ΘΕΜΕΛΙΝΑ ΚΑΠΕΛΛΑ
- "Καλύμνικοι αντίλαλοι", 1980
- "Καλύμνικοι αντίλαλοι", 1980
Ακούσαμε και πάλι φέτος να χτυπά το καμπανάκι του Σταυρού.
Από εκεί ψηλά, από την πλαγιά του βουνού, από το άσπρο του καμπαναριό, που
μοιάζει φυτευτό στον γκρίζο βράχο, σκορπίστηκαν οι ήχοι του στην κοιλάδα του
Μπροστά.
Ήχοι που ανακατευόντουσαν με το βουητό της θάλασσας και το ξέσπασμα των κυμάτων
της, και με κανένα μοναχικό λάλημα τζίτζικα.
Άρχισε νωρίς, από την παραμονή της χάρης του και συνέχισε
ολημερίς ως την ώρα του εσπερινού, όπου άρχισε ο κόσμος να ανεβαίνει στο φιδωτό
δρομάκι της ανηφοριάς και σχηματίστηκε μια πολύχρωμη κορδέλα.
Αργά πάλι τη νύχτα ξανακούστηκε, σαν τελείωσε ο εσπερινός και την άλλη μέρα απ’
την αυγή πριν ο ήλιος προβάλει.
Κάθε χρονιά που το ακούω, μου φαίνεται σαν κάτι που
σημαίνει κάποιο τέλος, μια παράσταση που ’ναι η τελευταία της εικόνα κι
αργοπέφτει η αυλαία της…
Σημαίνει το τέλος του καλοκαιριού.
Δεν είναι πάντα χαρές γιομάτο για όλους το καλοκαίρι.
Η ζωή δε σταματά να κερνά τις πίκρες της στους ανθρώπους .
Όμως είναι το γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού και το φως που πλημμυρίζει ολούθε την
πλάση, δίχως ούτε ένα σύννεφο να ρίχνει τη σκιά του, η θάλασσα που ξεκουράζει
με το παιχνίδισμά της, που δροσίζει και λες κι αλλάζει και συγκερνιέται ο πόνος
που κλείνεις μέσα σου.
Κι έτσι, όταν το τέλος του σημάνει, μια πίκρα νοιώθεις.
Από την άλλη μέρα του ΣΤΑΥΡΟΥ, λες και πιάνει πανικός τον
κόσμο, κι όλοι τους είναι ξεσηκωμένοι, έτοιμοι για κάτω, την Πόθια.
Τίποτε δε συγκρατεί. Μήτε τα «γαλήνια», που λες επίτηδες τάχει φυλαγμένα η
θάλασσα, για να τη δεις στην όμορφή της όψη και να την νοσταλγείς, μήτε τα
δειλινά με το απαλό φως της δύσης, μήτε τα πρώτα δειλά λευκά συννεφάκια, που
δίνουν ιδιαίτερη χάρη κι ομορφιά και ξυπνούνε κάτι ανείπωτο, νοσταλγικό.
Έχει ακουστεί, εκεί ψηλά το καμπανάκι του Σταυρού .
Ντιν–νταν αχολογούσε δυο μέρες: είναι τ’ όμορφο φινάλε του
καλοκαιριού και μαζί του το ξεσήκωμα, η επιστροφή στα καθημερινά, στο χρέος, στη δουλειά.
Είναι αντάμα το φθινοπωριάτικο πρελούντιο π’ άρχισε τόσο σιγανά, διακριτικά, σαν να φοβάται να μη ταράξει το καλοκαιριάτικο όνειρο.
Μας διώχνεις μικρό καμπανάκι.
Τόσους μήνες σε βλέπουμε από μακριά με τ’ άσπρο εκκλησάκι χωμένο στο βράχο και
το συμβολικό κάτασπρο σταυρό απάνωθέ του.
Τώρα π’ ακούστηκες μικρό καμπανάκι, ήρθαμε, προσκυνήσαμε, γιόμισε το μάτι μας
από ψηλά με το γαλάζιο της θάλασσας και της κοιλάδας του Μπροστά το πράσινο,
χαρήκαμε το μενεξεδένιο χρώμα των βουνών μας και σ’ αποχαιρετήσαμε.
Ντιν–νταν, ακούσαμε την προσταγή σου, έχε γεια, αύριο
φεύγουμε.
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου