ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
- ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ (1998)
[απόσπαμα]
[απόσπαμα]
…. Κάποτε πρέπει και να παίρνει ανάσα ο άνεμος.
Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί
πίσω απ' την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο
αιώνες, ενίοτε.
Φθόγγοι Πομπηίας υποχθόνιοι μαζί με κατά καιρούς καταρρέουσες
λέξεις από τον Δάντη έως τον Ungaretti σ' ένα εικοσιτετραώρου
διαρκείας ηλιοβασίλεμα, παρισταμένης πάντοτε και της σελήνης,
γίνονται τα προσκόμματα στην απόφαση της ανθρωπότητας να θέσει
τέρμα στην ιστορία της.
Μες στον βαθύ ουρανό
Κάθε βουνό κι η υπογραφή του.
Το νερό της ομοιότητας δεν άλλαξε, ούτε το δέρμα της ηλικίας.
Ο Ξενοφών τυγχάνει εξάδελφός μου και η μικρή Ασία ομοεθνής.
Κατά τ' άλλα, πραγματικά τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει και γράφω
ποιήματα, ώστε να ερωτεύομαι σωστά.
Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά, που να μη ματώνει ποτέ η
ευλάβεια.
Στις σαρανταεννέα ημέρες του χρόνου οι βερβένες του κήπου μου
έχουν πανσέληνο. Σβήνουν τα πάντα κι απομένουν αναμμένα μονάχα
τα ερημοκλήσια. Είναι φορές που παρουσιάζονται άξαφνα, και
για λίγο μόνον, ρολόγια πανσέδων και κάμποσοι χαρτοπόλεμοι
χαμομηλιών. Όλα τους, ώσπου να εμφανιστεί στον αέρα το πρώτο
κλεφτοφάναρο. Τότε είναι η στιγμή, να προσμετρήσει κανείς
πραγματικότητα.
Γενού φυτό τριών γενεών και συνάμα παρθένος.
Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο σου ποίημα. Κι είναι
οι δυο αυτές αγριμάδες που, αν συμπέσουν και κάνουν καινούριο
φεγγάρι, μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής η ιστορία του κόσμου.
Μια δεύτερη μέρα μέσα στην πρώτη διπλωμένη σε φάκελο, φεύγει
συνεχώς για να τοποθετεί εν αγνοία σου μικρούς φλόκους στα γύρω
υψώματα και χρυσά συννεφάκια στην άκουα μαρίνα της μονίμου
κατοικίας σου.
Α! να 'χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του
ρώγα να τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να 'ναι Μυρτώος ή και
Καρπάθιος…
Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη, όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο!
Ν' ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους, είναι μαγεία.
Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους.
Κι όσα η άμυαλη γραφή σου που υφαρπάζει
από μια, σε αποδρομή, μεγάλη στενοχώρια· που
του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε.
Κείνο το εν είδει ρόδου δώρο που δεν έκανα.
Πεύκα. Η λαμαρίνα η ασημιά
Το «μη» του ενός δακτύλου. Αργά τα μαλλιά
κολυμπητά στον ήλιο. Και κατασυντριμμένη
της οργής των αρχαίων καιρών, η μαύρη σφήκα.
Στη βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι
το τελευταίο μου όνειρο…
Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί
πίσω απ' την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο
αιώνες, ενίοτε.
Φθόγγοι Πομπηίας υποχθόνιοι μαζί με κατά καιρούς καταρρέουσες
λέξεις από τον Δάντη έως τον Ungaretti σ' ένα εικοσιτετραώρου
διαρκείας ηλιοβασίλεμα, παρισταμένης πάντοτε και της σελήνης,
γίνονται τα προσκόμματα στην απόφαση της ανθρωπότητας να θέσει
τέρμα στην ιστορία της.
Μες στον βαθύ ουρανό
Κάθε βουνό κι η υπογραφή του.
Το νερό της ομοιότητας δεν άλλαξε, ούτε το δέρμα της ηλικίας.
Ο Ξενοφών τυγχάνει εξάδελφός μου και η μικρή Ασία ομοεθνής.
Κατά τ' άλλα, πραγματικά τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει και γράφω
ποιήματα, ώστε να ερωτεύομαι σωστά.
Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά, που να μη ματώνει ποτέ η
ευλάβεια.
Στις σαρανταεννέα ημέρες του χρόνου οι βερβένες του κήπου μου
έχουν πανσέληνο. Σβήνουν τα πάντα κι απομένουν αναμμένα μονάχα
τα ερημοκλήσια. Είναι φορές που παρουσιάζονται άξαφνα, και
για λίγο μόνον, ρολόγια πανσέδων και κάμποσοι χαρτοπόλεμοι
χαμομηλιών. Όλα τους, ώσπου να εμφανιστεί στον αέρα το πρώτο
κλεφτοφάναρο. Τότε είναι η στιγμή, να προσμετρήσει κανείς
πραγματικότητα.
Γενού φυτό τριών γενεών και συνάμα παρθένος.
Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο σου ποίημα. Κι είναι
οι δυο αυτές αγριμάδες που, αν συμπέσουν και κάνουν καινούριο
φεγγάρι, μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής η ιστορία του κόσμου.
Μια δεύτερη μέρα μέσα στην πρώτη διπλωμένη σε φάκελο, φεύγει
συνεχώς για να τοποθετεί εν αγνοία σου μικρούς φλόκους στα γύρω
υψώματα και χρυσά συννεφάκια στην άκουα μαρίνα της μονίμου
κατοικίας σου.
Α! να 'χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του
ρώγα να τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να 'ναι Μυρτώος ή και
Καρπάθιος…
Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη, όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο!
Ν' ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους, είναι μαγεία.
Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους.
Κι όσα η άμυαλη γραφή σου που υφαρπάζει
από μια, σε αποδρομή, μεγάλη στενοχώρια· που
του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε.
Κείνο το εν είδει ρόδου δώρο που δεν έκανα.
Πεύκα. Η λαμαρίνα η ασημιά
Το «μη» του ενός δακτύλου. Αργά τα μαλλιά
κολυμπητά στον ήλιο. Και κατασυντριμμένη
της οργής των αρχαίων καιρών, η μαύρη σφήκα.
Στη βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι
το τελευταίο μου όνειρο…
[2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου