Η νύχτα του
συγγραφέα
του Κώστα Ε.
Τσιρόπουλου
Δεν θα αναρωτηθώ γιατί υπάρχει στον κόσμο η νύχτα και ποια η χρησιμότητα της.
Το μυστήριο της Δημιουργίας μένει ανέπαφο, μπροστά σε ερωτήσεις που στερούνται
απαντήσεων. Μολαταύτα, υπακούοντας στην εντολή του Πλάτωνα, θα αναρωτηθώ –και
στη συνέχεια θα επιχειρήσω να εξηγήσω- ποιο νόημα έχει η λέξη «Συγγραφέας» και
ποιος είναι, κατά τη γνώμη μου, ο ορισμός της.
Αποδεχόμενος εκ
προοιμίου τον απόλυτο διαχωρισμό του Ρολάν Μπαρτ [1915-1980], μεταξύ «συγγραφέως» και
«γράφοντος», πρέπει να υπογραμμίσω ότι κάθε πρόσωπο που απλώς γράφει, υψώνει το
ανάστημα του ενάντια στα καμώματα του χρόνου, στα καμώματα της λήθης.
Διότι, ενώ το ανθρώπινο
ον, από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο, καταναλώνει χρόνο, είναι
χρονοβόρο, ο χρόνος από την άλλη καταβροχθίζει τον άνθρωπο, είναι ανθρωποφάγος.
Αντιστεκόμενος σ’ ένα πεπρωμένο εξολοθρευτή, ο άνθρωπος γράφει, επιχειρεί να
σταματήσει τον χρόνο, να τον υπερβεί ή να τον κατατροπώσει με τις λέξεις του,
χαρίζοντας την υπέρβασή του και όχι απλώς εξασκώντας την αντίστασή του, στη
ματαιότητα του ζην μέσα στον κόσμο.
Αλλά το γράφειν δεν
σημαίνει μονάχα αντίσταση. Με την ίδια βαρύτητα, αποτελεί επίσης γνώση.
Το ανθρώπινο ον γνωρίζει και αναγνωρίζει την ύπαρξη του και τον κόσμο ολόκληρο
στα μυστικά του, με τις λέξεις. Έτσι όπως ο Λόγος έγινε Ρήμα, ο κόσμος
ρηματοποιείται μέσα στον άνθρωπο, έτσι όπως αποκαλύπτεται η ύπαρξη του στα πιο
σκοτεινά και δυσνόητα μυστήρια.
Από τη στιγμή που
ήρθαμε στη γη, καρποί του έρωτα των γονιών μας, προχωρούμε προς τούτη την πολυσθενή
γνώση, ρωτώντας με λέξεις. Ρωτώντας τους άλλους, αναρωτώμενοι οι ίδιοι για την
πείνα και τη δίψα, τον πόνο και τον ύπνο, την κούραση, την όρεξη και τον πόθο,
χρησιμοποιώντας τις λέξεις για να φωτίσουμε τη μυστηριώδη ύπαρξη μας στον
κόσμο, ώσπου όλο μας το είναι διηθημένο μετατρέπεται σ’ ένα σύμπαν από λέξεις.
Αυτή η ιερή λειτουργία
της εισαγωγής του ανθρώπου στο μυστήριο του κόσμου –της ίδιας του της ύπαρξης-
με ερωτήσεις, κωδικοποιήθηκε από τον Πλάτωνα με τη μορφή του διαλόγου.
Αυτός ο εν εξελίξει
διάλογος με προορισμό το αίνιγμα της ύπαρξης, δεν σημαίνει μονάχα επικοινωνία
ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά επίσης: κοινωνία, κοινότητα και κοινωνικό σύνολο
– την ελληνική λέξη: κοινωνία.
Και αυτή η διαφωτιστική λειτουργία
συνεχίζει να είναι προφορική, μέχρι που ο άνθρωπος φοβισμένος από τη ρευστότητα
των λέξεων, από την θεία αντίσταση της σιωπής απέναντι του, συνειδητοποιεί τη
ματαιότητα κάθε προφορικής ρηματοποίησης, τον χαμό των λέξεων του.
Τότε, οι φτερωτές
λέξεις του Ομήρου, για να μη χαθούν, πρέπει να δεθούν στη γραφή. Με τον τρόπο
αυτό, οχυρώνεται η μνήμη απέναντι στην πολιορκία της λήθης και σχηματοποιείται
η αντίσταση στη ματαιότητα του διαλόγου.
Όμως η προσέγγιση μου,
που αφορά στον γραπτό λόγο, δεν τελειώνει ούτε εδώ, ούτε με αυτόν τον τρόπο. Κάθε
άνθρωπος –που δεν είναι τελείως αναλφάβητος- γράφει, αλλά σίγουρα δεν είναι
συγγραφέας. Συγγραφέας είναι εκείνος, που γράφει συχνά κείμενα και βιβλία, σαν
ένας αγωνιστής που μάχεται διαρκώς ενάντια στον χρόνο, ο οποίος είναι στην
ουσία μηδενιστής.
Ο συγγραφέας που
υπαινίσσεται ο τίτλος αυτού του διαλόγου, είναι εκείνος που εδραιώνει μια
οντολογική σχέση με τις λέξεις, με τον γραπτό λόγο. Οι γραπτές λέξεις του
αποκαλύπτουν την ίδια την ουσία της ύπαρξης του.
Και όχι μόνο: αυτός ο τύπος συγγραφέα γράφει τα
κείμενα του έχοντας μια μυστηριώδη αντίληψη της ομορφιάς του κειμένου και οι
λέξεις του αποτελούν κλειδιά του αινίγματος μας. Είναι υπηρέτης της γλωσσικής
Τέχνης. Κι όταν ο χρόνος ξυπνά μέσα σε ολόκληρη την ύπαρξη του τη σαρωτική
ματαιότητα του ανθρώπινου (διότι η ιστορία ολάκερης της Ανθρωπότητας είναι τόσο
λήθη, όσο και ανάμνηση), ο συγγραφέας ορθώνει το ανάστημα του και την
αντιμετωπίζει χρησιμοποιώντας, σαν ύστατο μέσο, την ομορφιά της γλώσσας του,
την διαχρονικότητα των λέξεων της. Έτσι στα ελληνικά, Λογοτεχνία
σημαίνει «Τέχνη του λόγου».
Τούτη η λειτουργία
είναι οντολογική, διότι δικαιώνει ολόκληρη την ύπαρξη, απορροφά την απολυτότητα
του είναι. Ο συνειδητοποιημένος συγγραφέας δεν γράφει μονάχα με το πνεύμα, με
την ψυχή ή την καρδιά του. Γράφει με όλη του την ύπαρξη, με το σώμα του επίσης.
Ο κόσμος έχει ζήσει
μεγάλες περιόδους περιφρονώντας το σώμα και εξυψώνοντας την ψυχή. Τώρα, στην
εποχή της εξάπλωσης του homo economicus, συμβαίνει το αντίθετο. Όμως
σεβόμενος τον ελληνικό κανόνα, το μέτρον, πρέπει να υπογραμμίσω μια μεγάλη
αλήθεια: η ύλη είναι καλή, είναι άγια και ευλογημένη, γιατί κι εκείνη επίσης,
έχει φτιαχτεί από τον Δημιουργό των Πάντων.
Κι ένας
συνειδητοποιημένος συγγραφέας δεν υπακούει μονάχα στις επιταγές του πνεύματος
του, της ψυχής ή του νου του –στις επιταγές που προέρχονται από όλες εκείνες
τις αόρατες και ακατανόητες δυνάμεις της υπάρξεώς του- αλλά και στο σώμα του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας συγγραφέας πρέπει να είναι υλιστής.
Αντίθετα: οι λέξεις δεν
περιέχουν ύλη και στην ελληνική γλώσσα ο όρος «συγγραφέας» αποκτά μια
μυστηριώδη έννοια. Είναι κάποιος που συν-γράφει. Δηλαδή γράφει συν,
με, με άλλα λόγια «με κάποιον», όχι μόνος. Γράφει συνοδευόμενος. Ποιος είναι
αυτός ο «κάποιος», αυτός ο «άλλος» που δεν είναι «εγώ»; Και γιατί συνεργάζεται
σε τούτο το κατόρθωμα ομορφιάς της γλώσσας;
Ίσως γιατί αυτός ο
Κάποιος, αυτός ο Άλλος, είναι ο Δημιουργός όλης της Ομορφιάς του Κόσμου, μιας
ομορφιάς όχι στατικής, αλλά διαρκώς συνεχιζόμενης μέσα στον χρόνο –που επίσης
ανήκει στη Δημιουργία. Αυτός ο Κάποιος είναι ο ίδιος που δημιούργησε τη Νύχτα.
Όπως επίσης και τη Νύχτα του Συγγραφέα...
[Απόσπασμα από την Ομιλία κατά την τελετή
αναγόρευσης του συγγραφέα σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Γρανάδας,
στις 27 Μαΐου 2004. Το πλήρες κείμενο δημοσιεύεται στο 3ο τεύχος του περιοδικού
Φρέαρ.
Μετάφραση, από
την Ούρσουλα Φωσκόλου. Η φωτογραφία προέρχεται από τη
Νοσταλγία
του Αντρέι Ταρκόφσκι.]