Αιγαίο
το λένε!
- του
Δημήτρη Καμπουράκη
Ταξιδεύω
νύχτα στο Αιγαίο, χωρίς προορισμό. Μέσα σ’ ένα κατάμεστο Blue star.
Τουρίστες
χαζεύουν το σκοτεινό πέλαγος, φορτηγατζήδες πίνουν μπύρες βροντογελώντας,
μανάδες κυνηγάνε τα παιδιά τους να τα
ταΐσουν προτηγανισμένες πατάτες.
Στους
καναπέδες των σαλονιών μισοκοιμούνται μισόγυμνα κορίτσια και φουσκωτά αγόρια
γεμάτα τατουάζ. Πως διάολο ξέπεσε έτσι το τατουάζ του ναυτικού;
Όχι
του ναύτη του Αιγαίου, αλλά του παγκόσμιου ναυτικού.
Από σημάδι της ψυχής που
αναδύεται και χαράζει ανεξίτηλα το κορμί, κατάντησε ασήμαντο χρωματιστό πλουμί
πάνω στο δέρμα.
Θα
‘θελα να ‘χα κάνει ένα αληθινό τατού για σένα, όμως τώρα είναι αργά.
Η ψυχή
έπαψε να στέλνει προς τα πάνω μηνύματα που σε αφορούν.
Σφραγίστηκε ερμητικά ο
τάφος του αλλοτινού μεγάλου έρωτα.
Θα τον ξανανοίξει πολύ αργότερα ο μέγας
τυμβωρύχος που ονομάζεται γήρας και θα τον αξιολογήσει κατά πως νομίζει.
Πιθανότατα
με την εκδικητικότητα που έχουν πάντα τα γηρατειά απέναντι στα νιάτα.
Δε
βαριέσαι, έτσι είναι η φορά των πραγμάτων.
Ταξιδεύω
στο Αιγαίο, χωρίς προορισμό. Μέσα σ’ ένα κατάμεστο πλοίο.
Ακολουθεί τους
παλιούς δρόμους των νερών.
Από
δω περνούσαν τα Μινωικά μονοκάταρτα τραβώντας για τη Σαντορίνη πριν βουλιάξει,
από δω ο Οδυσσέας αναζητώντας –δήθεν- την Ιθάκη του.
Από
δω πέρασε γρήγορη σαν τον άνεμο, η ιερή τριήρης Πάραλος, τρέχοντας να προλάβει
αυτή που μετέφερε την διαταγή της σφαγής των Λεσβίων.
Σ’
αυτούς τους όρμους οι Βυζαντινοί Δρόμωνες έκαναν δοκιμές εκτόξευσης του υγρού
πυρός, σ’ αυτές τις παραλίες έβγαιναν λαύροι αλαλάζοντες οι πειρατές του κοκκινογένη
Μπαρμπαρόσα.
Εδώ
έπλεαν οι Καλύμνιοι βγάζοντας σφουγγάρια, οι Σιφνιοί πουλώντας πήλινα πιθάρια,
οι Σαμιώτες ψάχνοντας αγοραστές για το κρασί τους.
Σε
τούτα τα καρνάγια έχτισε τον πελώριο στόλο του ο Καπετάν-Μπούμπουλης, χωρίς να
φαντάζεται ότι η χήρα του θα τον μετέτρεπε σε τροφή για τα τούρκικα κανόνια,
αφού θα τον δώριζε ολόκληρο στον αγώνα για την ανεξαρτησία.
Αλήθεια, αν ζούσαμε
τότε, θα πολεμούσαμε άραγε σε κείνο τον αγώνα ή θα στέλναμε τα λεφτά μας στις
ξένες τράπεζες, θα περιμέναμε να βγάλουν οι Μπουμπουλίνες τα κάστανα απ’ τη
φωτιά κι έπειτα θα ερχόμαστε πάνω στα ερείπια για να οικονομήσουμε;
Ταξιδεύω
στο Αιγαίο χωρίς προορισμό.
Ένα
κλάμα μου ‘ρχεται απ’ το σκοτάδι, καθώς περνούμε ανοικτά της Μήλου.
Είναι η
Αφροδίτη, που έμεινε θαμμένη στο νησί για 2000 χρόνια περιμένοντας το φως και
ανακαλύφθηκε λίγες μέρες πριν την ελευθερία. Οι Γάλλοι την έκλεψαν και την
έστειλαν στο Λούβρο να τη φωτογραφίζουν Γιαπωνέζοι, στις αρχές Μαρτίου του
1821.
Είκοσι μέρες ακόμα και θα είχε μείνει εδώ δική μας, όπως τής έπρεπε.
Παραδίπλα
η ιερή Δήλος.
Μέσα στα αρχαία της μάρμαρα στεγάστηκε το ταμείο για της συμμαχία
των Ελλήνων κατά των Περσών, μέσα στα ίδια μάρμαρα στεγαζόταν 2200 χρόνια
αργότερα, το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο της μεσογείου.
Από το μέγα πλήθος των
γυναικών που πουλιόντουσαν για τα χαρέμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δύο
κατηγορίες θηλυκών έπιαναν πάντα την τριπλάσια τιμή απ’ όλες τις υπόλοιπες. Οι
Τσερκέζες (Καυκάσιες) και οι νησιώτισσες Αιγαιοπελαγίτισσες.
Οι
πρώτες ορεινές ξανθές πρασινομάτες με ατίθασο χαρακτήρα και οι δεύτερες αφράτες
μαυρομάτες με μεγάλη εφευρετικότητα στα ερωτικά παιχνίδια που απαιτούσαν οι
σουλτάνοι κι οι πασάδες ιδιοκτήτες τους.
Πούθε
να κρατάει άραγε η δική σου ρίζα;
Δε με νοιάζει. Τι ήξεραν άλλωστε οι σουλτάνοι
κι οι πασάδες;
Ταξιδεύω
νύχτα σ’ ένα Αιγαίο γεμάτο ιστορίες ως τα απώτατα σύνορα του.
Στη
Σαμοθράκη, βλέπω τις μυστηριώδεις παγανιστικές τελετές μιας ακόμα πιο σκοτεινής και μυστηριώδους φυλής, των Θρακών.
Κι όμως, οι τελετές αυτές αποτελούν την καθαρά
ελληνική προϊστορία μας.
Στα
ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, βλέπω Ροδίτες και Καστελοριζιώτες ντυμένους με τη
στολή του Μουσσολινικού στρατού, να μεταφέρονται στην Αλβανία για να πολεμήσουν
εναντίον της Ελλάδας. Λιποταχτούν καθότι Έλληνες, μα οι δικοί μας τους εκτελούν
καθότι καχύποπτοι.
Βλέπω
την έκφραση του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του διαδόχου και αρχιστρατήγου
Κωνσταντίνου, καθώς ανταλλάσσουν τα περιβόητα τηλεγραφήματα, που οδήγησαν στην
κατάληψη της Θεσσαλονίκης στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο:
«Κύριε Πρωθυπουργέ,
πορεύομαι προς Μοναστήριον.»
«Αρνητικόν. Κατευθυνθείτε αμέσως προς
Θεσσαλονίκην.» «Διαφωνώ.»
«Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης, πρώτιστος στόχος σας.»
«Κύριε Πρωθυπουργέ, για να το κάνω πρέπει να με διατάξετε.»
«Ε τότε, κύριε
Αρχιστράτηγε, σας διατάσω.»
Από
τη μια ο προσανατολισμένος πάντα στη θαλασσινή κοσμοπολίτικη Ελλάδα Βενιζέλος,
θαυμαστής της στρατηγικής της θαλασσοκράτειρας Αγγλίας.
Απέναντι του, ο
εμποτισμένος από την κουλτούρα του Γερμανικού στρατού διάδοχος του ελληνικού
θρόνου, ρέκτης των ανοικτών πεδιάδων και της αξίας των χερσαίων εκτάσεων.
Φεύγει
το βλέμμα μου προς το νότιο άκρο, την Κρήτη.
Δυο
αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, κατεβαίνουν απ’ τα βουνά το 1974.
Στο
μοναδικό μέρος της ελληνικής επικράτειας που δεν υπήρξε ουσιαστικά εμφύλιος, ο
εμφύλιος τέλειωσε μετά από 28 ολόκληρα χρόνια.
Χαμογελώ, γιατί καταλαβαίνω πως
ανάμεσα σε όλους τούτους, τους ανθρώπους, τους τόπους, τους χρόνους, κατά
παράδοξο τρόπο είμαι κι εγώ, όπως κι εσύ που με διαβάζεις.
Ταξιδεύω
νύχτα στο Αιγαίο, χωρίς προορισμό.
Μέσα
στην μεταμεσονύχτια παραζάλη μου, ψάχνω τραπεζάκι στο μπαρ του μπροστινού
καταστρώματος. Αδύνατο, είναι όλα πιασμένα.
Στο ένα, ο Καββαδίας με τον
Καραγάτση ανταλλάσσουν χυδαίες απόψεις για τα χούγια των γυναικών του κόσμου. Και στο δίπλα, ο Περικλής με τον Νικηταρά και τον Παλαιολόγο, ονειρεύονται την
Ελλάδα των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Μπροστά στην πλώρη,
κουτσοπίνουν αμίλητοι το ούζο τους ο Ποσειδώνας με τον Άη-Νικόλα.
Σκύβω
στην κουπαστή. Ένα λευκό θηριώδες κότερο
με σημαία Παναμά πλέει δίπλα μας.
Είναι κατάφωτο. Φιλιππινέζοι σερβίρουν με
κρυστάλλινα ποτήρια, τσιφτετέλια ακούγονται απ’ τα σαλόνια του. Ένας χοντρός με
πούρο, μας κουνάει το χέρι.
Ποιος ξέρει πάνω σε ποια μίζα του ελληνικού
δημοσίου ακουμπά τους τετράπαχους αγκώνες του.
Στο
δικό μας πάνω κατάστρωμα, το πλήρωμα κατσαδιάζει κάποιον που είχε βγάλει μισό
εισιτήριο χωρίς να το δικαιούται.
Περπατώ
πάνω σ’ ένα πλοίο που ταξιδεύει στο Αιγαίο.
Αυτό
ήταν πάντα το Αιγαίο. Δεν ήταν θάλασσα, ήταν δρόμος.
Τον
διάβαιναν άρχοντες και δούλοι, καπετάνιοι και αφελείς μούτσοι, στρατηλάτες και
φοβητσιάρηδες, πνευματικοί άνθρωποι και μακελάρηδες, έμποροι όπως και απατεώνες,
αξιωματούχοι και κουρσάροι, όλοι μαζί τουρλού-τουρλού όπως και σήμερα.
Τυχερός
όποιος αξιώθηκε να έχει επίγνωση αυτής της ιστορικότητας.
Γιατί δίχως την ιστορικότητα
του χώρου μας, η δική μας προσωπική ιστορία είναι ένα τίποτα. Είναι ένα άθυρμα
χωρίς παρελθόν, χωρίς συνέχεια, άρα χωρίς αξία.
Κοιτώντας την ιστορία μας,
κοιτάμε μέσα μας. Η εθνική μας ιστορία ήταν πάντα η ιστορία του Αιγαίου και της
στεριάς που το κυκλώνει, πάντα μαζί με τα αμείλικτα ερωτήματα και διλήμματα
της.
Σάματις
γύρω από ένα αντίστοιχο κέντρο δεν κινείται και η δική μας προσωπική ζωή;
Τα
ίδια ερωτήματα δεν μας συντροφεύουν και στα δικά μας ατομικά μονοπάτια;
Ταξιδεύω
νύχτα στο Αιγαίο και ο μισοφωτισμένος διάδρομος ανάμεσα στα καταστρώματα είναι
βρεγμένος απ’ τη νυχτερινή αλμύρα.
Οπτασίες και σκιές περπατούν δίπλα μου,
προσεκτικά μην γλιστρήσουν και χαθούν στο σκοτεινά νερά από κάτω.
Αχ, αυτές οι μικρές καλές σκιές της ζωής μου.
Πόσο εύκολα μεταπηδώ από τις πιο μεγάλες
και τις αιώνιες, στις μικρούλες προσωπικές οπτασίες, που με συντρόφευαν στα
κατάρτια και στις παραλίες αυτής της ζωντανής θάλασσας.
Έρχονται απρόσμενα, πότε
παιχνιδιάρες και πότε φουρκισμένες απ’ τα νεύρα τους, να μου θυμίσουν το
πέρασμα τους.
Για
να ακριβολογώ, αυτή την ερμηνεία μ’ αρέσει να δίνω στην εμφάνιση τους, όταν με
πιάνει καμιά φορά αυτή η ανόητη ανδρική αυτοπεποίθηση.
Μπορεί όμως να έρχονται
και για τον ακριβώς αντίθετο λόγο.
Προσπαθώντας αυτές να θυμηθούν κάτι από
μένα. Πως με λέγανε, ας πούμε.
Και να μην τα καταφέρνουν...
Δεν
βαριέσαι. Έτσι είναι η φορά των πραγμάτων.
Fb – EGPs – [2fA]