Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

"Τα φιδάκια της Παναγιάς"






Κάθε χρόνο από τις 6 ως τις 15 Αυγούστου, το χωριό Μαρκόπουλο στη νότια Κεφαλονιά, 25 χλμ από το Αργοστόλι, κατακλύζεται από φιδάκια που κατευθύνονται στον τοπικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το άγνωστο αυτό είδος των ήμερων φιδιών δεν το συναντά κανείς άλλες μέρες ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος.

Αν κάποια χρονιά δεν εμφανιστούν τα φιδάκια προμηνύεται κάτι κακό για το νησί, όπως το 1940 με τον πόλεμο και το 1953 με τους σεισμούς στο νησί.

Σε ένα κείμενο του, ο λαογράφος Δ. Λουκάτος (1908 – 2003), περιγράφει τις εντυπώσεις του από το γεγονός.




«Είναι κάτι το απίστευτο, που όμως συμβαίνει κάθε Δεκαπενταύγουστο σ' ένα χωριό της Κεφαλονιάς, στο Μαρκόπουλο. Μέσα στην εκκλησιά, τις ώρες της ακολουθίας του πανηγυριού, σ' όλες τις γωνιές, στα έπιπλα και στα στασίδια, περπατάνε φίδια, φίδια ζωντανά, είκοσι και τριάντα πολλές φορές, που ανεβαίνουν στο τέμπλο, στον θρόνο, στους ανθρώπους, με όλη τους την άνεση, ξεθαρρεμένα, ακίνδυνα, υποταχτικά…

Άλλες μέρες, έξω από τούτες του Δεκαπενταύγουστου, κανείς δεν μπορεί, όπως λένε, να βρει πουθενά ένα τέτοιο φίδι. Το ξέρουν τα παιδιά κι ο κόσμος και μόνο από την ημέρα του Σωτήρος ψάχνουν να τα βρουν. Εκείνα βγαίνουν λιγοστά στην αρχή, γι' αυτό κι οι χωριανοί τα βρίσκουν κάπως δύσκολα. Ψάχνουν με τα κεριά το βράδυ γύρω από το καμπαναριό, τα παίρνουν στα χέρια τους και τα φέρνουν στο χωριό. «Εβγήκανε τα φίδια» φωνάζουν χαρούμενα, γιατί πιστεύουν πως η ταχτική τους εμφάνιση είναι εγγύηση για την ευημερία του χωριού και την καλοχρονιά.

Κι όταν φτάσει η Κοίμηση, το βράδυ της παραμονής, ύστερ' από το κάθισμα του ήλιου, καθώς οι καμπάνες χτυπάνε απανωτά κι ο κόσμος γεμίζει τη ρεματιά, τα φίδια ξετρυπώνουν πια άφθονα. Βλέπεις τότε πλήθος τους χωριανούς να γυρνάνε με τα λιανοκέρια και να τα μαζεύουν. Εκείνα ατρόμαχτα τυλίγονται στα χέρια των ανθρώπων κι αφήνονται πρόθυμα να κουβαληθούν μέσα στην εκκλησιά…

Όταν πρωτοπήγα στο Μαρκόπουλο, ήμουν δεκαπέντε χρονών. Χαιρόμουν από μέρες, που θα πήγαινα επιτέλους στο περίφημο αυτό χωριό του Ελιού, που ήταν όπως λέγανε πατρίδα του Μάρκο Πόλο κι όπου έβγαιναν τα φίδια.

Μπήκαμε στην εκκλησιά, που ήταν κατάφωτη και γεμάτη κόσμο. Η συγκίνηση από τον κοριτσόκοσμο του εκκλησιάσματος μ' έκαμε για μια στιγμή να ξεχάσω την υπόθεση των φιδιών, όταν ξαφνικά μου το θύμισαν τα ίδια. Πάνω στα χρυσά ξυλοσκαλισμένα ανάγλυφα του τέμπλου, στις κολόνες και στα βημόθυρα, δύο, τρία, εφτά, πολλά φίδια κινιούνταν κι ανεβοκατέβαιναν. Τα κοίταζα σαστισμένος ώρα πολλή κι είχα ξεχάσει να τραβήξω προς το στασίδι μου.

Ένας επίτροπος ήρθε κοντά μου και μου 'δειξε ένα φίδι που κρατούσε στο χέρι του. Ήταν αρκετά μεγάλο, κι είχε τυλιχτεί στο μπράτσο του, σαν βραχιόλι. Μου το πρότεινε να το χαϊδέψω. Ξεθάρρεψα λίγο κι έβαλα το δάχτυλό μου στο κεφάλι του. Ένα δερματάκι βελούδινο, δυο μάτια σπιθόβολα κι ένα σημαδάκι σαν σταυρός στο μέτωπο… Πού και πού άνοιγε το στόμα του κι έβγαζε έξω μια κλωστένια γλωσσίτσα. Μου είπαν πως, αν πρόσεχα καλά, θα έβλεπα στην άκρη της πάλι έναν σταυρό.

Όλο το εκκλησίασμα γύρω μου έκανε το ίδιο. Παρέες παρέες κρατούσαν από ένα δυο φίδια και τα έδειχναν στους πρωτοφερμένους. Για να τους κάμουν μάλιστα πιο πολλή εντύπωση, τα έβαζαν μέσα στον κόρφο τους και τ' άφηναν να περνούν από τη μια άκρη της μανίκας τους στην άλλη.

Ψάλλαμε την ολονυχτία και τα φίδια δεν σταμάτησαν καθόλου το σιργιάνι τους μέσα στην εκκλησιά. Θυμάμαι, πως όταν εψάλλαμε το «Λόγον αγαθόν» μπροστά στον Θρόνο, τα φίδια ανεβοκατέβαιναν στην κορνίζα της εικόνας, κουλουριάζονταν πάνω στα ψεύτικα ομοιώματα φιδιών, που ήταν για τάμα κρεμασμένα από τη βελουδένια ζώνη της Παναγίας. Και στο τέλος, όταν λέγαμε τη Δοξολογία, ο κόσμος έφερε κι αμόλυσε μέσα στην εκκλησιά κι άλλα φίδια, γιατί κείνην την ώρα, λέει, έβγαιναν έξω στη λαχτιά (στη θαμνόφυτη κατηφόρα) τα τελευταία.
.....








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου