Οδυσσέας Ελύτης
- ΠΡΩΤΑ-ΠΡΩΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ
[από τα «Ανοιχτά Χαρτιά», εκδ. Ίκαρος]
Ζ’
Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια
είναι η τελευταία.
Η αίσθηση του «γυρισμού των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της
Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ’ αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και
να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ’
ορθός – καθώς το θέλησα.
Ένας αμετανόητα ερωτευμένος· που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της
συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα
επάνω – κάτω και περιμένω…
Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος
και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός
μαζί.
Κάποτε είναι μια κοπέλα· κάποτε, πάλι, δυο – τρεις στίχοι· πολλές φορές, απλά
και μόνον το καλοκαίρι.
Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα -ο τρόπος που γέρνει
λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό
στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια
μυρωδιά καμένου χόρτου (που βρέθηκε; από που να ‘ρχεται)-, παίρνουν ολάκερη τη
σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, οπού να
‘ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης.
Να γιατί γράφω.
Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει, που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος.
Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη, αλλά
που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή,
στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται.
Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το
Άκτιστο, που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω.
Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου
ολάκερος, όχι ο μισός –που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται
εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει·
να γιατί πρέπει να γράφουμε.
Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο,
τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να
δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο
Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση.
Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που
αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ’ εξαναγκάσανε και σ’ αυτό.
Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από που κρατάει το πάθος του ανθρώπου να
μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας.
Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει άλλα παρ’ όλ’ αυτά το ξέρει, πως
υπάρχει· και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε
να την υπερβεί.
Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που
από δικό μας λάθος αποστερούμαστε.
Να από που ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.
….
Σίγουρα στο κεφάλαιο της τέχνης της ψυχής δεν έχουμε περάσει
ακόμη στη σύνθεση.
Ψελλίζουμε, συλλαβίζουμε, το πολύ βγάζουμε κραυγές που, για
να νιώθουμε πως είναι το μέγιστο που μπορούμε, τις θαυμάζουμε και μας συγκινούν
ως τα δάκρυα.
Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, πόσο μέρος από το πραγματικό
αντίκρισμα της ζωής καταφέρνουν κάθε φορά να καλύπτουν;
Να γιατί, τ’ ομολογώ, αποβλέπω στην άνδρωση του λόγου, όπως ένας συνωμότης
αποβλέπει στην κατίσχυση των μυστικών του ιδεών με πολλούς υπολογισμούς και
πολλά όνειρα.
Δεν είμαι – δεν ήμουν ποτέ – της πλειοψηφίας, το ξέρω.
Αφελείς πρέπει να είμαστε όσοι λέμε, πως διακρίνουμε κάποιο σχέδιο ανάμεσα στ’
άστρα και στα σπλάχνα μας, ανάμεσα στο πέταγμα των πουλιών και στην ψυχή μας.
Παρ’ όλ’ αυτά, η αφέλεια μας δεν είναι τόση που να φτάσουμε να πούμε το καίριο.
Πρέπει να ξέρεις ν’ αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά, για να σου δώσει το
καράβι, και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα, κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξαντρο,
και όλα τα πάθη του Ελληνισμού.
Έτσι κάποτε, όταν το πλήρωμα του χρόνου φτάσει, μία μέσ’ απ’
την άλλη, αποσυρταρωμένες οι αισθήσεις μας, συνθέτουν τη δεύτερη και την τρίτη
ιστορία που η Ποίηση ζητά στην ίδια της την κίνηση ν’ απαθανατίσει.
Οι αισθήσεις μας, που δεν έχουν, όπως τα αισθήματα μας, ιστορία – τι περίεργο· που
χωρίς να υπόκεινται στη μεταβολή, την προκαλούν και την υποβοηθούν αποτελεσματικότερα·
που χωρίς να εκβιάζονται να παρακολουθήσουν το πνεύμα μιας εποχής, το εκφράζουν
πάντα πιο εύγλωττα.
Να γιατί πιστεύω πως κι η πιο ύστερη (η πιο μοντέρνα) κάθε φορά ποιητική γραφή
οφείλει να μαρτυρεί ότι είναι σε θέση ν’ ανάγεται, όπως κι αυτές, στην πρώτη
γραφή των πραγμάτων.
Είναι κάτι αυτό, που όσο απλό κι αν φαίνεται, όταν το συνειδητοποίησα ένιωσα
πραγματικά μιαν απέραντη ελευθερία.
Ένα μεταφορικό καλοκαίρι με περίμενε, ολόιδιο, αιώνιο, με τα
τριξίματα του ξύλου, τις μυρωδιές των άγριων χόρτων, τα σύκα του Αρχίλοχου και
το φεγγάρι της Σαπφώς.
Ταξίδευα σα να περπατούσα σ’ ένα διάφανο βυθό· το σώμα
μου έφεγγε καθώς το διαπερνούσανε πράσινα και γαλάζια ρεύματα· χάιδευα τις
αμίλητες πέτρινες γυναικείες μορφές, και στους αντικατοπτρισμούς άκουγα
χιλιάδες, των βλεμμάτων τα κελαηδίσματα· μια ατελεύτητη σειρά πρόγονοι,
αγριωποί, βασανισμένοι, περήφανοι, κινούσαν τον κάθε μου μυώνα.
Ω ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να ‘χεις τους αιώνες με το μέρος σου, έλεγα
ολοένα, και προχωρούσα.
Έτσι, ανάμεσ’ από το αδιάφορο «μεγάλο κοινόν» και τις
«εχθρικές Εξουσίες» πέρασα όπως ανάμεσ’ απ’ τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα·
ο καθένας από μας είναι το
χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του.
Κι ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ’ αναγνωρίσουμε, είναι απάτη·
πρέπει ν’ αδειάσουμε τον θάνατο απ’ αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον
φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν’ αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ’ απ’ αυτόν,
τ’ αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος
δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα.
Να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα
περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή,
την απόλυτη διαφάνεια…
aromalefkadas
– 2φΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου