ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Από τον "Λόγο στην Θεόσωμη Ταφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού"
- Του Αγίου Επιφανίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίας της Κύπρου
Από τον "Λόγο στην Θεόσωμη Ταφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού"
- Του Αγίου Επιφανίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίας της Κύπρου
1. Τι είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή είναι
απλωμένη στη γη.
Μεγάλη σιωπή και ηρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμάται ο
Βασιλιάς.
Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, επειδή ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε.
Ο Θεός με το σώμα πέθανε, και τρόμαξε ο Άδης.
Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε, και ανέστησε αυτούς που βρίσκονταν στον Άδη.
Πού είναι τώρα οι προ ολίγου ταραχές και οι φωνές και οι παράνομοι θόρυβοι κατά του Χριστού;
Πού είναι οι όχλοι και οι εξεγέρσεις και οι στρατιωτικές φρουρές και τα όπλα και οι λόγχες;
Πού είναι οι βασιλιάδες και οι ιερείς και οι δικαστές οι καταδικασμένοι;
Πού είναι οι αναμμένες δάδες και τα μαχαίρια και οι άτακτες κραυγές;
Πού είναι οι όχλοι που εφρύαξαν και η άσεμνη κουστωδία;
Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, επειδή ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε.
Ο Θεός με το σώμα πέθανε, και τρόμαξε ο Άδης.
Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε, και ανέστησε αυτούς που βρίσκονταν στον Άδη.
Πού είναι τώρα οι προ ολίγου ταραχές και οι φωνές και οι παράνομοι θόρυβοι κατά του Χριστού;
Πού είναι οι όχλοι και οι εξεγέρσεις και οι στρατιωτικές φρουρές και τα όπλα και οι λόγχες;
Πού είναι οι βασιλιάδες και οι ιερείς και οι δικαστές οι καταδικασμένοι;
Πού είναι οι αναμμένες δάδες και τα μαχαίρια και οι άτακτες κραυγές;
Πού είναι οι όχλοι που εφρύαξαν και η άσεμνη κουστωδία;
Εξαφανίστηκαν πραγματικά, γιατί στ’ αλήθεια πραγματικά οι
όχλοι έκαναν σχέδια ανόητα και μάταια.
Σκόνταψαν πάνω στον ακρογωνιαίο λίθο, τον Χριστό και συντρίφτηκαν οι ίδιοι.
Σκόνταψαν πάνω στον ακρογωνιαίο λίθο, τον Χριστό και συντρίφτηκαν οι ίδιοι.
Χτύπησαν με μανία τη στέρεη Πέτρα, αλλά διαλύθηκαν σε αφρούς, όπως τα κύματα
που κτυπούν στο βράχο.
Χτύπησαν πάνω στο ανίκητο αμόνι και οι ίδιοι κομματιάστηκαν.
Ανύψωσαν στο ξύλο του Σταυρού την πέτρα και αυτή κύλησε και τους θανάτωσε.
Χτύπησαν πάνω στο ανίκητο αμόνι και οι ίδιοι κομματιάστηκαν.
Ανύψωσαν στο ξύλο του Σταυρού την πέτρα και αυτή κύλησε και τους θανάτωσε.
Όπως οι Φιλισταίοι τον δυνατό Σαμψών, έδεσαν και αυτοί τον Ήλιο
Χριστό, αυτός όμως έσπασε τις πανάρχαιες αλυσίδες και εξόντωσε τους αλλοφύλους
και παράνομους.
Έδυσε ο Θεός, ο Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, στη γη και πλάκωσε με πηχτό σκοτάδι τους Ιουδαίους.
Έδυσε ο Θεός, ο Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, στη γη και πλάκωσε με πηχτό σκοτάδι τους Ιουδαίους.
….
11. Πες μου, λοιπόν, Ιωσήφ, άραγε έθαψες στραμμένο προς
ανατολάς, όπως όλους τους νεκρούς, τον Ιησού, την ανατολή των ανατολών;
Έκλεισες με τα δάκτυλά σου, όπως κάνουμε στους νεκρούς, τα μάτια του Ιησού, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού με το άγιο δάκτυλό Του;
Έκλεισες το στόμα Εκείνου που άνοιξε του κωφάλαλου το στόμα;
Έδεσες τα χέρια Εκείνου, που άπλωσε τα παράλυτα χέρια;
Έδεσες και τα πόδια του Ιησού, που χάρισε το περπάτημα στα ακίνητα πόδια;
Μήπως σήκωσες επάνω σε νεκροκρέβατο, Αυτόν που διέταξε τον παράλυτο να σηκώσει το κρεβάτι του;
Μήπως περιέχυσες με μύρα, Αυτόν που άδειασε τον εαυτό του σαν ουράνιο μύρο και ανακαίνισε τον κόσμο;
Τόλμησες, άραγε να σφουγγίσεις την αιμορροούσα θεόσωμη πλευρά του Ιησού, του Θεού που θεράπευσε τη δυστυχισμένη εκείνη αιμορροούσα;
Έπλυνες με νερό το σώμα του Θεού, που ξέπλυνε όλων τις αμαρτίες και χάρισε την κάθαρση;
Και τι είδους λαμπάδες άναψες για το φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο;
Έκλεισες με τα δάκτυλά σου, όπως κάνουμε στους νεκρούς, τα μάτια του Ιησού, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού με το άγιο δάκτυλό Του;
Έκλεισες το στόμα Εκείνου που άνοιξε του κωφάλαλου το στόμα;
Έδεσες τα χέρια Εκείνου, που άπλωσε τα παράλυτα χέρια;
Έδεσες και τα πόδια του Ιησού, που χάρισε το περπάτημα στα ακίνητα πόδια;
Μήπως σήκωσες επάνω σε νεκροκρέβατο, Αυτόν που διέταξε τον παράλυτο να σηκώσει το κρεβάτι του;
Μήπως περιέχυσες με μύρα, Αυτόν που άδειασε τον εαυτό του σαν ουράνιο μύρο και ανακαίνισε τον κόσμο;
Τόλμησες, άραγε να σφουγγίσεις την αιμορροούσα θεόσωμη πλευρά του Ιησού, του Θεού που θεράπευσε τη δυστυχισμένη εκείνη αιμορροούσα;
Έπλυνες με νερό το σώμα του Θεού, που ξέπλυνε όλων τις αμαρτίες και χάρισε την κάθαρση;
Και τι είδους λαμπάδες άναψες για το φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο;
Έψαλλες, άραγε και επιτάφια άσματα σ’ Εκείνον που υμνούν ακατάπαυστα
όλες οι αγγελικές δυνάμεις;
Έχυσες δάκρυα για τον Ιησού, που δάκρυσε και ανάστησε το νεκρό φίλο του Λάζαρο;
Έχυσες δάκρυα για τον Ιησού, που δάκρυσε και ανάστησε το νεκρό φίλο του Λάζαρο;
Θρήνησες Αυτόν, που δώρισε σ’ όλους τη χαρά και σταμάτησε τη λύπη της
Εύας;
….
14. Πώς έγινε ορατός ο αόρατος; Πώς ο άυλος έλαβε σάρκα;
Πώς έπαθε ο απαθής; Πώς ο Κριτής στάθηκε σε κριτήριο;
Πώς η ζωή γεύθηκε θάνατο; Πώς ο αχώρητος χώρεσε σε τάφο;
Πώς κατοικεί στο μνήμα, Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον κόλπο τον Πατρικό;
Πώς εισέρχεται από την πύλη του σπηλαίου, Αυτός που δεν άνοιξε τις πύλες των ουρανών;
Πώς άνοιξε τις πύλες του Παραδείσου, ενώ δεν έσπασε τις πύλες της Παρθένου;
Πώς συνέτριψε τις πύλες του Άδη, ενώ δεν άνοιξε τις πύλες του υπερώου, όπου τον περίμενε ο Θωμάς;
Πώς άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της Βασιλείας των ουρανών, ενώ τις πύλες και τις σφραγίδες του τάφου τις άφησε να ανοίξουν μόνες τους;
Πώς συγκαταλέγεται με τους νεκρούς, Αυτός που είναι ελεύθερος ανάμεσα στους νεκρούς;
Πώς το ανέσπερο φώς, έρχεται στο σκοτάδι και στη σκιά; Πού πηγαίνει;
Πού κατεβαίνει Αυτός που δεν έχει τη δύναμη να τον κρατήσει ο θάνατος;
Ποιός ο λόγος; Ποιός ο τρόπος;
Ποιός είναι ο σκοπός της καθόδου του στον Άδη;
Μήπως κατεβαίνει για να ανεβάσει τον Αδάμ τον κατάδικο και σύνδουλό μας;
14. Πώς έγινε ορατός ο αόρατος; Πώς ο άυλος έλαβε σάρκα;
Πώς έπαθε ο απαθής; Πώς ο Κριτής στάθηκε σε κριτήριο;
Πώς η ζωή γεύθηκε θάνατο; Πώς ο αχώρητος χώρεσε σε τάφο;
Πώς κατοικεί στο μνήμα, Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον κόλπο τον Πατρικό;
Πώς εισέρχεται από την πύλη του σπηλαίου, Αυτός που δεν άνοιξε τις πύλες των ουρανών;
Πώς άνοιξε τις πύλες του Παραδείσου, ενώ δεν έσπασε τις πύλες της Παρθένου;
Πώς συνέτριψε τις πύλες του Άδη, ενώ δεν άνοιξε τις πύλες του υπερώου, όπου τον περίμενε ο Θωμάς;
Πώς άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της Βασιλείας των ουρανών, ενώ τις πύλες και τις σφραγίδες του τάφου τις άφησε να ανοίξουν μόνες τους;
Πώς συγκαταλέγεται με τους νεκρούς, Αυτός που είναι ελεύθερος ανάμεσα στους νεκρούς;
Πώς το ανέσπερο φώς, έρχεται στο σκοτάδι και στη σκιά; Πού πηγαίνει;
Πού κατεβαίνει Αυτός που δεν έχει τη δύναμη να τον κρατήσει ο θάνατος;
Ποιός ο λόγος; Ποιός ο τρόπος;
Ποιός είναι ο σκοπός της καθόδου του στον Άδη;
Μήπως κατεβαίνει για να ανεβάσει τον Αδάμ τον κατάδικο και σύνδουλό μας;
Πραγματικά!
Πορεύεται οπωσδήποτε να αναζητήσει το πρωτόπλαστο και χαμένο πρόβατο και θέλει να επισκεφθεί αυτούς που βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου.
Οπωσδήποτε πορεύεται να ελευθερώσει από τους πόνους τον αιχμάλωτο Αδάμ και την συναιχμάλωτη Εύα, ο Θεός και υιός τους.
Πορεύεται οπωσδήποτε να αναζητήσει το πρωτόπλαστο και χαμένο πρόβατο και θέλει να επισκεφθεί αυτούς που βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου.
Οπωσδήποτε πορεύεται να ελευθερώσει από τους πόνους τον αιχμάλωτο Αδάμ και την συναιχμάλωτη Εύα, ο Θεός και υιός τους.
koukfamily
– [2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου