Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

"Πριν 71 χρόνια.. "







ΠΡΙΝ 71 ΧΡΟΝΙΑ
-  του Τάκη Αλεξανδράκη


Φλεβάρης ‘43
Μέσα στην πρωινή χειμωνιάτικη Αθηναϊκή παγωνιά, μια είδηση κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα, από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά. Τα παλικάρια μας της αντίστασης, έκαναν μπλόκο ξημερώματα κάπου στο Βύρωνα σε γερμανική περίπολο και σκοτώθηκαν δύο γερμανοί, εκ των οποίων ο ένας αξιωματικός.
Χαμόγελα και περηφάνια στα στήθια όλων για τα παλικάρια μας, αλλά μαζί και σκεπτικισμός…
Τι θα επακολουθήσει τώρα;

Ο Γιάννης ο δάσκαλος μόλις είχε γυρίσει σπίτι με χίλιες δυο προφυλάξεις, μεσημέρι στο Βύρωνα. Σ’ ένα σπίτι προσφυγικό. Οδός Χρυσοστόμου Σμύρνης 126.
Τον περίμεναν η γυναίκα του και η πεθερά του, καθώς και το δίχρονο κορίτσι του.
«Έξω μυρίζει μπαρούτι» τους λέει.

Το τραπέζι στρώθηκε για το υποτιθέμενο μεσημεριανό με ό,τι ελάχιστο ήταν δυνατό να στρωθεί. Κάθισαν αμίλητοι, αλλά παρ’ όλη τη γενική πείνα της κατοχής η μπουκιά από αυτή την υποψία φαγητού δεν κατέβαινε με τίποτα κάτω.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξαφνικά μια φασαρία ακούστηκε έξω.
Κατάλαβαν πως ήταν γερμανικά καμιόνια με στρατιώτες. Οι ντουντούκες που κρατούσαν άνδρες με καλυμμένα τα πρόσωπα, καλούσαν όλους τους άνδρες της γειτονιάς από 17 χρόνων και πάνω να βγουν έξω. Μετά θα γινόταν έλεγχος και όσους εύρισκαν κρυμμένους θα τους εκτελούσαν επί τόπου.

Ο Γιάννης ετοιμάστηκε να βγει. Η γυναίκα του τον θερμοπαρακαλούσε κλαίγοντας να μη βγει και να κρυφτεί κάπου. Ήρεμος ο Γιάννης της λέει: «Δεν γίνεται, γυναίκα. Εκτός του ό,τι αν ψάξουν θα με βρουν και θα με σκοτώσουν γιατί ξέρουν πως είμαι εδώ, είναι καλά πληροφορημένοι από τους μπάσταρδους με τις κουκούλες, θα θέσω σε κίνδυνο κι εσάς», κοιτώντας το δίχρονο κοριτσάκι του.

Η γυναίκα του έπεσε στη αγκαλιά του και τον φίλησε, το ίδιο και η πεθερά του.
Αφού χιλιοφίλησε και το κοριτσάκι του, άφησε τη βέρα του, το ρολόι του και κάτι ελάχιστα ψιλά που είχε στην τσέπη του, πήρε την ταυτότητά του και βγήκε από τη πόρτα για ό,τι του επεφύλασσε η μοίρα.

Βγήκαν από τη γειτονιά 58 άντρες από 17 ετών, μέχρι υπερήλικες.
Τους στοιβάξανε σε δυο από τα τέσσερα καμιόνια κάτω από τα μάτια οπλισμένων στρατιωτών και παρέμειναν μέσα για κάμποση ώρα. Ακούστηκαν και κάποιοι πυροβολισμοί και όλοι κατάλαβαν πως ήταν εκτελέσεις ανδρών που τους βρήκαν κρυμμένους.
Τελικά τα καμιόνια αναχώρησαν.
Όλοι ήσαν σκεπτικοί για το αβέβαιο μέλλον που τους περίμενε.

Μετά από λίγα χιλιόμετρα σταμάτησαν. Τους έβγαλαν έξω με φωνές στις οποίες πρωτοστατούσαν αυτές των κουκουλοφόρων, που έκαναν και χρέη διερμηνέων.
Ήταν μια περιοχή χωρίς σπίτια και τριγύρω υπήρχαν κάποιοι λόφοι.
Τους παρέταξαν σε έξη δεκάδες και ένας από τους συνεργάτες κουκουλοφόρους, τους ανακοίνωσε:
«Σήμερα το πρωί η αντίσταση σε μπλόκο σκότωσε τρεις γερμανούς εκ των οποίων ένας λοχαγός. Σε αντίποινα σήμερα θα εκτελεστούν δέκα από εσάς. Αύριο βλέπουμε.»

Ένας αξιωματικός με βαθμό Ταγματάρχη περιδιάβαινε ανάμεσα στους άντρες με το πρόσωπο γεμάτο μίσος και μάτια που γυαλίζανε και μέσα στη γενική ησυχία, που και που ακουμπούσε κάποιον στον ώμο και έλεγε: «εσύ».
Αμέσως ο άντρας έβγαινε από τη γραμμή και πήγαινε να συμπληρώσει με άλλους τη δεκάδα.

Ο αξιωματικός πλησίαζε τον Γιάννη. Η καρδιά του όπως φυσικά και των άλλων χτυπούσε τρελά.
Σκέφτηκε το κοριτσάκι του και την αγαπημένη του γυναίκα, πως ίσως δεν τις ξανάβλεπε.
Όταν έφτασε μπροστά στο Γιάννη τον κοίταξε στα μάτια και λέει : «εσύ» ακουμπώντας στον ώμο του και αμέσως μετά: «όχι εσύ, εσύ» και ακουμπάει τον ώμο του διπλανού του.

Ο Γιάννης ένοιωσε να αδειάζει μέσα του όλο του το αίμα. Είχε συμπληρωθεί ο δέκατος!!!!
Μέσα στην προσωρινή έστω ανακούφισή του, τον έτρωγε και η λύπη για τους δέκα, αλλά και γιατί ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ηλίας, ένα εικοσιπεντάχρονο γειτονόπουλο από το απέναντι σπίτι.

Με τις φωνές, τους ξανάβαλαν στα καμιόνια αφήνοντας έξω τους δέκα. Μπαίνοντας ο Γιάννης στο καμιόνι είδε κάτι πεταμένο σε μια γωνιά.
Το μάζεψε και είδε ότι ήταν η ταυτότητα του Ηλία. Τη μάζεψε και την έβαλε στη τσέπη του.
Οι στρατιώτες κατέβασαν τα σκέπαστρα στα καμιόνια και τους άφησαν σχεδόν στο σκοτάδι.
Παρ’ όλη την παγωνιά του Φλεβάρη, από την ένταση δεν ένοιωθαν το κρύο.

Μετά από ένα δεκάλεπτο άκουσαν ριπές από ντουφέκια.
Όλοι κατάλαβαν ότι οι δέκα θα ήταν πια μια ανάμνηση.
Ασυναίσθητα ο Γιάννης έσφιξε τη ταυτότητα του Ηλία και του κύλησε ένα δάκρυ.

Μετά από δέκα λεπτά ξεκίνησαν τα καμιόνια, όπου μετά από μια διαδρομή περίπου μισής ώρας έφτασαν σ’ ένα στρατόπεδο .Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
Τους στρίμωξαν και τους 48 σ’ ένα μεγάλο άδειο και παγωμένο θάλαμο, δίνοντας μια κουβέρτα στον καθένα. και ένα κομμάτι ψωμί να βγάλουν τη νύχτα.
Όλοι τυλίχτηκαν στις κουβέρτες και ξάπλωσαν στο πάτωμα, τρώγοντας αυτό το κομμάτι ψωμί που τους είχανε δώσει, να περάσουν τη νύχτα και να τους δώσει δύναμη γιατί δεν ήξεραν τι τους περιμένει την επόμενη μέρα.

Ξημερώματα δεν είχε φέξει ακόμα, τους ξύπνησαν οι φωνές που τους καλούσαν να βγουν έξω.
Ο Γιάννης και οι άλλοι σκέφτηκαν ό,τι ξεκινάει καινούργιο μαρτύριο.
Ποιοι θα ήσαν οι….τυχεροί σήμερα;
Τους φόρτωσαν πάλι στα καμιόνια και ξεκίνησαν.
Όλοι αναρωτιόντουσαν αν άραγε θα προλάβαιναν να δουν τον ήλιο για τελευταία φορά.

Μετά από διαδρομή περίπου μισής ώρας τους κατέβασαν.
Είχε αρχίσει να φέγγει και παρατήρησαν πως σε σχετικά μικρή απόσταση υπήρχαν σπίτια., χωρίς όμως να καταλαβαίνουν σε ποια περιοχή ήσαν.
Περίμεναν τι θα τους πούνε. Οι γερμανοί στρατιώτες όμως μπήκανε πάλι στα αυτοκίνητα και έφυγαν αφήνοντάς τους μόνους.

Δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πόσο τυχεροί ήσαν. Τους είχαν αφήσει ελεύθερους.
Άρχισαν όλοι να περπατάνε για να προσανατολιστούν.
Μετά από λίγο κατάλαβαν πως πήγαιναν προς το κέντρο. Πλησίαζαν προς τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Κοντά βρισκότανε η Ριζάρειος σχολή.
Ήταν η μεγάλη σχολή που είχε αποφοιτήσει ο Γιάννης.
Στην αυλή ήταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Πλησιάζοντας ακούσανε ψαλμωδίες. Συγκινημένοι μπήκαν μέσα να ανάψουν ένα κερί, έστω και χωρίς χρήματα και να ευχαριστήσουν τον Θεό γιατί έμειναν ζωντανοί.
Ο ιερέας της εκκλησίας που γνώριζε τον Γιάννη, πληροφορήθηκε την περιπέτειά τους και έκανε μια ευχαριστήρια δέηση. Αμέσως μετά, μια επιμνημόσυνη για τις αδικοχαμένες ψυχές των δέκα αντρών.

Ύστερα πήραν όλοι το δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια τους, να συναντήσουν με χαρά τους δικούς τους.
Ο Γιάννης με φτερά στα πόδια σκεφτότανε πότε θα αγκάλιαζε τη δική του οικογένεια και το κοριτσάκι του. Σκεφτότανε τη χαρά που θα τους έδινε.

Σκεφτότανε όμως και το δυσάρεστο καθήκον να παραδώσει την ταυτότητα του Ηλία στη μάνα του. Ένοιωθε πως ο Ηλίας σκόπιμα και γι’ αυτόν τον λόγο την είχε αφήσει.
Θα το έκανε. Ένοιωθε όμως και σαν να ήταν ένοχος απέναντι στην μάνα του Ηλία, γιατί αυτός ήταν ζωντανός!!!!


(Αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου, Ιωάννη Αλεξανδράκη )





                                                   







Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου