Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

"Μια σελίδα της ζωής μου "




[Σε ένα παλιό σεντούκι, βρέθηκε ξεχασμένο εδώ και πολλές δεκαετίες,  ένα σακίδιο συγγενικού μου προσώπου με σχολικά βιβλία και τετράδια, ανάμεσα τους, κι ένα τετράδιο Εκθέσεων – Μ Ψ]


Έκθεσις 1η
του μαθητού Μ. Π.  (Παρακαλώ να μη διαβαστεί στην τάξη)
Μια σελίδα της ζωής μου


Ξεχνώ ποιανού μήνα της Άνοιξης ήταν το κατασκότεινο εκείνο βράδυ.
Σχεδόν είχαμε τελειώσει το δείπνο, όταν μια κούρσα σταμάτησε μπροστά στην εξώπορτα μας, κι ακούσαμε τα βαριά βήματα των στρατιωτών στην αυλή και τα βίαια χτυπήματα τους στην πόρτα.
Όλοι μείναμε στις θέσεις μας παγωμένοι, παραλυμένοι από τον φόβο, γιατί ολόκληρη η οικογένεια είμαστε Άγγλοι υπήκοοι.
Στο δεύτερο βροντερό τους χτύπημα, φαίνεται πως εγώ συνήλθα πρώτος απ’ όλους και μηχανικά πήγα κι άνοιξα την πόρτα, που φέρνει κατ’ ευθείαν στο δωμάτιο όπου τρώγαμε.
Στο μεταξύ και οι άλλοι είχαν σηκωθεί κι όλοι μαζί κοιτούσαμε, με κίτρινα τα πρόσωπα από τον φόβο και την αγωνία, τους δυο στρατιώτες που μπήκαν μέσα αρματωμένοι σαν αστακοί, απαίσιοι, φοβεροί.
Με του λοχία τα λίγα Ελληνικά και της μητέρας μου τα λίγα Γερμανικά, μας έδωσαν να καταλάβουμε πως θα έπαιρναν τον πατέρα μου όμηρο, γιατί στα οχυρά είχαν γίνει σαμποτάζ.

Όταν άκουσα τον σκοπό τους, ήταν κάτι τόσο πικρό και βασανιστικά τρομακτικό, που δεν μπορούσα ακόμα κι αν ήθελα, να το πιστέψω.
Γρήγορα όμως, τα λόγια του λοχία έγιναν ανίκητη πραγματικότητα, που γέμισε όλων μας τις καρδιές, με χίλιους μαύρους φόβους και  ερωτηματικά.
Τι τον θέλουν, τι θα του κάμουν; Άραγε, θα τον ξαναδούμε ζωντανό;
Και τότε άρχισε το μεγάλο βασανιστήριο της αγωνίας. Εκείνη η νύχτα άσπρισε τα μαλλιά της μητέρας και σε μένα έμαθε, τι είναι ψυχικός πόνος, τι κοστίζει η αβεβαιότητα σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ποτέ άλλοτε δεν είχα ξανακλάψει, ούτε και ξανάκλαψα τόσο, και για παρόμοια αιτία.
Πώς πέρασε εκείνη η βραδιά, δεν περιγράφεται. Θυμάμαι πως ο ύπνος με πήρε ενώ καθόμουν σε μια πολυθρόνα αμίλητος, όπως και οι άλλοι, έχοντας το μυαλό μου γεμάτο από τις πιο φριχτές για ένα παιδί, σκέψεις.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου το πρωί, ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου κι από πάνω μου με κοιτούσε ο πατέρας.
Τι αισθάνθηκα τότε, άνθρωπος δεν μπορεί να το περιγράψει.
Ξανάκλεισα τα μάτια μου, να διατηρήσω το όραμα, όταν η φωνή του πατέρα μου είπε, πως ό,τι έβλεπα ήταν αληθινό.



[2φΑ]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου