Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

"Le Très-Bas"






Γι' αυτούς που ψιθυρίζουν στον Θεό...

του Christian Bobin


Θεός.
Το παλιό αυτό κερί του Θεού που καίγεται μες στο σκοτάδι των αιώνων, το τρελό αυτό κόκκινο αίμα, αυτό το μίζερο κερί, σβησμένο από όλους τους ανέμους, εμείς, οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, ξέρουμε τι να το κάνουμε.

Είμαστε άνθρωποι της λογικής. Είμαστε ενήλικες. Δε φωτιζόμαστε πια από τα κεριά. Κάποτε πιστεύαμε ότι οι Εκκλησίες θα μας παρέδιδαν τον Θεό. Γι’ αυτό υπάρχουν. Οι θρησκείες δε μας πειράζουν. Οι θρησκείες έχουν κάποιο βάρος και η βαρύτητα μας καθησυχάζει. Η ελαφρότητα είναι αυτή που μας τρομάζει, αυτή η ελαφρότητα του Θεού μέσα στον Θεό, του πνεύματος μέσα στο πνεύμα.

Κι έπειτα, τώρα πια βγήκαμε από τις εκκλησίες. Κάναμε μια μεγάλη διαδρομή.

Από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, από το ψέμα στην αλήθεια.
Τώρα ξέρουμε πού βρίσκεται αυτή η αλήθεια.
Βρίσκεται μέσα στο σεξ, την οικονομία και τον πολιτισμό. Και ξέρουμε καλά πού βρίσκεται η αλήθεια αυτής της αλήθειας. Βρίσκεται στο θάνατο.

Πιστεύουμε πως ο τελικός λόγος κάθε πράγματος επέρχεται στον θάνατο που χαμογελά μέσα από τα δόντια του αντικρίζοντας το θήραμά του. Και κοιτάμε τους αιώνες που πέρασαν αφ’ υψηλού, μέσα από αυτήν την πεποίθηση, όπως όλα αυτά που κοιτάμε αφ’ υψηλού.

Δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε για τα λάθη τους.
Ήταν, δίχως άλλο, απαραίτητα. Τώρα πια μεγαλώσαμε. Τώρα πια δεν πιστεύουμε παρά μόνο σε ό,τι είναι ισχυρό, λογικό, για ενήλικες.
Και τίποτα δεν είναι πιο παιδιάστικο από το φως ενός κεριού που τρέμει στο σκοτάδι.


Θεός.
Αυτή η φτώχεια του Θεού, αυτό το φως που τρεμοπαίζει μες στο φως, αυτή η μουρμούρα της σιωπής μες στη σιωπή – σ’ αυτόν μιλά ο Φραγκίσκος της Ασίζης όταν μιλά με τα πουλιά ή με την Claire, την αμέριμνη αδερφή.

Είναι ερωτευμένος. Όταν είναι κανείς ερωτευμένος μιλά στον έρωτά του και δε μιλά παρά μόνο σ’ αυτόν. Παντού, πάντα. Και τι λέει στον έρωτά του; Του λέει πως τον αγαπάει, του λέει αυτό που σχεδόν δε λέγεται – ή έστω του χαμογελά...

Συναντήσαμε κάποια από τα λόγια του σε ένα βιβλίο πολύ λεπτό, ένα βιβλίο των φτωχών.
Γράμματα χωρίς ομορφιά, προσευχές χωρίς χάρη, που έχουν χρησιμοποιηθεί όπως το πουκάμισο ενός φτωχού που έχει χιλιοπλυθεί και χιλιοφορεθεί. Κολάζ που βρίσκει κανείς στη Βίβλο.

Ένα κομμάτι ψαλμού εδώ, εκεί ένα άλλο κομμάτι – με αυτόν τον τρόπο θα πετύχει αυτό που θέλει: να προσευχηθεί, να μιλήσει στο κενό, ώστε το κενό να καθαρίσει τον λόγο του.

Σ’ αγαπάω.
Αυτή η φράση, όταν απευθύνεται στον Θεό, είναι όπως ένα φλεγόμενο βέλος που εκτοξεύεται μέσα στη νύχτα και σβήνει πριν ακόμα φτάσει τον στόχο του.
Σ’ αγαπάω: να τι λέει, να τα λόγια του, που δεν μπορούν να αποτελέσουν πρωτότυπο βιβλίο.
Ο έρωτας δεν έχει τίποτα το πρωτότυπο. Τον έρωτα δεν τον εφηύρε κανένας συγγραφέας.

Ο έρωτας είναι όπως το παιδί που κρατά μια μπάλα μπροστά από έναν τοίχο: πετάει τη λέξη του, τη μπάλα του μαζί με μια φωτεινή λέξη, την πετάει σε έναν απομακρυσμένο τοίχο, κάθε μέρα από όσες του έχουν απομείνει στη ζωή και ύστερα περιμένει να του γυρίσει πίσω.

Πετά χιλιάδες μπάλες κι ενώ καμία δεν του επιστρέφει, συνεχίζει πάντα χαμογελαστός, έχοντας εμπιστοσύνη: το ίδιο το παιχνίδι τον ανταμείβει, ο έρωτας εμπεριέχει και την απάντησή του.

Ναι, παρόλα αυτά συνεχίζει λίγο ακόμα.
Λέει: Σ’ αγαπάω και λυπάμαι που σ’ αγαπώ τόσο λίγο, που σ’ αγαπώ τόσο άσχημα, που δεν ξέρω πώς να σ’ αγαπήσω.
Όσο περισσότερο πλησιάζει το φως, τόσο περισσότερο βρίσκεται μέσα σε σκιές. Όσο περισσότερο αγαπάει, τόσο περισσότερο αισθάνεται ανίκανος να αγαπήσει. Είναι που δεν υπάρχει πρόοδος στον έρωτα, ούτε τελειότητα που μπορούμε να περιμένουμε κάποτε.

Δεν υπάρχει έρωτας ενήλικος, ώριμος και λογικός.
Μπροστά στον έρωτα δεν υπάρχουν ενήλικες, παρά μόνο παιδιά, παρά μόνο αυτό το παιδικό πνεύμα, που είναι ελεύθερο, αμέριμνο. Τα χρόνια προστίθενται. Η εμπειρία συσσωρεύεται. Χτίζεται η λογική.

Το πνεύμα του παιδιού δε μετρά τίποτα, δε συσσωρεύει τίποτα, δε χτίζει τίποτα. Το πνεύμα του παιδιού μένει πάντα νέο, πηγαίνει στα πέρατα της γης, στα πρώτα βήματα του έρωτα.
Ο άνθρωπος της λογικής είναι ένας άνθρωπος χτισμένος, αθροισμένος.

Ο άνθρωπος της παιδικότητας, αντίθετα, είναι ένας άνθρωπος που χτίζεται από τον εαυτό του, που αναγεννάται. Ένας ηλίθιος που παίζει με μια μπάλα. Ή ένας άγιος που μιλά στο Θεό του.
Ή ίσως και τα δυο μαζί.

Υπάρχει κάτι στον κόσμο, που αντιστέκεται στον κόσμο, κι αυτό δε βρίσκεται ούτε στις εκκλησίες, ούτε στους πολιτισμούς, ούτε στην πίστη που έχουν οι άνθρωποι στον εαυτό τους, στη θανατηφόρο πεποίθηση ότι είναι σοβαροί, ενήλικες, λογικοί. Αυτό το πράγμα δεν είναι πράγμα, αλλά Θεός και ο Θεός δεν μπορεί να επιβιώσει σε τίποτα εάν πρώτα δεν το ταρακουνήσει, δεν το ταπεινώσει.

Ο Θεός δεν ξέρει να επιβιώνει παρά μόνο μέσα στα στιχάκια των παιδιών, στο χαμένο αίμα των φτωχών ή στη φωνή των απλών ανθρώπων και όλοι αυτοί δέχονται τον Θεό μέσα στην ταπείνωση των ανοιχτών αγκάλων τους.

Ένα σπουργίτι μουσκεμένο όπως το ψωμί στη βροχή, ένα σπουργίτι που φωνάζει, ένας Θεός που κραυγάζει, που θέλει να φάει στα αδειανά τους χέρια.
Ο Θεός είναι αυτό που γνωρίζουν τα παιδιά, όχι οι ενήλικες.
Ένας ενήλικας δεν έχει χρόνο να χάσει, ταΐζοντας σπουργίτια...



Απόσπασμα από το βιβλίο "Le Très-Bas", σελ. 108-111.
Τίτλος και ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά από την Πανδώρα Σιφνιώτη.



GT – [2fA]










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου