Φίλιππος
Sherrard
- Ο Οδυσσέας Ελύτης και η ανακάλυψη της Ελλάδας
[Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ - ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ
Ἐκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑΙ 1998]
- Ο Οδυσσέας Ελύτης και η ανακάλυψη της Ελλάδας
[Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ - ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ
Ἐκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑΙ 1998]
… «Ἐγώ καί ἡ γενιά μου», γράφει ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ἐπιχειρήσαμε νά ἀνακαλύψουμε τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτό ἦταν ἀναγκαῖο, γιατί μέχρι τότε τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος παρουσιαζόνταν ὅπως τό εἶχαν δεῖ οἱ Εὐρωπαῖοι.
Γιά νά πραγματώσουμε αὐτό τό καθῆκον ἔπρεπε νά καταστρέψουμε τήν παράδοση τοῦ ὀρθολογισμοῦ, πού ἀπλώνεται βαρειά πάνω στό δυτικό κόσμο…
Ὁ ὑπερρεαλισμός, ὅπως τόν εἶδε ὁ Ἐλύτης, ἦταν μιά προσπάθεια
νά ἀνατρέψει τήν τυραννία τῆς κοσμοθεωρίας πού εἶχε παραγάγει αὐτό τόν κόσμο,
μιᾶς κοσμοθεωρίας πού σταδιακά εἶχε ἐγκλωβιστεῖ σέ μιά καθαρά ὑλιστική καί
πραγματιστική προσέγγιση τῶν πραγμάτων καί ἡ ὁποία θεωροῦσε ὡς πραγματικό
μόνο ὅ,τι μποροῦν νά παρατηρήσουν καί νά συλλάβουν οἱ αἰσθήσεις· πού
θεωροῦσε πώς ἡ ἀλήθεια γιά τά πράγματα μπορεῖ νά ἀνακαλυφθεῖ μέσα ἀπό μιά
διεργασία ὀρθολογιστικῆς καί λογικῆς ἀνάλυσης.
Τά ἴδια πράγματα, τά φυσικά πράγματα, δένδρα, λουλούδια, πουλιά, βράχια, ζῶα, ἀστέρια, ἀντιμετωπίζονταν ἁπλῶς ὡς ἀντικείμενα πού ὑπόκεινται σέ ὁρισμένους μηχανιστικούς νόμους, τούς ὁποίους οἱ ἐπιστήμονες πάσχιζαν νά διατυπώσουν.
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή δέν ὑπῆρχε καμμιά θέση γιά τέτοιες ἀπαρχαιωμένες ἰδέες ὅπως ψυχή καί εἰκονοπλαστική δύναμη τῆς ψυχῆς.
… Ἀντίθετα, ὁ ὑπερρεαλισμός ἐπαναβεβαίωσε τήν πίστη, μιά ὁλοκληρωτική
πίστη στίς πνευματικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου.
Δήλωσε πώς τά πράγματα πού βλέπουμε γύρω μας ἤ βιώνουμε μέσῳ τῶν αἰσθήσεών
μας οὐσιαστικά περιέχουν πολύ λίγη πραγματικότητα, καί τά πράγματα πού ἀντιλαμβανόμαστε
μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι ὅσο πραγματικά ἤ ἀκόμη καί πιό πραγματικά ἀπό ἐκεῖνα
πού βλέπουμε μέ τά σαρκικά μας μάτια.
Καί ἰσχυρίστηκε πώς τά φαινόμενα τῆς φύσης εἶναι ὄντως φαινόμενα τοῦ πνεύματος.
Καί ἰσχυρίστηκε πώς τά φαινόμενα τῆς φύσης εἶναι ὄντως φαινόμενα τοῦ πνεύματος.
Καί πώς δουλειά τῆς τέχνης δέν εἶναι νά ἐπαναλαμβάνει τά γεγονότα
καί τίς ἐμπειρίες τῆς καθημερινῆς ζωῆς μέ μιά «ποιητική» γλώσσα, ἀλλά νά
παρουσιάζει τά πράγματα ὅπως εἶναι ὅταν θεωροῦνται ὑπό τό φῶς τοῦ πνεύματος.
Δηλαδή, ὁ ἀληθινός τεχνίτης δέν διεισδύει στά πράγματα τόσο μέ τίς αἰσθήσεις, ὅσο τά συλλαμβάνει βάση εἰκόνων πού εἶναι ἔμφυτες στήν ψυχή.
Γιά αὐτό ὀ κόσμος δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἁπλῶς ὡς ἐξωτερικό ἀντικείμενο ἤ ἐξωτερικό πρότυπο γιά λίγο-πολύ ἀκριβολογικούς ὁρισμούς, ταξινομήσεις καί ἑρμηνεῖες ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα.
Βιώνεται καί ἀποκαλύπτεται ὡς μιά διαδοχή ἐσωτερικῶν σχέσεων…
Δηλαδή, ὁ ἀληθινός τεχνίτης δέν διεισδύει στά πράγματα τόσο μέ τίς αἰσθήσεις, ὅσο τά συλλαμβάνει βάση εἰκόνων πού εἶναι ἔμφυτες στήν ψυχή.
Γιά αὐτό ὀ κόσμος δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἁπλῶς ὡς ἐξωτερικό ἀντικείμενο ἤ ἐξωτερικό πρότυπο γιά λίγο-πολύ ἀκριβολογικούς ὁρισμούς, ταξινομήσεις καί ἑρμηνεῖες ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα.
Βιώνεται καί ἀποκαλύπτεται ὡς μιά διαδοχή ἐσωτερικῶν σχέσεων…
«Ὁ ἀληθινός ποιητής», γράφει ὁ Ἐλύτης, «δέν καταδέχεται νά
περισσολογεῖ, νά ζωγραφίζει, νά ξαναθυμίζει.
Κάνει ὁρατό τό ἀόρατο, αἰσθητό τό νοούμενο, πραγματικό τό μή πραγματικό.
Στή θέση μιᾶς φτωχῆς σειρᾶς ἀπό λέξεις βάζει μιάν ἄλλη, κατάλληλη ὄχι πιά νά θυμίσει γνωστά, μά νά ἐμππνεύσει ἄγνωστα ὁράματα».
Κάνει ὁρατό τό ἀόρατο, αἰσθητό τό νοούμενο, πραγματικό τό μή πραγματικό.
Στή θέση μιᾶς φτωχῆς σειρᾶς ἀπό λέξεις βάζει μιάν ἄλλη, κατάλληλη ὄχι πιά νά θυμίσει γνωστά, μά νά ἐμππνεύσει ἄγνωστα ὁράματα».
Μίλησα γιά τήν ἀποσύνθεση ἐνός πνευματικοῦ κόσμου στή Δύση
πού ἔχει ἐκθέσει τήν ἀνθρώπινη ψυχή σέ μιά ἀντίστοιχη ἀποσύνθεση.
Ἡ ψυχή μή μπορώντας πλέον νά ζήσει σέ μιά ἐσωτερική πνευματική διάσταση πού ἀντανακλᾶται καί στό περιβάλλον πού δημιουργεῖ γύρω της, ἀναπόφευκτα προβάλλεται πρός τά ἔξω, παραδίνεται ἀνυπεράσπιστη καί δίχως ἐπίγνωση στόν κόσμο τῶν πραγμάτων, στόν κόσμο τῶν ἐντυπώσεων καί τῶν ἀντανακλαστικῶν ἀντιδράσεων.
Καί σάν ὐποκατάστατο τῆς ζωῆς πού ἔχασε, ρίχνεται μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο καί ἔτσι ἀποξενώνεται μέσα σ’ αὐτόν.
Ὁ μόνος πραγματικός δρόμος γιά νά βγεῖ ἡ ψυχή ἀπ’ αὐτή τήν κατάσταση εἶναι νά πάρει τήν ἀντίθετη κατεύθυνση, νά στραφεῖ στόν ἑαυτό της καί νά προσπαθήσει νά ξανακατακτήσει ἀπό τά μέσα τόν χαμένο πνευματικό κόσμο.
Ἡ ψυχή μή μπορώντας πλέον νά ζήσει σέ μιά ἐσωτερική πνευματική διάσταση πού ἀντανακλᾶται καί στό περιβάλλον πού δημιουργεῖ γύρω της, ἀναπόφευκτα προβάλλεται πρός τά ἔξω, παραδίνεται ἀνυπεράσπιστη καί δίχως ἐπίγνωση στόν κόσμο τῶν πραγμάτων, στόν κόσμο τῶν ἐντυπώσεων καί τῶν ἀντανακλαστικῶν ἀντιδράσεων.
Καί σάν ὐποκατάστατο τῆς ζωῆς πού ἔχασε, ρίχνεται μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο καί ἔτσι ἀποξενώνεται μέσα σ’ αὐτόν.
Ὁ μόνος πραγματικός δρόμος γιά νά βγεῖ ἡ ψυχή ἀπ’ αὐτή τήν κατάσταση εἶναι νά πάρει τήν ἀντίθετη κατεύθυνση, νά στραφεῖ στόν ἑαυτό της καί νά προσπαθήσει νά ξανακατακτήσει ἀπό τά μέσα τόν χαμένο πνευματικό κόσμο.
Αὐτή θά πρέπει νά εἶναι, πάνω ἀπ’ὅλα, ἡ δουλειά τῶν ποιητῶν.
«…Μιά ὁλόκληρη φιλολογία ἔκανε τό λάθος στά χρόνια μας νά παραβγεῖ μέ τά γεγονότα καί νά πλειοδοτήσει στή φρίκη ἐκεῖ πού θά ᾽πρεπε νά τήν ἀντισταθμίσει».
«…Μιά ὁλόκληρη φιλολογία ἔκανε τό λάθος στά χρόνια μας νά παραβγεῖ μέ τά γεγονότα καί νά πλειοδοτήσει στή φρίκη ἐκεῖ πού θά ᾽πρεπε νά τήν ἀντισταθμίσει».
Γι’ αὐτόν, τό λειτούργημα τῆς ποίησης ἔχει σκοπό νά μᾶς ἀποσπᾶ ἀπό τόν κόσμο ὅπως
τόν ἔχουμε βρεῖ, τόν κόσμο τῆς φθορᾶς· ἐπειδή ἡ ποίηση «εἶναι ἠ μόνη ὀδός γιά
νά ὑπερβοῦμε τή φθορά, μέ τήν ἔννοια πού ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά τήν Ἀνάσταση».
«Νά γιατί γράφω», ἐξηγεῖ.
«Γιατί ἡ Ποίηση ἀρχίζει ἀπό κεῖ πού τήν τελευταῖα λέξη δέν τήν ἔχει ὁ θάνατος.
Εἶναι ἡ λήξη μιᾶς ζωῆς καί ἡ ἔναρξη μιᾶς ἄλλης, πού εἶναι ἴδια μέ τήν πρώτη ἀλλά πού πάει πολύ βαθιά, ὡς τό ἀκρότατο σημεῖο πού μπόρεσε ν’ ἀνιχνεύσει ἡ ψυχή, στά σύνορα τῶν ἀντιθέτων, ἐκεῖ πού ὁ Ἥλιος καί ὁ Ἅδης ἀγγίζονται.
Ἡ ἀτελεύτητη φορά πρός τό φῶς τό φυσικό πού εἶναι ὁ Λόγος, καί τό φῶς τό Ἄκτιστον πού εἶναι ὁ Θεός».
Καί προσθέτει: «Θέλουμε δέ θέλουμε, εἴμαστε ὅλοι δέσμιοι μιᾶς εὐτυχίας πού ἀπό δικό μας λάθος ἀποστερούμαστε». …. ….
«Γιατί ἡ Ποίηση ἀρχίζει ἀπό κεῖ πού τήν τελευταῖα λέξη δέν τήν ἔχει ὁ θάνατος.
Εἶναι ἡ λήξη μιᾶς ζωῆς καί ἡ ἔναρξη μιᾶς ἄλλης, πού εἶναι ἴδια μέ τήν πρώτη ἀλλά πού πάει πολύ βαθιά, ὡς τό ἀκρότατο σημεῖο πού μπόρεσε ν’ ἀνιχνεύσει ἡ ψυχή, στά σύνορα τῶν ἀντιθέτων, ἐκεῖ πού ὁ Ἥλιος καί ὁ Ἅδης ἀγγίζονται.
Ἡ ἀτελεύτητη φορά πρός τό φῶς τό φυσικό πού εἶναι ὁ Λόγος, καί τό φῶς τό Ἄκτιστον πού εἶναι ὁ Θεός».
Καί προσθέτει: «Θέλουμε δέ θέλουμε, εἴμαστε ὅλοι δέσμιοι μιᾶς εὐτυχίας πού ἀπό δικό μας λάθος ἀποστερούμαστε». …. ….
«Ὅ,τι ἀγαπῶ γεννιέται ἀδιάκοπα
Ὅ,τι ἀγαπῶ εἶναι στήν ἀρχή του πάντα.» ….
Ὅ,τι ἀγαπῶ εἶναι στήν ἀρχή του πάντα.» ….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου