PACE E BENE - Don Giuseppe Berardelli
του Νίκου Βαραλή
του Νίκου Βαραλή
Κυκλοφορεί μέσα μου, ως ζωντανό ξυλόγλυπτο της παρουσίας του Ιησού.
Το όνομα του, Τζιουζέπε, στα εβραϊκά Ιωσήφ, αυτός που μεγαλώνει για τον Θεό.
Να γεννηθείς στο Φοντένο 21 Αυγούστου του 1947, δεν σημαίνει
τίποτα.
Η λίμνη ντ’ Ιζο θα γυάλιζε, οι μαυραγορίτες θα αγόραζαν και θα πουλούσαν και όλοι θα είχαν την συνείδηση ήσυχη.
Κι εσύ να γεννιέσαι και να σε λένε Ιωσήφ δηλαδή ο άνθρωπος που ακολουθεί τα όνειρα του. Στα 25, παπάς.
Τι πάει να πει; Από τη μεριά των θρησκευόμενων εξουσία, από τη μεριά αυτών που στέκονται μακριά από την εκκλησία, κοροϊδία.
Και από τις δυο μεριές ακυρωμένος.
Αλλά άμα σε λένε Τζιουζέπε και τα όνειρα σου είναι πιο σημαντικά από την εικόνα των άλλων, δεν σε νοιάζει τίποτα. Στο κέντρο της καρδιάς του είχε έναν νεογέννητο Ιησού, γι’ αυτό ήταν πάντα χαρούμενος.
Η λίμνη ντ’ Ιζο θα γυάλιζε, οι μαυραγορίτες θα αγόραζαν και θα πουλούσαν και όλοι θα είχαν την συνείδηση ήσυχη.
Κι εσύ να γεννιέσαι και να σε λένε Ιωσήφ δηλαδή ο άνθρωπος που ακολουθεί τα όνειρα του. Στα 25, παπάς.
Τι πάει να πει; Από τη μεριά των θρησκευόμενων εξουσία, από τη μεριά αυτών που στέκονται μακριά από την εκκλησία, κοροϊδία.
Και από τις δυο μεριές ακυρωμένος.
Αλλά άμα σε λένε Τζιουζέπε και τα όνειρα σου είναι πιο σημαντικά από την εικόνα των άλλων, δεν σε νοιάζει τίποτα. Στο κέντρο της καρδιάς του είχε έναν νεογέννητο Ιησού, γι’ αυτό ήταν πάντα χαρούμενος.
Μόλις έγινε παπάς αγόρασε μια βέσπα…
Ήθελε να είναι κόκκινη και κόκκινη ήταν. Με αυτή ταξίδευε τα όνειρα του ο Τζιουζέπε.
Δεν έφυγε ποτέ από την Λομβαρδία. Εκεί γύρω στο Μπέργκαμο γυρνούσε.
Το Μπέργκαμο των εργοστασίων των συντηρητικών των κλειστών σπιτιών.
Ο Ιωσήφ έγινε το κλειδί. Το κλειδί που ξεκλείδωνε τις πόρτες και τις καρδιές.
«Μα που το βρίσκει το κέφι όλη την ώρα και χαμογελάει;» έλεγαν όταν περνούσε με την κόκκινη βέσπα και χαιρετούσε “Pace e bene” όπως χαιρετούσε ο Αη Φραγκίσκος, ο φτωχούλης του Θεού. Που πάει να πει «Ειρήνη και καλοσύνη».
Πρώτα η ειρήνη. Ειρήνη μέσα μας πάνω από όλα.
Και πάνω εκεί χτίζεται η καλοσύνη.
Pace e bene… «α ξερω ποιος πέρασε, ο Ντον Τζιουζέπε»
Ήθελε να είναι κόκκινη και κόκκινη ήταν. Με αυτή ταξίδευε τα όνειρα του ο Τζιουζέπε.
Δεν έφυγε ποτέ από την Λομβαρδία. Εκεί γύρω στο Μπέργκαμο γυρνούσε.
Το Μπέργκαμο των εργοστασίων των συντηρητικών των κλειστών σπιτιών.
Ο Ιωσήφ έγινε το κλειδί. Το κλειδί που ξεκλείδωνε τις πόρτες και τις καρδιές.
«Μα που το βρίσκει το κέφι όλη την ώρα και χαμογελάει;» έλεγαν όταν περνούσε με την κόκκινη βέσπα και χαιρετούσε “Pace e bene” όπως χαιρετούσε ο Αη Φραγκίσκος, ο φτωχούλης του Θεού. Που πάει να πει «Ειρήνη και καλοσύνη».
Πρώτα η ειρήνη. Ειρήνη μέσα μας πάνω από όλα.
Και πάνω εκεί χτίζεται η καλοσύνη.
Pace e bene… «α ξερω ποιος πέρασε, ο Ντον Τζιουζέπε»
Τελευταίος σταθμός το Κασνίγκο λίγα χιλιόμετρα μακριά από το
Μπέργκαμο κι αυτό.
Αγαπημένη γη της Λομβαρδίας.
Την άλλη μέρα σούσουρο το χωριό «ήρθε ο καινούργιος παπάς.
Τον είδαμε με την κόκκινη βέσπα». «Δεν βαριέσαι μια από τα ίδια κι αυτός, τουλάχιστον να μην πίνει». Κι ο Τζιουζέπε μπήκε στην εκκλησιά του Αη Γιάννη του Βαπτιστή κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση και μετά γέλασε.
Πήρε τον μόνιμο διάκονο που ήταν στο χωριό ένας υδραυλικός το επάγγελμα, μαζί με την οικογένεια τους έβγαλε έξω.
Αγαπημένη γη της Λομβαρδίας.
Την άλλη μέρα σούσουρο το χωριό «ήρθε ο καινούργιος παπάς.
Τον είδαμε με την κόκκινη βέσπα». «Δεν βαριέσαι μια από τα ίδια κι αυτός, τουλάχιστον να μην πίνει». Κι ο Τζιουζέπε μπήκε στην εκκλησιά του Αη Γιάννη του Βαπτιστή κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση και μετά γέλασε.
Πήρε τον μόνιμο διάκονο που ήταν στο χωριό ένας υδραυλικός το επάγγελμα, μαζί με την οικογένεια τους έβγαλε έξω.
Από την πρώτη εβδομάδα φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν στο Κασνίγκο.
«Δεν είναι σαν τους άλλους» έλεγε κάποιος, «Τις προάλλες είχαμε μαλώσει με τον γείτονα και ήρθε ο Ντον Τζιουζέπε και δεν ξέρω τι έκανε, αλλά μετά από λίγο πίναμε κρασί στην ταβέρνα ο ένας αγκαλιά με τον άλλον».
Τα σπίτια των χριστιανών άνοιγαν, αλλά άνοιγαν και τα σπίτια των μη χριστιανών.
Ο Ντον Τζιουζέπε δεν έκανε διακρίσεις.
Όταν πέθαινε κάποιος που δεν έρχονταν στην εκκλησία, αυτός έπαιρνε τηλέφωνο.
«Αν θέλετε να έρθω, αν δεν θέλετε εγώ θα προσευχηθώ από μακριά».
Η αγάπη και ή θυσία που έδειχνε γύριζε πίσω με τόκο.
Είχε τον ενθουσιασμό ενός παιδιού και την καρδιά ενός μεγάλου δέντρου.
Σε αυτό το δέντρο έβρισκαν ξεκούραση όλοι οι κουρασμένοι.
Η εκκλησία έκλεισε με την επιδημία. Αυτός δεν σταμάτησε
ποτέ.
Πήγαινε να μεταλάβει τους αρρώστους . Να τους σταθεί μαζί με τους γιατρούς.
Τον καλούσαν. Ήθελαν το χαμόγελο του Ντον Τζιουζέπε, είχαν ανάγκη το θάρρος του.
Δεν ήταν πια νέος είχε περάσει τα 72 είχε και άσθμα από μικρό παιδί, αλλά δεν φοβόταν.
Είχε εγκαταλείψει όλη τη ζωή του στα χέρια του Θεού.
Μέχρι που κόλλησε κι αυτός. Ήρθε ο πυρετός, η δύσπνοια.
Τον πήγανε νοσοκομείο. Οι κάτοικοι του Κασνίγκο μαζέψανε λεφτά να του πάρουνε έναν αναπνευστήρα. Πήγαν οι φίλοι του τον βρήκαν στο νοσοκομείο να του το πούνε να χαρεί.
Κι αυτός γέλασε όπως πάντα και τους είπε «Άμα τον πάρετε να τον δώσετε εδώ στο παλικάρι, που είναι νέος αυτός έχει μεγαλύτερη ανάγκη»
Πήγαινε να μεταλάβει τους αρρώστους . Να τους σταθεί μαζί με τους γιατρούς.
Τον καλούσαν. Ήθελαν το χαμόγελο του Ντον Τζιουζέπε, είχαν ανάγκη το θάρρος του.
Δεν ήταν πια νέος είχε περάσει τα 72 είχε και άσθμα από μικρό παιδί, αλλά δεν φοβόταν.
Είχε εγκαταλείψει όλη τη ζωή του στα χέρια του Θεού.
Μέχρι που κόλλησε κι αυτός. Ήρθε ο πυρετός, η δύσπνοια.
Τον πήγανε νοσοκομείο. Οι κάτοικοι του Κασνίγκο μαζέψανε λεφτά να του πάρουνε έναν αναπνευστήρα. Πήγαν οι φίλοι του τον βρήκαν στο νοσοκομείο να του το πούνε να χαρεί.
Κι αυτός γέλασε όπως πάντα και τους είπε «Άμα τον πάρετε να τον δώσετε εδώ στο παλικάρι, που είναι νέος αυτός έχει μεγαλύτερη ανάγκη»
Δεν πρόλαβε να έρθει ο αναπνευστήρας και ο Ντον Τζιουζέπε
πήρε την κόκκινη βέσπα που είχε κρυμμένη στα όνειρα κι έφυγε σιωπηλά όπως ήρθε.
Και οι κάτοικοι του Κασνίγκο δεν ήξεραν τι να κάνουν για να δείξουν την αγάπη τους σε αυτόν τον άνθρωπο, που για 14 χρόνια ήταν σημείο αναφοράς, ήταν η εικόνα του Χριστού που δεν είχαν συναντήσει ποτέ, αλλά τον έβλεπαν σε αυτόν τον Ντον Τζιουζέπε.
16 του μηνός Μαρτίου βγήκαν όλοι στα μπαλκόνια χριστιανοί και μη χριστιανοί και του δώρισαν ένα μεγάλο χειροκρότημα για να του δώσουν λίγο πίσω από την χαρά και την ελπίδα που τους μετέδιδε τόσα χρόνια.
Και οι κάτοικοι του Κασνίγκο δεν ήξεραν τι να κάνουν για να δείξουν την αγάπη τους σε αυτόν τον άνθρωπο, που για 14 χρόνια ήταν σημείο αναφοράς, ήταν η εικόνα του Χριστού που δεν είχαν συναντήσει ποτέ, αλλά τον έβλεπαν σε αυτόν τον Ντον Τζιουζέπε.
16 του μηνός Μαρτίου βγήκαν όλοι στα μπαλκόνια χριστιανοί και μη χριστιανοί και του δώρισαν ένα μεγάλο χειροκρότημα για να του δώσουν λίγο πίσω από την χαρά και την ελπίδα που τους μετέδιδε τόσα χρόνια.
Ο Ντον Τζιουζέπε Μπεραρντέλι δεν πέθανε.
Είναι τώρα στη μεγάλη εκκλησία του Χριστού, έχει ανεβάσει τον Ιησού στη κόκκινη βέσπα του και του δείχνει την λίμνη που μεγάλωσε, του δείχνει τον πόνο των ανθρώπων, τον θάνατο και την πίκρα και οι δυο μαζί κλαίνε στο μεγάλο τραπέζι της Ανάστασης.
Ει Ντον Τζιουζέπε «pace e bene”…. "Ειρήνη και καλοσύνη"..
Ντον Τζιουσέπε, κράτα ένα ψίχουλο ψωμί, να έχει η ελπίδα μας τροφή να μην πεινάει.
Είναι τώρα στη μεγάλη εκκλησία του Χριστού, έχει ανεβάσει τον Ιησού στη κόκκινη βέσπα του και του δείχνει την λίμνη που μεγάλωσε, του δείχνει τον πόνο των ανθρώπων, τον θάνατο και την πίκρα και οι δυο μαζί κλαίνε στο μεγάλο τραπέζι της Ανάστασης.
Ει Ντον Τζιουζέπε «pace e bene”…. "Ειρήνη και καλοσύνη"..
Ντον Τζιουσέπε, κράτα ένα ψίχουλο ψωμί, να έχει η ελπίδα μας τροφή να μην πεινάει.
db – [2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου