Τα «εφ’ ημίν» και τα «ουκ εφ’ ημίν» της ποιητικής
δημιουργίας
Γιώργος Βαρθαλίτης
Κάθε άξιο ποιητικό έργο είναι αποτέλεσμα μιας περίπλοκης διεργασίας, που μόνον εν μέρει μπορεί να αναλυθεί.
Ωστόσο
και εδώ, όπως και στις άλλες καλλιτεχνικές δημιουργίες, μπορούμε να ξεχωρίσουμε
δύο ειδών παράγοντες: τους «εφ ημίν» και τους «ουκ εφ’ ημίν», αυτούς δηλαδή που εξαρτώνται από τη δική μας
βούληση και προσπάθεια κι αυτούς που λειτουργούν ανεξάρτητα απ’ αυτές.
Στα
«εφ’ ημίν» της ποιητικής δημιουργίας εντάσσονται η εξοικείωση με τα μεγάλα έργα
της παράδοσης, και στη δική μας και σε άλλες γλώσσες, η έμπρακτη αφομοίωση των
εκφραστικών τρόπων παλιότερων ή σύγχρονων δημιουργών, η επαρκής κατάκτηση της
τεχνικής, η συνεχής δημιουργική, μεταφραστική ή αναγνωστική τριβή με τον
ποιητικό λόγο, το επίπονο κι επίμονο δούλεμα του στίχου.
Δεν
νομίζω πως αν λείπει κάτι απ’ τα παραπάνω, θα καταφέρει ο επίδοξος στιχοπλόκος
να δώσει κάτι άρτιο.
Στα
«ουκ εφ’ ημίν» ανήκουν, βέβαια, το ταλέντο, η έμφυτη δωρεά, η κλίση.
Ο
κάθε επίδοξος καλλιτέχνης, προτού ορμήξει στον στίβο και αποδυθεί στον ωραίο
αγώνα, θα πρέπει να σταθμίσει τις δυνάμεις του.
Δεν
θέλω βέβαια να πω, πως χρειάζεται κάποιο έκτακτο ή εξαιρετικό χάρισμα.
Άνθρωποι
με πενιχρό ταλέντο, αλλά με επίμονη θέληση και συνεχή προσπάθεια, έφτιαξαν
αξιόλογο έργο (λ. χ. ο Καβάφης).
Κι
εκεί όμως είναι εμφανής η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία και κλίση, που
υπερφαλαγγίζουν τις όποιες αδυναμίες.
Στα
«ουκ εφ’ ημίν» ανήκει κι η έμπνευση. Η έμπνευση δεν εκβιάζεται με ναρκωτικές
ουσίες, μήτε κατοικεί στην ασυνάρτητη ζωή, στη μέθη, τη διαστροφή, τις
οργιαστικές εκδηλώσεις. Είναι αλήθεια πως ο Θεός μπορεί να επισκεφθεί τους
εκλεκτούς του σε οποιοδήποτε μέρος (από το κελλί του μοναχού ή τη σοφίτα του
φοιτητή μέχρι το καταγώγιο του παρία), αλλά είναι αυτός που επιλέγει πάντα
ποιον θα επισκεφθεί.
Ο
μωρός που παρασυρμένος από τον Μπωντλαίρ, θα τον αναζητήσει στις αναθυμιάσεις
του αψίνθου ή στους καπνούς του οπίου, θα απογοητευθεί, αφού δεν θα βρει παρά
το κενό που κουβαλούσε ήδη μέσα του.
Εξ
ίσου μωρός κι αυτός που θα τον αναζητήσει στα «λογοτεχνικά café» ή στο
αποστειρωμένο περιβάλλον των σεμιναρίων. Τέτοιοι χώροι προσφέρονται για
κοινωνική δικτύωση, όχι όμως για το μυστήριο του πνεύματος.
Ο
Πλάτωνας διακρίνει τέσσερα είδη ιερής μανίας: την διονυσιακή, την προφητική,
την ποιητική και την ερωτική. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτές συνδέονται
ψυχολογικά μεταξύ τους, κατά πόσον η ποιητική μανία μπορεί να προκύψει απ’ τις
υπόλοιπες.
Η
σύνδεση του ποιητή με τον προφήτη (στη λατινική η λέξη είναι κοινή και για τους
δύο: vates) υποδηλώνει μια αρχική συνάφεια ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο «μανίες»,
αλλά και πάλι δεν είναι όλες οι Πυθίες ποιήτριες, μήτε όλοι οι ποιητές
προφήτες.
Μεγαλύτερη συνάφεια με την ποιητική φαίνεται πως έχει η ερωτική μανία:
«πας
γαρ ποιητής γίγνεται, καν άμουσος ην το πριν, ου αν έρως άψηται», μας
υπενθυμίζει ξανά ο Πλάτων. Φανταστείτε τώρα τι δυνάμεις απελευθερώνονται, όταν
ο έρωτας αγγίξει κάποιον που είναι ποιητής.
Βέβαια
και εδώ τον ορίζοντα του πνευματικού τον διανοίγει κυρίως ο ανολοκλήρωτος, ο
μυστικός έρωτας: το δίδαγμα των Καθαρών.
Τέλος
στα «ουκ εφ ημίν» ανήκει κι η τύχη: η αποδοχή κι η ενθάρρυνση, η γόνιμη
κριτική, το τυχαίο εύρημα.
Αλλά
το πώς τα αξιοποιούμε όλα αυτά, τούτο είναι σίγουρα «εφ’ ημίν».
-------
Πρώτη έντυπη δημοσίευση στο περιοδικό "Νέα Ευθύνη"
τχ 16 Μάρτιος - Απρίλιος 2013, σελ.240-241.
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου