Από τις "Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα"
(Στήν
αὐγή τῆς ζωῆς μου)
του Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
……
Πολύ νωρίς διαπίστωσα ὅτι ὁ πατέρας ἀγαποῦσε τόν μεγαλύτερο ἀδελφό μου περισσότερο ἀπό μένα. Κι αὐτό γιατί διέψευσα τήν ἐλπίδα καί τήν ἐπιθυμία του ν’ ἀποκτήση μιά κόρη. Πόσο πληγωνόταν ἡ παιδική μου καρδιά, ὅταν στίς γιορτές ὁ πατέρας χάριζε ἀκριβά δῶρα στόν Ἱλαρίωνα -ἄλλοτε ἕνα ποδήλατο, ἄλλοτε μιά μεγάλη θήκη μέ εἴδη ζωγραφικῆς, ἄλλοτε ἕνα κουτί μέ ξύλινους κύβους- καί σέ μένα ἔδινε μόνον μιάν ἀσημένια πεντάρα!
Πολύ νωρίς διαπίστωσα ὅτι ὁ πατέρας ἀγαποῦσε τόν μεγαλύτερο ἀδελφό μου περισσότερο ἀπό μένα. Κι αὐτό γιατί διέψευσα τήν ἐλπίδα καί τήν ἐπιθυμία του ν’ ἀποκτήση μιά κόρη. Πόσο πληγωνόταν ἡ παιδική μου καρδιά, ὅταν στίς γιορτές ὁ πατέρας χάριζε ἀκριβά δῶρα στόν Ἱλαρίωνα -ἄλλοτε ἕνα ποδήλατο, ἄλλοτε μιά μεγάλη θήκη μέ εἴδη ζωγραφικῆς, ἄλλοτε ἕνα κουτί μέ ξύλινους κύβους- καί σέ μένα ἔδινε μόνον μιάν ἀσημένια πεντάρα!
Τήν ὁλοφάνερη θλίψη μου τήν ἔβλεπαν τόσο ἡ μητέρα, ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός μου. Γι’ αὐτό μοῦ ἔδειχναν ἰδιαίτερη στοργή καί συμπάθεια στίς δύσκολος ὧρες.
Μιά
φορά μόνο, θυμᾶμαι, πού ὁ πατέρας μοῦ χάρισε ἕνα πολύ ὡραῖο
κουτί μέ σοκολατένια παιχνίδια. Ἡ
χαρά μου ἦταν τότε ἀπερίγραπτη. Ὅρμησα πάνω του, τόν ἀγκάλιασα καί τόν γέμισα φιλιά καί εὐχαριστίες. Ὕστερα φώναξα ἐνθουσιαμένος τόν Ἱλαρίωνα καί μοιράστηκα μαζί του τό
περιεχόμενο τοῦ κουτιοῦ.
Ἡ μητέρα πάντως μᾶς ἀντιμετώπιζε καί τούς δυό μέ τά ἴδια αἰσθήματα. Ἦταν πάντα τρυφερή καί ἐγκάρδια. Μέ τό χάδι καί τόν γλυκό λόγο, μέ τή στοργή καί τήν ὑπομονή της, μᾶς ἐνέπνευσε τήν πίστη στόν Θεό καί τήν ἀγάπη στόν ἄνθρωπο.
Ἀλλά
καί οἱ δύο γιαγιάδες
μας, μέ ἀξιοθαύμαστη
παιδαγωγική δεξιοτεχνία καί σύνεση, ἔσπειραν
μέσα μας τόν σπόρο τῆς
πίστεως.
Ἡ μία, τῆς μητέρας μου ἡ μητέρα, ἦταν πρεσβυτέρα, χήρα τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Εὐλαμπίου. Αὐτή ἦταν μάλιστα καί ἡ νονά μου. Ἡ ἄλλη, ἡ μητέρα τοῦ πατέρα μου, εἶχε γεννηθεῖ στήν ἡλιόλουστη Μολδαβία. Ὁ παππούς μου εἶχε πάρει μέρος στόν ρωσοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1870 καί εἶχε πολεμήσει στίς ἐπιχειρήσεις τῆς Μολδαβίας.
Ἡ μία, τῆς μητέρας μου ἡ μητέρα, ἦταν πρεσβυτέρα, χήρα τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Εὐλαμπίου. Αὐτή ἦταν μάλιστα καί ἡ νονά μου. Ἡ ἄλλη, ἡ μητέρα τοῦ πατέρα μου, εἶχε γεννηθεῖ στήν ἡλιόλουστη Μολδαβία. Ὁ παππούς μου εἶχε πάρει μέρος στόν ρωσοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1870 καί εἶχε πολεμήσει στίς ἐπιχειρήσεις τῆς Μολδαβίας.
Μετά τό τέλος τοῦ πολέμου νυμφεύθηκε αὐτή τήν ὄμορφη καί λεβεντοκόρη Μολδαβή καί τήν ἔφερε στή Βιάτκα. Ἡ μορφή της ζωντάνεψε στή μνήμη μου τό καλοκαίρι τοῦ 1956, ὅταν μέ τήν εὐλογία τοῦ πατριάρχη Μόσχας Ἀλεξίου Α΄ καί τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ὀδησσοῦ Βόριδος ταξίδεψα καί λειτούργησα σέ πόλεις καί χωριά τῆς Μολδαβίας.
Ἡ παραδοσιακή ὀρθόδοξη ρωσική οἰκογένεια, μέσα στήν ὁποία γεννήθηκα καί μεγάλωσα, εἶχε γερά θρησκευτικά θεμέλια καί ἀρχές, πού κληρονόμησε ἀπό τίς προηγούμενες γενιές. Ἡ μνήμη μου δέν συγκρατεῖ οὔτε μιά περίπτωση παιδικοῦ καυγᾶ, οὔτε καί ἔντονες φιλονικίες ἀνάμεσα στούς μεγαλυτέρους. Ἀκόμα κι ὅταν ἐμεῖς τό παρακάναμε στίς ἀταξίες καί τή φασαρία, οἱ γονεῖς ποτέ δέν μᾶς χτυποῦσαν. Μᾶς ἔλεγαν μόνο μ’ ἕνα συγκρατημένο χαμόγελο:
- Ὤ, πόσο ἐνοχλητικοί καταντήσατε μέ τούς θορύβους
σας! Καλύτερα νά μήν ὑπήρχατε!
Τότε
ἐμεῖς
ξαπλώναμε σ’ ἕνα ντιβάνι,
σταυρώναμε τά χέρια στό στῆθος,
κλείναμε τά μάτια καί ἀνακοινώναμε
σοβαρά-σοβαρά:
-
Νά, τώρα πιά πεθάναμε!
Ἡ
μητέρα, μέ στεγνό ὕφος
καί ἥρεμη φωνή, ἀπαντοῦσε συνήθως:
- Ἐντάξει. Πολύ καλά!
Μετά
ἀπ’ αὐτό σταματούσαμε κάθε φασαρία.
Ὅπως ἔγραψα πιό πάνω, μέ στενοχωροῦσε πολύ πού ὁ πατέρας ἔδειχνε περισσότερη ἀγάπη στόν Ἱλαρίωνα. Κάποια φορά μάλιστα δέν ἄντεξα καί ρώτησα τήν μήτερα:
-
Ποιά εἶναι ἡ αἰτία
τῆς ἄδικης
συμπεριφορᾶς τοῦ πατέρα ἀπέναντί μου;
Κι ἐκείνη, χαϊδεύοντας τρυφερά τό κεφάλι μου, ἀποκρίθηκε
Κι ἐκείνη, χαϊδεύοντας τρυφερά τό κεφάλι μου, ἀποκρίθηκε
-
Συμβαίνει καμιά φορά, δυστυχῶς,
νά ἐκδηλώνει
δυσμένεια ὁ πατέρας ἤ καί ἡ μητέρα πρός τό ἕνα ἤ τό ἄλλο παιδί. Ἀλλ’ αὐτό ἀργά ἤ γρήγορα ξεπερνιέται.
Ἡ μητέρα εἶχε δίκιο! Ὅταν σέ ἡλικία εἰκοσιδύο ἐτῶν ἔγινα ἱερομόναχος καί ξεκίνησα ἀπό τό Καζάν, ὅπου σπούδασα τή θελογία, γιά τήν Καμτσάτκα, ὁ πατέρας ἄλλαξε τελείως τή συμπεριφορά του ἀπέναντί μου. Ἔγινε ἀγνώριστος. Τρυφερός καί στοργικός. Τά γράμματα πού μοῦ ἔστελνε ἦταν πάντα γραμμένα μέ βαθειά ἀγάπη καί ἐγκάρδιο ἐνδιαφέρον.
Μέ τά ἴδια αἰσθήματα μέ ἀντιμετώπιζε καί ὅταν ἐρχόμουν ἀργότερα στήν Πετρούπολη, σάν ἐκπρόσωπος τῆς ἱεραποτολῆς τῆς Καμτσάτκας.
Στίς
ἐλάχιστες μέρες πού ἔμενα κάθε φορά στό πατρικό σπίτι, μέ
συγκινοῦσε ἡ φροντίδα καί ἡ στοργή του γιά μένα. Δέν ἔφευγε οὔτε λεπτό ἀπό κοντά μου. Καί θλιβόταν πολύ, ὅταν κάποιες ὑποθέσεις μέ ἀνάγκαζαν ν’ ἀπουσιάσω γιά μερικές ὧρες. Τότε στεκόταν ἀμίλητος στό παράθυρο καί μέ ἀνυπομονησία περίμενε τήν ἐπιστροφή μου.
Ποῦ ὀφειλόταν,
ἄραγε, ἡ ἀλλαγή
αὐτή τῶν αἰσθημάτων τοῦ πατέρα ἀπέναντί μου; Δυσκολεύομαι ἀκόμα καί σήμερα νά βγάλω κάποιο
συμπέρασμα.
Ἴσως νά ἦταν ἡ ἐπίδραση πού ἄσκησε πάνω του ἡ ἔνταξή μου στό μοναχισμό καί ἡ τόσο συγκινητική καί βαθυστόχαστη ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, στήν ὁποία παραβρέθηκε. Ἴσως πάλι νά τόν ἐπηρέασε ἡ ξαφνική μου ἀπόφαση ν’ ἀποδυθῶ στή γεμάτη στερήσεις καί δοκιμασίες ἱεραποστολική διακονία, στή μακρινή καί ἄγνωστη Καμτσάτκα.
Ἴσως νά ἦταν ἡ ἐπίδραση πού ἄσκησε πάνω του ἡ ἔνταξή μου στό μοναχισμό καί ἡ τόσο συγκινητική καί βαθυστόχαστη ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, στήν ὁποία παραβρέθηκε. Ἴσως πάλι νά τόν ἐπηρέασε ἡ ξαφνική μου ἀπόφαση ν’ ἀποδυθῶ στή γεμάτη στερήσεις καί δοκιμασίες ἱεραποστολική διακονία, στή μακρινή καί ἄγνωστη Καμτσάτκα.
Δέν ξέρω, ἀλλά φαίνεται ὅτι αὐτά τά σημαντικά γεγονότα τῆς ζωῆς μου προκάλεσαν μιά βαθειά ἀλλαγή στόν ψυχικό κόσμο τοῦ πατέρα μου, ἄν καί ὁ ἴδιος δέν διακρινόταν γιά τήν ἰδιαίτερη θρησκευτικότητά του. Ἦταν ὁ τύπος τοῦ χριστιανοῦ τῶν πανηγύρεων καί πήγαινε στήν ἐκκλησία μόνο δύο-τρεῖς φορές τόν χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου