Locus
amoenus ή ξημερώματα στο Κάιρο (απόσπασμα)
Κυριακή
1η Αυγούστου 1943.
Βαγγέλης
Σταυρόπουλος
….
Να’
σαι μόνος για να μπορείς απροσχημάτιστα να βουτάς στη θάλασσά σου. Όπως
κοιτάζεις προς το χθες και βλέπεις τη χαρά σου αμήχανα νευρόσπαστη να
αναπαύεται σε λίγα άσπρα βότσαλα, σε λίγη θάλασσα, σε μια λουρίδα φως, σε ένα
βιβλίο. Στο διαυγές απήχημα της ύπαρξής σου που γνωρίζει τη σιωπή μέσα στα
λόγια και στη βουή της Συγγρού και του Αμαρουσίου.
Ή
τον Μάρτη. Τον Μάρτη, που τα λεμόνια κρέμονται στα δέντρα σαν ήλιοι, στα
περιβόλια στην άλλη άκρη της πολιτείας. Ένα κορίτσι τριγυρνά ανάμεσά τους,
ανάμεσα στις λεμονιές και στα πεύκα, κρατώντας στα δυο του χέρια μια βάρκα
βαμμένη γαλάζια. Το κορίτσι φορά ένα γαλάζιο φόρεμα, όμοιο το’ χει με της
βάρκας, σα το χρώμα του ουρανού και της θαλάσσης. Αφήνει το γαλάζιο βαρκάκι
στην ακρογιαλιά, κι ύστερα σηκώνει το φόρεμα πάνω από τα γόνατα να μη το
βρέξει, ίσα να σπρώξει το σκαρί στα ανοιχτά. Τώρα το καραβάκι ανοίχτηκε κι όλο
μακραίνουν τα πεύκα στο γιαλό και τα νερά αγριεύουν. Το κορίτσι κοιτά ως τα
πέρα, κι ύστερα ψάχνει τους αστερισμούς για να μαντέψει του καραβιού τη ρότα.
Έχει δύο ήλιους καρφωμένους μες τα μάτια του, δύο κατακίτρινα λεμόνια. Το νερό
που γλύφει τους πρόποδες της μεγάλης πολιτείας, πότισε την καρίνα και τα
σχοινιά, κι ίσως ξανάρθει, λέει. Ίσως ξανάρθει, όταν τα πεύκα τα αττικά τα
μεσημέρια του Ιούλη πιάνουν σκοπό κάτω από του ήλιου την βασιλεία την ασάλευτο.
Ίσως γυρίσει απ’ το ταξίδι του, όταν ο ουρανός μας γιομίσει χαρταετούς, με
τρελαμένα στα αφτιά τους σκουλαρίκια. Ίσως πάλι να βρει τον δρόμο του και να
κινήσει για τις δικές μας θάλασσες, όταν
ο άνεμος ποτίσει κοκκινόχωμα και γιασεμί. Τότε θα τρέξουν τα παιδιά κατά τη
θάλασσα φωνάζοντας, γελώντας και θα ρωτήσουν το κορίτσι αν βλέπει στον ορίζοντα
να ’ρχεται εκείνο το ολοπάλαβο βαρκάκι. Κι εκείνο βότσαλο απ’ της θαλάσσης τον
βυθό θα πάρει και φέρνοντάς το στα δυο του χείλια, θα γλείψει από πάνω του όλη
την ποντική αρμύρα, ώσπου να μείνει στα χείλη του απάνω, όλη η ψυχή του
βότσαλου. Τότε σιωπή θα ανατείλει, και τα παιδιά θα κάτσουνε ολόγυρα να
ακούσουνε τη λέξη. Το κορίτσι λέξη δε θα πει, μόνο που θα μείνει να κοιτά τη
θάλασσά μας, που γυρνά ανάμεσα στα δέντρα ψιθυρίζοντας, με μάτια σα δυο ήλιους,
σα δυο ξανθά λεμόνια, όμοια με τα λεμόνια που σκαρφαλώνουν στα δέντρα μας, στην
άλλη άκρη της Πολιτείας, του Μάρτη τις μέρες. Φωνή θα βγάλει το βότσαλο τότε
και θα κράξει: - Ψυχή δε μου ’μεινε. Όλη η ψυχή μου κάθισε στου κοριτσιού τα
χείλη. Εγώ ήμουν το βότσαλο ‘κείνο, που το βαρκάκι έριξε πίσω του καθώς
σαλπάριζε. Κι ο ήλιος με καταδίκασε σκληρά σαν δίκαιος που είναι, σαν παντεπόπτης
ρήγας, να ’χω για μέρα γιορτινή μου τούτη τη μέρα τη σημερινή, μέρα της άγιας
Πίκρας. Με καταδίκασε σκληρά, να παραδέρνω σαν τον ποντικό στον πάτο, εγώ που
θα ’μουν πέτρα, θα ’μουν λιθάρι κραταιό και ακρογωνιαίο, να αφήνουν πάνω μου τα
ίχνη τους, των κοριτσιών τα γυμνά πόδια, καθώς γυρνούν μέσα στα λεμονοπερίβολα
τις μέρες του Μάρτη, που οι καρδιές ορθώνονται στον ουρανό -έτσι να κάνουνε- να
αρπάξουνε απ΄ τα μαλλιά τον ήλιο.
Καθώς
έφευγες -δέξου το- σου ’φταναν μονάχα τα βιβλία σου, ένα τετράδιο, δύο- τρία
γραφικά σου. Στα περιθώρια να διορθώνεις με μολύβι κι αλλού να συμπληρώνεις,
κάνοντας υπακοή στο τυπικό του λόγου, μετρώντας λέξεις στο κομποσκοίνι σου σαν
την ευχή των καλογήρων στην ασβεστωμένη πεζούλα του μοναστηριού.
[πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Manifesto]
πλήρες το κείμενο: antifono
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου