μητέρα.
Ἀκριβῶς ἐκεῖνες τίς ἠμέρες κυκλοφόρησε στή Βιάτκα ἡ εἴδηση ὅτι ἔρχεται ὁ π. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης. Εἶχα ἀκούσει τόσα πολλά γι’ αὐτόν τόν ἅγιο ἄνθρωπο, μέ τό θαυμαστό ποιμαντικό ἔργο καί τή θαυματουργική δύναμη τῆς προσευχῆς.
Σφηνώθηκε
στό μυαλό μου ἡ σκέψη νά τόν
συναντήσω, νά τόν παρακαλέσω νά προσευχηθεῖ
γιά τή σωτηρία τῆς μητέρας μου.
Ὁλόκληρη ἡ Βιάτκα ἦταν ἀναστατωμένη περιμένοντας τόν π. Ἰωάννη. Ἀλλά καί ἀπό τά περίχωρα, τίς κοντινές κωμοπόλεις καί τά χωριά, κατέφθαναν συνεχῶς πλήθη ἀνθρώπων, γιά ν’ ἀντικρύσουν τήν ἁγία μορφή του. Ὅσο ἔβλεπα τήν κοσμοσυρροή, τόσο ἀπογοητευόμουν, γιατί δέν θά εἶχα τή δυνατότητα νά τόν πλησιάσω. Ἔπρεπε ὅμως νά βρῶ μιά λύση. Τί νά ἔκανα;…..
Μέ μαῦρες σκέψεις καί βαρειά καριδιά ἐπέστρεφα στό σπίτι, ὅταν μιά ἄλλη ξαφνική ἴδέα μέ γέμισε ἐλπίδες. Δέν ἦταν πολύς καιρός πού εἶχε ἔρθει στή πόλη μας ἔνας νέος ἀστυνομικός διιοκητής, ὁ Κ. Κορομπίτσιν, μέ φήμη καλοκάγαθου καί πιστοῦ ἀνθρώπου.
«Δέν
ἀπευθύνομαι καί σ’ αὐτόν;» σκέφθηκα. «Στό κάτω-κάτω, τί ἔχω νά χάσω;» Καί κατευθύνθηκα μέ
γρήγορα βήματα στό διοικητήριο τῆς
ἀστυνομίας.
Ὁ Κορομπίτσιν μέ δέχθηκε μέ πολλή καλωσύνη. Ἄκουσε τό πρόβλημά μου μέ συμπάθεια καί προθυμοποιήθηκε νά μέ βοηθήσει. Ὁ π. Ἰωάννης μάλιστα, ὅπως μοῦ εἶπε, ἦταν συγχωριανός του, ἀπό τό Ἀργάγγελσκ. Μοῦ ἔδωσε μιά προσωπική κάρτα του… Πάνω στή κάρτα ἔγραψε μέ τό χέρι ἕνα σημείωμα γιά τούς ἀστυνομικούς, ὥστε νά μοῦ ἐπιτρέψουν τήν εἴσοδο ὁπουδήποτε θά πήγαινε ὁ π. Ἰωάννης. Τί εὐλογία Θεέ μου!
Ὁ Κορομπίτσιν μέ δέχθηκε μέ πολλή καλωσύνη. Ἄκουσε τό πρόβλημά μου μέ συμπάθεια καί προθυμοποιήθηκε νά μέ βοηθήσει. Ὁ π. Ἰωάννης μάλιστα, ὅπως μοῦ εἶπε, ἦταν συγχωριανός του, ἀπό τό Ἀργάγγελσκ. Μοῦ ἔδωσε μιά προσωπική κάρτα του… Πάνω στή κάρτα ἔγραψε μέ τό χέρι ἕνα σημείωμα γιά τούς ἀστυνομικούς, ὥστε νά μοῦ ἐπιτρέψουν τήν εἴσοδο ὁπουδήποτε θά πήγαινε ὁ π. Ἰωάννης. Τί εὐλογία Θεέ μου!
Τή μέρα πού ἔφθασε στή Βιάτκα ὁ π. Ἰωάννης, ἀμέτρητα πλήθη πιστῶν κατέκλυσαν τούς δρόμους καί σταμάτησαν κάθε κυκλοφορία στή πόλη. Πῆγε κατευθείαν στό σπίτι τῆς οἰκογένειας Ποσκρεμπίσεφ. Μέ πολλή δυσκολία κατόρθωσα νά πλησιάσω μέχρις ἐκεῖ.
Ἔδειξα τήν κάρτα τοῦ Κορομπίτσιν καί μοῦ ἄνοιξαν τήν αὐλόπορτα. Χώθηκα μέσα καί ἀνέβηκα, ὅπως μοῦ ἔδειξαν, στό δεύτερο ὄροφο. Ἐκεῖ, σέ μιά μικρή αἴθουσα, μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, στεκόταν ὁ π. Ἰωάννης καί ἔψελνε τήν παράκληση.
Συγκλονίστηκα ἀπό τό θέαμα: Ἡ μορφή του οὐράνια. Τό βλέμμα του καθαρό καί ἀστραφτερό. Τό ὕφος μεγαλοπρεπές καί ταπεινό συνάμα. Ἡ φωνή σταθερή καί ὑποβλητική. Ἡ προφορά ἐξαίσια. Σέ καθήλωνε ἡ ἀπερίγραπτη πνευματική δύναμη, μέ τήν ὁποία ἔλεγε τίς εὐχές.
Ἀκουγόταν σά νά συνομιλοῦσε ἀπευθείας μέ τόν ἴδιο τόν Κύριο καί τή Θεοτόκο.
Ὅταν τελείωσε τήν παράκληση, οἱ παρευρισκόμενοι πλησίασαν νά ἀσπαστοῦν τόν τίμιο Σταυρό. Ἔμεινα τελευταῖος. Πλησίασα, ἀσπάστηκα τό Σταυρό καί κοντοστάθηκα. Μέ σπασμένη φωνή καί δάκρυα πού δύσκολα συγκρατοῦσα, μίλησα βιαστικά-βιαστικά στόν π. Ἰωάννη γιά τήν ἀσθένεια τῆς μητέρας μου. Ἐκεῖνος μέ ρώτησε τ’ ὄνομά της, σταυροκοπήθηκε καί εἶπε σιγανά καί σταθερά:
- Ὁ Θεός θά τῆς χαρίσει τήν ὑγεία!
Μέ πῆρε λίγο παράμερα καί μοῦ ἔδωσε ἕνα μπουκαλάκι μέ ἁγιασμό γιά τήν ἄρρωστη μητέρα μου. Πρίν φύγω, ἔγραψα βιαστικά ἕνα σημείωμα μέ τά ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς μου καί τό ἔβλα στό χέρι τῆς γερόντισσας Ματρώνας Μεντβέντεβας.
- Δῶσε το, σέ παρακαλῶ, στόν π. Ἰωάννη, γιά νά μᾶς μνημονεύσει, τῆς εἶπα κι ἔφυγα.
Ἡ μητέρα ὅμως δέν συνῆλθε. Ἡ νύκτα ἐκείνη μοῦ φάνηκε πιό μαύρη ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες. Περίμενα πῶς καί πῶς νά ξημερώσει γιά νά τρέξω νά συναντήσω πάλι τόν ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο εἶχα κρεμάσει ὅλες μου τίς ἐλπιδες.
Τό ἄλλο πρωί πῆρα τόν δρόμο γιά τόν Οἷκο Φιλανθρωπίας τῆς Βιάτκα. Στό παρεκκλήσι του θά λειτουργοῦσε, κάθώς εἶχα πληροφορηθεῖ, ὁ π. Ἰωάννης.
Πάλι οἱ χῶροι γύρω ἀπό τόν Οἷκο ἦταν κατάμεστοι ἀπό ἀνθρώπους πού τόν περίμεναν. Πέρασα πολύ δύσκολα τήν αὐλή κι ἔφτασα στόν ναό. Ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτος. Χώθηκα μέσα μέ χίλια ζόρια, ἀδιαφορώντας γιά τίς διαμαρτυρίες καί στάθηκα σ’ ἕνα κεντρικό σημεῖο. Ἀπό κεῖ κάπου θά περνοῦσε ὁ παππούλης.
Σέ λίγο οἱ κωδωνοκρουσίες κι ἕνα μακρόσυρτο βουητό ἀνήγγειλαν τόν ἐρχομό του. Ἦταν ἀδύνατον ὅμως νά περάσει καί νά φτάσει ὥς τήν ἐκκλησία. Τό πλῆθος ἔπεφτε πάνω του σχεδον ὑστερικά. Μερικοί χεροδύναμοι ἄντρες τόν σήκωναν τότε στά χέρια καί παραμερίζοντας τό πλῆθος, διέσχισαν τήν αὐλή κι ἔφτασαν ὥς ἐμᾶς. Τόν ἄφησαν ἀκριβῶς μπροστά μου!
Τό βλέμμα του μέ συνέλαβε. Μέ ἀναγνώρσιε ἀμέσως. Ἔριξε πάνω μιά πρόσχαρη ματιά καί εἶπε:
- Ἐδῶ
κι ἐσύ; Πῶς εἶναι ἡ μητέρα σου;
Τά
μάτια μου βούρκωσαν.
-
Στήν ἴδια κατάσταση……
χωρίς ἐλπίδες……., ἀποκρίθηκα μέ λυγμούς.
Τ’ ἀστραφτερά του μάτια καρφώθηκαν στά δικά μου. Ἡ φωνή του ἦταν δυνατή καί σταθερή, ὅταν εἶπε:
-
Θά παρακαλέσουμε θερμά τόν Θεό νά τῆς
χαρίσει τήν ὑγεια. Καί Ἐκεῖνος
θά εἰσακούσει τίς
προσευχές μας καί θά τή σώσει!….
Τίς
τελευταῖες λέξεις μόλις
πού τίς ἄκουσα, γιατί τό
πλῆθος εἶχε ἤδη ὠθήσει τόν π. Ἰωάννη μπροστά, πρός τό ἱερό βῆμα.
Σέ λίγο ἄρχισε ἡ θεία Λειτουργία.
Μέσα
στό ἱερό ἔφταναν ἀδιάκοπα σημειώματα, ἐπιστολές καί τηλεγραφήματα. Περιεῖχαν ὀνόματα, γιά νά τά μνημονεύσει ὁ π. Ἰωάννης στήν ἁγία πρόθεση.
Εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψει κανείς μιά
Λειτουργία τοῦ π. Ἰωάννου· τή μεταρσιωτική της δύναμη, τήν
κατανυκτική της ἀτμόσφαιρα…
Μέσα σέ τόση λαοθάλασσα, ἡ τέλεση τῆς ἀναίμακτης θυσίας ἀπό τά χέρια τοῦ π. Ἰωάννου κατέβαζε τόν οὐρανό στή γῆ. Ἡ θεία Λειτουργία ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος μιά δυνατή φλόγα προσευχῆς, πού κατάκαιγε τίς καρδιές ὅλων τῶν πιστῶν.
Μέσα σέ τόση λαοθάλασσα, ἡ τέλεση τῆς ἀναίμακτης θυσίας ἀπό τά χέρια τοῦ π. Ἰωάννου κατέβαζε τόν οὐρανό στή γῆ. Ἡ θεία Λειτουργία ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος μιά δυνατή φλόγα προσευχῆς, πού κατάκαιγε τίς καρδιές ὅλων τῶν πιστῶν.
Ἔφυγα
συγκλονισμένος γιά τό σπίτι μου.
Τήν ἑπόμενη μέρα ὁ π. Ἰωάννης λειτούργησε στόν ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Περιττό νά πῶ, πώς ἔτρεξα ἀπό τούς πρώτους ἐκεῖ. Εἶχαν φέρει πολλούς ἀρρώστους καί δαιμονισμένους. Κάτω ἀπό τούς θόλους τοῦ ναοῦ ἀκούγονταν σπαρακτικοί στεναγμοί, ἀνατριχιαστικές κραυγές, ἀλλά καί συγκινητικές ἱκεσίες τῶν ἀσθενῶν, πού προσδοκοῦσαν τή θεραπεία τους ἀπό τόν «μπάτσουσκα»(παππούλη).
Κι ἀνάμεσα σ’ ὅλες αὐτές τίς φωνές, ξεχώριζε δυνατή, σταθερή, κρυστάλλινη ἡ φωνή τοῦ λειτουργοῦ π. Ἰωάννου. Ἔλεγε τίς εὐχές καί τίς ἐκφωνήσεις σάν νά ἦταν «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», ἀπερίσπαστος ἀπό τίς κραυγές τοῦ πλήθους. Ἀπευθυνόταν στόν Κύριο μέ μιάν ἀμεσότητα καί μιά παρρησία, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων», πού σέ καθήλωναν. Θύμιζε προφήτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού μιλοῦσε ἀπεύθείας στόν φοβερό Θεό.
Πρίν τελειώσει ἡ ἀκολουθία, ἔφυγα γιά τό σπίτι. Μ’ ἔτρωγε ἡ ἀγωνία, πώς ἡ μητέρα μου μποροῦσε νά εἶχε ἤδη πεθάνει. Τή βρῆκα ὅμως στήν ἴδια κατάσταση… Τί νά ἔκανα; Καθόμουν σ’ ἀναμμένα κάρβουνα. Στό τέλος δέν ἄντεξα. Πῆρα μιάν ἅμαξα μέ γρήγορα ἄλογα, καί ξεκίνησα γιά τό σπίτι πού ἔμενε ὁ π. Ἰωάννης.
Δέν εἶχα προλάβει νά στρίψω στή γωνία τοῦ δρόμου μας, καί τί νά δῶ! Μιά ἀτέλειωτη σειρά ἀπό ἅμαξες κατευθυνόταν πρός τό μέρος μου. Στήν πρώτη ἅμαξα καθόταν ἡ γρια-Ματρώνα Μεντβέντεβα μέ μερικούς ἱερεῖς. Μέ εἶδε, κούνησε πέρα-δῶθε καί τά δύο της χέρια καί φώναξε:
- Ἀπό ποῦ θά πᾶμε στό σπίτι σου; Σέ σᾶς ἔρχεται
ὁ π. Ἰωάννης!
Κέρωσα…
Ὁ π. Ἰωάννης στό σπίτι μου! Ἀπίστευτο!….. Δόξα Σοι, Κύριε!
Ξετρελαμένος, γύρισα σάν ἀστραπή στό σπίτι καί εἰδοποίησα τόν πατέρα καί τή γιαγιά μου γιά τή σπουδαία ἐπίσκεψη. Τούς εἶπα νά ὑποδεχθοῦν ὅπως ἔπρεπε τόν παππούλη, κι ἐγώ ἑτοίμασα γρήγορα στό σαλόνι ὅ,τι χρειαζόταν γιά νά τελεστεῖ ἁγιασμός: ἕνα τραπεζάκι μέ καθαρό κάλλυμμα, μιά ἀσημένια λεκάνη μέ νερό, δυό κεριά, ἕνα σταυρό κι ἕνα μικρό Εὐαγγέλιο.
Μεταφέραμε τή μητέρα μέ τό κρεβάτι μέσα στήν εὐρύχωρη σάλα. Στό μεταξύ πλήθη πιστῶν εἶχαν κατακλύσει ὄχι μόνο τό σπίτι καί τήν αὐλή, μά καί τούς γύρω δρόμους.
-
Ποῦ εἶναι ἡ ἄρρωστή
σας; ἀκούστηκε ξαφνικά ἡ φωνή του π. Ἰωάννου, καθώς ἔμπαινε μέσα.
-
Νά, βλέπεις; Ἦρθα στή μητέρα
σου. Θά προσευχηθοῦμε
καί ὁ Κύριος θά τή
γιατρέψει.
Μ’ αὐτά τά λόγια πλησίασε στό κρεβάτι μέ τήν ἄρρωστη, πού δέν ἐποικοινωνοῦσε πιά, τή χάϊδεψε ἁπαλά στό μέτωπο καί ψιθύρισε:
-
Καημένη μου, ἄρρωστη Ἀντωνίνα…
Ἔπειτα τή σταύρωσε στό κεφάλι μέ τόν σταυρό πού εἶχε μαζί του, τῆς διάβασε μιά εὐχή καί ζήτησε ἀπ’ ὅλους μας νά προσευχηθοῦμε γιά τή θεραπεία της. Στάθηκε ὕστερα μπροστά στό τραπεζάκι, πού εἶχα ἑτοιμάσει κι ἔκανε ἁγιασμό καί παράκληση. Στό τέλος τῆς παρακλήσεως γονάτισε καί ἄρχισε νά παρακαλεῖ μεγαλόφωνα τόν Θεό γιά τή θεραπεία τῆς μητέρας μου.
- Γιά χάρη τῶν παιδιῶν της, Κύριε, δεῖξε τό μέγα Σου ἔλεος. Λυπήσου τή δούλη σου Ἀντωνίνα. Δῶσε της ζωή καί δύναμη. Συγχώρησε ὅλα της τά ἁμαρτήματα, ὅλα της τά πταίσματα, ἑκούσια καί ἀκούσια. Ἐσύ, Κύριε, εἶπες «αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καί εὑρήσετε». Εἰσάκουσε λοιπόν κι ἐμᾶς, πού καταφεύγουμε στήν εὐσπλαχνία Σου καί χάρισε τήν ὑγεία στήν ἄρρωστη Ἀντωνίνα Σου!
Σηκώθηκε, πλησίασε τή μητέρα, τήν εὐλόγησε καί εἶπε μέ προστακτική φωνή:
- Νά φωνάξετε ἀμέσως ἕναν ἱερέα, γιά νά ἐξομολογήσει καί νά κοινωνήσει τήν ἄρρωστη! Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά γίνει καλά!
Καθώς μᾶς ἀποχαιρετοῦσε, ἔκανε στόν πατέρα δυό-τρεῖς ἐρωτήσεις γύρω ἀπό τήν οἰκογένειά μας καί τή ζωή μας, μᾶς ἔδωσε τήν εὐχή του καί βγῆκε ἔξω. Διέσχισε μέ κόπο τήν κατάμεστη ἀπό κόσμο αὐλή καί ἀνέβηκε μέ δυσκολία στήν ἅμαξα, πού τόν περίμενε στήν αὐλόπορτα. Οἱ πιστοί τήν περικύκλωσαν καί τήν ἐμπόδισαν νά προχωρήσει. Μερικοί ἀγωνίζονταν ν’ ἀγγίξουν ἔστω καί μιάν ἀκρούλα τοῦ ράσου τοῦ χαρισματικοῦ παππούλη. Ἄλλοι πάλι ἔριχναν μέσα στήν ἅμαξα γράμματα, χρήματα, χαρτιά μέ ὀνόματα γιά μνημόνευση.
Ἐμεῖς ὅμως δέν εἴχαμε τήν ὑπομονή νά δοῦμε τί θ’ ἀπογίνει. Μόλις ξεπροβαδίσαμε τόν π. Ἰωάννη, ἐπιστρέψαμε μέσα γιά νά δοῦμε τήν κατάσταση τῆς μητέρας΄
Οἱ καρδιές ὅλων μας σπαρτάρησαν καί κραυγές χαρᾶς βγῆκαν ἀπό τά χείλη μας, καθώς τήν εἴδαμε νά ἔχει συνέλθει καί νά κάθεται στό
κρεβάτι. Τό θαῦμα εἶχε γίνει! Στό χλωμό καί
σκελετωμένο πρόσωπό της εἶχε
λάμψει μιά ἀκτίνα ζωῆς.
Ἔριξε πάνω μας ἕνα κουρασμένο βλέμμα καί μέ φωνή πού μόλις ἀκουγόταν ψέλλισε παρακλητικά:
-Ἀφῆστε
με μόνη….
Σεβαστήκαμε τήν ἐπιθυμία της καί βγήκαμε ἔξω. Καλέσαμε τόν ἐφημέριο τῆς ἐνορίας, ὅπως μᾶς εἶχε πεῖ ὁ π. Ἰωάννης. Δέν ἄργησε νά ἔρθει. Τήν ἐξομολόγησε καί τήν κοινώνησε.
Ὅταν ἐπιστρέψαμε στό δωμάτιο, ἦταν καθισμένη στό κρεβάτι, ἀλλ’ ἀμέσως σηκώθηκε ἀργά-ἀργά καί στάθηκε στά πόδια της. Ἦταν ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τῆς δοκιμασίας της. Ἀπό τήν ἄλλη μέρα ἄρχισε νά συνέρχεται μέ γοργό ρυθμό. Σύντομα ἔγινε τελείως καλά. Καί ὁ Θεός εὐδόκησε νά ζήσει τριαντατέσσερα χρόνια ἀκόμα!
Ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς πίστεως καί τῆς προσευχῆς στή θεραπεία τῆς μητέρας μου σημάδεψε ἀνεξίτηλα τήν ἐφηβική μου ψυχή. Ἐνίσχυσε τόν πόθο ν’ ἀφιερώσω τή ζωή μου στό Θεό καί στή διακονία τῶν συνανθρώπων μου καί σταθεροποίησε τήν πορεία μου πρός τήν ἀπόκτηση τῆς μεγάλης ἱερατικῆς χάριτος.
Στήν περίπτωση τῆς μητέρας μου ἀποκαλύφθηκαν ὁλοφάνερα, γι’ ἄλλη μιά φορά, ἡ παντοδυναμία τοῦ Κυρίου, πού ἐπιμελεῖ πάντοτε πλῆθος θαυμάτων διαμέσου τῶν ὀργάνων Του, τῶν ἱερέων. Ἀποκαλύφθηκε ἀκόμα ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς, πού κεντρίζει τήν εὐσπλαχνία τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ καί προκαλεῖ τήν ἐπέμβασή Του στίς δύσκολίες μας.
Ποιός ἄπιστος καί μέ ποιά ὀρθολογιστικά ἐπιχειρήματα θά μποροῦσε ποτέ νά κλονίσει τήν πίστη μου, τήν στιγμή πού ἔζησα ἕνα τέτοιο ζωντανό θαῦμα;
* Ὁ π. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης (Ἰβάν Ἴλιτς Σέργιεφ - 1829-1908)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου