Ο
Τσάρος - царь [Tsar – Ρωσία - Pavel Lugin -
Pyotr Mamonov – 2009]
Η
εξαιρετική παρουσίαση της ταινίας TSAR από την αδελφή μας Α. Χ. που αναρτήθηκε
ήδη στο Αρχαγγέλων Ταινιόραμα στις 27 Οκτωβρίου (2010), παρέχει στον θεατή κάθε
χρήσιμη πληροφορία για την ταινία και μια πλούσια ιστορική τοποθέτηση του
έργου.
Έχουμε
έτσι την ευκαιρία να προχωρήσουμε άμεσα στην παράθεση κάποιων σκέψεων που
πηγάζουν από τη συγκεκριμένη ταινία, αποφεύγοντας τις επαναλήψεις γνωστών
στοιχείων.
Μια
κινηματογραφική ταινία είναι ένα κομμάτι ζωής, μια αναπαράσταση της ζωής
δοσμένη από την ιδιαίτερη οπτική γωνία του σκηνοθέτη. Σαν μια φωτογραφία (αφού
είναι κυρίως εικόνα) διευρυμένη στον χρόνο, που ανάλογα με την τεχνική
προσέγγιση και τον εστιασμό του θέματος της, δρομολογεί και ανάλογους
συνειρμούς.
Στην
πρώτη ασπρόμαυρη ταινία με το ίδιο θέμα, τον «Ιβάν τον Τρομερό» (του Sergei
Eisenstein, 1944), οι διαβαθμίσεις των γκρίζων τόνων διαποτισμένες από την
ιδιοφυία του μεγάλου δημιουργού, προσδίνουν έμφαση τους συμβολισμούς και αναδεικνύουν
ιδανικά τον θρύλο του τρομερού Τσάρου, σε μια εποχή ιδιαίτερης πολιτικής σκοπιμότητας.
Οι
συνειρμοί εκεί, ακολουθούν άλλους δρόμους.
Ο
Pavel Lugin αντίθετα, μέσα σε ένα πλούτο χρωμάτων και σκηνικών αποχρώσεων,
επικεντρώνεται και φωτίζει ανάγλυφα τη διαταραγμένη προσωπικότητα του Ιβάν, που
από «Τρομερός» τώρα ονομάζεται απλά «Τσάρος», έστω και χωρίς αποσιωπητικά που
θα τόνιζαν εντονότερα τη ρεαλιστική απομυθοποίηση του.
Ζήσαμε
τον μοναδικό Pyotr Mamonov σαν Άγιο Ανατόλιο στο «Νησί» του, λίγο-πολύ ταυτιστήκαμε
μαζί του και τώρα τον απολαμβάνουμε σε ένα ρόλο τελείως διαφορετικό, τον ζούμε
σαν Τσάρο, αλλά εδώ διστάζουμε να προχωρήσουμε σε ταυτίσεις, διατηρούμε
διακριτικά τις αποστάσεις μας.
Και φαίνεται λογικό. Ο Ιβάν ο Τσάρος είναι
τρελός, παρανοϊκός, ακαταλόγιστος. Πώς να ταυτιστεί κανείς μαζί του;
Όμως
ο Λουγκίν φωτίζοντας έντονα τους χαρακτήρες του, δίνει διάφανες κάποιες πτυχές
της προβληματικής αυτής προσωπικότητας.
Ας στρέψουμε κι’ εμείς λοιπόν, λίγο
περισσότερο την προσοχή μας στον ίδιο τον Ιβάν, από ό,τι στα εγκλήματα του και
στη δική μας στάση απέναντι του, απ’ ότι στην κριτική των πράξεων του.
Τα
συμπτώματα της τρέλας, υποστηρίζουν κάποιοι πως είναι μηχανισμοί προστασίας,
όταν η σκληρότητα και η πίεση της ζωής δεν αντέχονται άλλο. Ο τρελός (ο Ιβάν
στην περίπτωση μας) ίσως κληρονόμησε μια ευαισθησία ιδιαίτερη στο να πληγώνεται
από τη συμπεριφορά των γύρω του, χωρίς να έχει αντισταθμιστική παροχή αγάπης
και κατανόησης.
Αν
δεν καλύφθηκαν οι ανάγκες του, στα χρόνια της συναισθηματικής ανάπτυξης, για στοργή και τρυφερότητα, ελευθερία, συντροφικότητα και μετριοπάθεια, νοιώθοντας κάποια ανεξέλεγκτη
στιγμή, να συνθλίβεται από τον φόβο και τις ενοχές, μετατρέπει τη στέρηση σε
μίσος που το προβάλλει στους άλλους, επιλέγοντας να είναι εκείνος ο
κυνηγημένος, ο στόχος όλων, που συνωμοτούν εναντίον του και εξισορροπεί τα
ψυχολογικά του κενά, υιοθετώντας ένα παραλήρημα, μια παθολογική πεποίθηση
θεϊκής αποστολής.
Ο
κόσμος τον έχει απαρνηθεί πριν ακόμα αρρωστήσει. Περνώντας όμως το κατώφλι της
τρέλας, ανοίγεται ένα οδυνηρό χάος ανάμεσα σ’ αυτόν και την «υγιή» κοινωνία των
«φυσιολογικών» ανθρώπων. Ο «τρελός» θα ζει πια σε μια βουβή μοναξιά, σε μια ονειρική (εφιαλτική)
πραγματικότητα, έρμαιο στον φόβο και την καχυποψία.
Μέσα
στη δίνη της αρρώστιας του διασφαλίζει την πραγματική ή τη φανταστική εξουσία
του με το ψέμα, με το έγκλημα, ίσως και με τη διαστροφή, γιατί ενεργεί άβουλα,
με το ένστικτο και το ένστικτο είναι τυφλό, στερημένο πνεύματος.
Κι’
εμείς που συμπονούμε τον τρελό, όπως και όλους τους αναξιοπαθούντες από μακριά,
κρατούμε αποστάσεις ασφαλείας, περιοριζόμαστε και περιφρουρούμε τη σιγουριά του
στενού και υγιούς κύκλου μας, αποφεύγουμε κάθε σχέση με διαταραγμένους, με
απατεώνες και έκδηλα άρρωστους, με φυλακισμένους και οπτικά αμφισβητήσιμους, με
ύποπτους γενικότερα και καταδικάζουμε φανερά ή κρυφά όποιον δεν μας ταιριάζει.
Υπεραμυνόμαστε
της λογικής και του δικαίου και παραμερίζουμε από τη ζωή μας όσους δεν
ασπάζονται τις απόψεις μας ή αγνοούν τις υποδείξεις μας. Ειρωνευόμαστε με
υπεροψία κάθε τι ξένο στις δικές μας συνήθειες.
Διεκδικούμε
τελικά έναν Παράδεισο στα μέτρα μας, μόνο για μας και τους «δικούς» μας,
αποκλείοντας απ’ αυτόν τον κάθε παρείσακτο Γιάννη Αγιάννη, της εξαθλίωσης που
μας περιβάλλει.
Μας
καθησυχάζει και μας δικαιώνει στην κοσμική μας συνείδηση, να παίζουμε τον ρόλο
του καλού χριστιανού όπως μπορούμε, αντί όμως με την πολιτεία μας να
τεκμηριώνουμε αγιότητα, περιφέρουμε στην οθόνη της ζωής μας την χλιαρότητα της
ολιγοπιστίας μας.
Σαν
τον Τσάρο, στην υπέροχα συμβολική σχετική σκηνή της διαδικασίας ενδύσεως του,
προχωρούμε κι’ εμείς αργά, σταθερά και αυτάρεσκα σε μια καθημερινή επανένδυση
και συσσώρευση ματαιοδοξίας.
Με
τη δύναμη της όποιας εξουσίας κατορθώσαμε να εξασφαλίσουμε, αντλούμε μικρές
ικανοποιήσεις από τη σκληρότητα μας, την απόρριψη, την κακοπιστία και την
εύκολη κριτική που ασκούμε στους γύρω μας και όλα αυτά, χωρίς το άλλοθι της
τρέλας, χωρίς το ελαφρυντικό του ακαταλόγιστου.
Στη
κοινωνία μας, επιδοκιμάζουμε τίτλους και επιφάνεια, κρίνουμε συμπεριφορές, δεν
αγαπούμε και αγνοούμε το «πρόσωπο». Και τελικά δεν σκεφτόμαστε ούτε για μια
στιγμή, μήπως η αθλιότητα, η ανηθικότητα, η δυσμορφία, η κακία που μας απειλούν
απ’ έξω, δεν είναι παρά οι δικές μας προβολές στους άλλους, γι’ αυτό και
νοιώθουμε τόσο ενοχλημένοι.
Γιατί,
αν μέσα μας είχαμε ειρήνη, γαλήνη, ομορφιά,
καλοσύνη, αν στην ψυχή μας ζούσε ο Χριστός, τίποτα στον κόσμο δεν θα
ήταν ξένο, ύποπτο, απειλητικό, άσχημο, τρελό. Μέσα από το πρίσμα της αγάπης όλα
θα έπαιρναν τη σωστή τους θέση και διάσταση και καμιά συμπεριφορά, παθολογία ή
άλλη ιδιαιτερότητα δεν θα ήταν ικανή να μας απομακρύνει ψυχικά από ένα άλλο
πρόσωπο.
Δεν
πρέπει να ξεχνούμε, πως η συνύπαρξη, η αποδοχή, η ενεργή και το ίδιο δυνατή αγάπη
προς όλους, όποιοι και να φαίνονται πως είναι, ό, τι και να έχουν κάμει, θα τεκμηριώσουν
την όποια δική μας προοπτική για τον Παράδεισο.
Στο
μέτρο ωστόσο, που η σινεκριτική προσέγγιση εξελίχθηκε σε αυτοκριτική,
απεγνωσμένα ζητά προτού να κλείσει η αναφορά αυτή, λίγο φως, μια λάμψη ελπίδας
στην ιστορία του Τσάρου Ιβάν. Ο Λουγκίν έδωσε τη βαρύτητα που όφειλε και στο
σημείο αυτό.
Η
ελπίδα ριζώνει στη θυσία και ο Άγιος Φίλιππος είναι η προσωποποίηση της θυσίας.
Στάθηκε
στο πλευρό του Τσάρου ειλικρινής και τίμιος, προσβλέποντας στο πρόσωπο του με
αγάπη σαν φίλος, σαν αδελφός προσευχόμενος. Στη δική του θυσία ριζώνει και η
δική μας ελπίδα, πως η οικονομία του Κυρίου θα μεριμνήσει για τη φώτιση μας.
Τελευταία
εικόνα που ακολουθεί ζωντανή την καρδιά μας, τα βλέμματα αγάπης του Αγίου και
του βογιάρου ανεψιού του, που θα μπορούσαν -όμως αρνούνται- να σώσουν τον εαυτό
τους την ώρα του μαρτυρίου τους, ενοχοποιώντας ο ένας τον άλλο.
Η
υπέροχη αυτή σκηνή της υπέρβασης του κόσμου μας, ο αλληλοσεβασμός στην εικόνα
του Θεού που δεν την προδίδουν, η ειρήνη που καθρεπτίζεται στα πρόσωπα τους,
γίνονται ύμνος και κάθαρση, ψαλμός και παράδειγμα. Οδηγούνται έτσι και οι δύο
στη θυσία και οδηγούν κι’ εμάς στους δρόμους της Πίστης, της Ελπίδας και της
Αγάπης, των ακριβών θυγατέρων της του Θεού Σοφίας.
Μ.
Ψ.
2η
βελτιωμένη – [2φΑ]