Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

"Στο κάστρο της ζωής "






ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΙ  -  Η επίσκεψη της ζωής σου
["ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ"]


Ήταν μια φορά ένας κύριος που έκανε ένα ταξίδι στην Ευρώπη.
Όταν έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασε από το αεροδρόμιο έναν οδηγό με τα κάστρα των νησιών.
Κάποια είχαν συγκεκριμένες μέρες επισκέψεων και άλλα πολύ αυστηρό ωράριο.
Αλλά αυτό που του τράβηξε την προσοχή, ήταν ένα που παρουσιαζόταν με τη φράση 
«Η επίσκεψη της ζωής σου».

Στις φωτογραφίες τουλάχιστον, φαινόταν ένα κάστρο ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εντυπωσιακό από τα άλλα, αλλά είχε ιδιαίτερες συστάσεις.
Ο οδηγός εξηγούσε πως για λόγους που θα γίνονταν κατανοητοί αργότερα, οι επισκέπτες δεν πλήρωναν είσοδο εκ των προτέρων αλλά ήταν απαραίτητο να κλείσουν από πριν ραντεβού δηλαδή ημέρα και ώρα.
Η διαφορετική αυτή πρόταση του είχε κινήσει την περιέργεια, και το ίδιο απόγευμα ο άνθρωπος τηλεφώνησε από το ξενοδοχείο του και έκλεισε ραντεβού.

Όλα λειτουργούν πάντα με τον ίδιο τρόπο στον κόσμο.
Αρκεί να έχει κάποιος ένα σημαντικό ραντεβού κάποια συγκεκριμένη ώρα και ανάγκη να είναι ακριβής, για να μπερδευτούν όλα.
Η περίπτωση αυτή δεν αποτέλεσε εξαίρεση, και δέκα λεπτά αργότερα από τη συμφωνημένη ώρα, ο τουρίστας έφτασε στο παλάτι.
Παρουσιάστηκε σ’ έναν άντρα με καρό φούστα, που τον περίμενε και τον καλωσόρισε.

- «Οι υπόλοιποι μπήκαν ήδη με τον ξεναγό;» ρώτησε αφού πρώτα δεν είδε κανέναν άλλο επισκέπτη.
- «Οι υπόλοιποι;» ανταπέδωσε την ερώτηση ο άντρας. «όχι οι επισκέψεις είναι ατομικές και δεν προσφέρουμε ξεναγούς»

Χωρίς καμιά αναφορά στο ωράριο, του εξήγησε λίγο την ιστορία του κάστρου και του ανέφερε τι να προσέξει ιδιαιτέρως: τις τοιχογραφίες, τις πανοπλίες στη σοφίτα, τον πολεμικό εξοπλισμό στη Βόρεια αίθουσα, τις κατακόμβες κάτω από τη σκάλα και το δωμάτιο βασανιστηρίων στο μπουντρούμι.
Αφού είπε αυτά του έδωσε ένα κουτάλι και του ζήτησε να το κρατήσει οριζόντιο, με το κοίλο μέρος προς τα πάνω.

- «Κι αυτό τι;» ρώτησε ο επισκέπτης
- «Εμείς δεν εισπράττουμε την άδεια εισόδου στο κάστρο.
Για να κοστολογήσουμε την επίσκεψή σας καταφεύγουμε σε αυτό το σύστημα.
Κάθε επισκέπτης κρατάει ένα κουτάλι σαν αυτό, γεμάτο μέχρι πάνω με ψιλή άμμο. 
Εδώ χωράνε ακριβώς 100 γραμμάρια. Μετά την περιήγηση σας στο κάστρο, ζυγίζουμε την άμμο που έχει μείνει στο κουτάλι και σας χρεώνουμε μια λίβρα για κάθε γραμμάριο που έχετε χάσει.
Ένας τρόπος για να βρούμε το κόστος της καθαριότητας» εξήγησε.

- «Κι αν δεν χάσω ούτε ένα γραμμάριο;»
- «Α αγαπητέ μου κύριε, τότε η επίσκεψη σας στο κάστρα θα είναι δωρεάν»

Ο άνθρωπος αν και έκπληκτος, βρήκε την πρόταση διασκεδαστική και αφού είδε τον οικοδεσπότη να ξεχειλίζει το κουτάλι με άμμο, ξεκίνησε την περιήγησή του.
Έχοντας εμπιστοσύνη στις κινήσεις του, ανέβηκε πολύ αργά τις σκάλες με το βλέμμα καρφωμένο στο κουτάλι.
Όταν έφτασε πάνω, στην αίθουσα με τις πανοπλίες, προτίμησε να μην μπει γιατί σκέφτηκε πως ο αέρας θα έπαιρνε την άμμο κι έτσι αποφάσισε να κατέβει προσεκτικά.
Περνώντας από την αίθουσα με τις πολεμικές μηχανές, κάτω από τη σκάλα, συνειδητοποίησε πως για να τις δει καλά, θα έπρεπε να κρατηθεί από τα κάγκελα και να σκύψει πολύ.

Δεν ήταν επικίνδυνο για την σωματική του ακεραιότητα, αλλά συνεπαγόταν πως θα έχανε κάτι από το περιεχόμενο του κουταλιού, οπότε συμβιβάστηκε να το κοιτάξει από μακριά.
Τι ίδιο του συνέβη και με την υπερβολικά απότομη σκάλα που οδηγούσε στα μπουντρούμια. 
Καθώς επέστρεφε από το διάδρομο στο σημείο εκκίνησης, κατευθύνθηκε ικανοποιημένος προς τον άνθρωπο με τη σκωτσέζικη φούστα που τον περίμενε με μια ζυγαριά.
Εκεί άδειασε το περιεχόμενο του κουταλιού και περίμενε την ετυμηγορία του άντρα.

- «Εκπληκτικό, χάσατε μόνο μισό γραμμάριο» ανακοίνωσε, «σας συγχαίρω - όπως εσείς προβλέψατε, αυτή η επίσκεψη δε θα σας στοιχίσει τίποτα»
-«Ευχαριστώ!»
-«Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;» ρώτησε στο τέλος ο οικοδεσπότης.
Ο τουρίστας δίστασε και τελικά αποφάσισε να φανεί ειλικρινής.
- «Η αλήθεια είναι πως όχι και πολύ. Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να προσέχω  την άμμο, που δεν μπόρεσα να δω αυτό που μου είπατε.»

-«Μα αυτό είναι φριχτό! Κοιτάξτε, θα κάνω μια εξαίρεση.
Θα σας ξαναγεμίσω το κουτάλι, γιατί είναι ο κανονισμός, αλλά τώρα ξεχάστε πόσο θα χυθεί: μένουν 12 λεπτά μέχρι να έρθει ο επόμενος επισκέπτης.
Να πάτε και να γυρίσετε πριν φτάσει»

Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άνθρωπος πήρε το κουτάλι κι έτρεξε στη σοφίτα.
Όταν έφτασε έριξε μια γρήγορη ματιά σε ότι υπήρχε εκεί, και κατέβηκε τρέχοντας στα μπουντρούμια γεμίζοντας τις σκάλες με άμμο.
Δεν περίσσευε ούτε μια στιγμή γιατί τα λεπτά περνούσαν, και σχεδόν πέταξε προς το πέρασμα κάτω από τη σκάλα, όπου, σκύβοντας για να μπει του έπεσε το κουτάλι και χύθηκε όλο το περιεχόμενό του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει έντεκα λεπτά.
Ξανά, χωρίς να δει τις πολεμικές μηχανές, έτρεξε μέχρι τον άνθρωπο στην είσοδο, στον οποίο παρέδωσε το άδειο κουτάλι.

- «Αυτή τη φορά χωρίς άμμο λοιπόν, αλλά μην ανησυχείτε, έχουμε κάνει μια συμφωνία. 
Πώς ήταν; Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;»
Ξανά ο επισκέπτης δίστασε μερικές στιγμές.
- «Η αλήθεια είναι πως όχι» ομολόγησε στο τέλος.
«Ήμουν τόσο απασχολημένος να γυρίσω πριν φτάσει ο επόμενος, που έχασα όλη την άμμο, αλλά και πάλι δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου.»

Ο άνθρωπος με την πίπα άναψε την πίπα του και του είπε:
- «Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν.
Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς και αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα.
Κάποιοι λίγοι μαθαίνουν αυτό το μάθημα και παίρνουν τον χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα.
Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος του να ζεις, αξίζει τον κόπο.



lecturesbureau – [2φΑ]



Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

"Δ΄ Κυριακή των ΝΗΣΤΕΙΩΝ "





Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου


Από την ΚΛΙΜΑΚΑ - ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ
-  Περί αγρυπνίας
(Διά την σωματικήν αγρυπνίαν, και διά το πώς πρέπει να επιτελώμεν αυτήν)


1. Στους επίγειους βασιλείς, άλλοι παρίστανται άοπλοι και γυμνοί, άλλοι με ράβδους, άλλοι με ασπίδες και άλλοι με ξίφη.
Είναι δε μεγάλη και ασύγκριτη η διαφορά ανάμεσα στους πρώτους και στους τελευταίους. 
Διότι οι πρώτοι είναι συνήθως συγγενείς και οικειακοί του βασιλέως. 
Και αυτά μεν συμβαίνουν σ’ αυτούς.
Εμπρός λοιπόν και εμείς να εξετάσουμε πώς παριστάμεθα ενώπιον του Θεού και Βασιλέως μας στις εσπερινές, τις νυκτερινές και τις λοιπές παραστάσεις και προσευχές.

Στην βραδινή αγρυπνία μερικοί υψώνουν τα χέρια τους σε προσευχή, άυλοι και απαλλαγμένοι από κάθε φροντίδα. Άλλοι την επιτελούν με ψαλμωδία.
Άλλοι επιμένουν ιδιαιτέρως στην ανάγνωση.
Άλλοι από αδυναμία, πολεμούν ανδρείως τον ύπνο με το εργόχειρο.
Και άλλοι απασχολούνται με την σκέψη του θανάτου, θέλοντας έτσι να αισθανθούν κατάνυξη.
Εξ όλων αυτών οι πρώτοι και οι τελευταίοι κάνουν θεάρεστη αγρυπνία.
Οι δεύτεροι μοναχική. Οι τρίτοι βαδίζουν σε κατώτερη οδό.
Πάντως αναλόγως προς την προαίρεση και την δύναμη του καθενός, δέχεται και αξιολογεί τα δώρα ο Θεός.

2. Ο άγρυπνος οφθαλμός εξάγνισε τον νου, ενώ ο πολύς ύπνος επώρωσε την ψυχή.
Ο άγρυπνος μοναχός είναι εχθρός της πορνείας, ενώ ο υπνώδης είναι σύζυγός της.

3. Η αγρυπνία είναι θραύσις της σαρκικής πυρώσεως, λύτρωσις από τους μολυσμούς των ενυπνιασμών, δακρύβρεκτος οφθαλμός, απαλή καρδία, προφύλαξις από τους λογισμούς, χωνευτήριο των φαγητών, δαμαστήριο των παθών, κολαστήριο της γλώσσης, φυγαδευτήριο των αισχρών φαντασιών.

4. Ο άγρυπνος μοναχός είναι αλιεύς των λογισμών, ικανός να τους αντιλαμβάνεται και να τους συλλαμβάνει με ευχέρεια μέσα στην νυκτερινή γαλήνη.
Ο φιλόθεος μοναχός, όταν σημαίνει η σάλπιγγα της προσευχής, αναφωνεί:
Εύγε! Εύγε! (Ιώβ λα΄ 29), ενώ ο ράθυμος οδύρεται: Αλλοίμονο! Αλλοίμονο!

5. Η προετοιμασία της τραπέζης εδοκίμασε τους γαστριμάργους και η εργασία της προσευχής εδοκίμασε τους φιλοθέους.
Ο πρώτος μόλις αντικρύσει την τράπεζα σκιρτά, ενώ ο δεύτερος σκυθρωπάζει.

6. Ο πολύς ύπνος είναι πρόξενος της λήθης, ενώ η αγρυπνία καθαρίζει την μνήμη.

7. Ο πλούτος των γεωργών συναθροίζεται στο αλώνι και στο πατητήρι, ενώ ο πλούτος και η γνώσις των μοναχών, στις εσπερινές και νυκτερινές προσευχές και στην νοερά εργασία.

8. Ο πολύς ύπνος είναι σύζυγος άδικος, πού αφαρπάζει το ήμισυ ή και περισσότερο ακόμη από την ζωή του ραθύμου.

9. Ο αδόκιμος μοναχός είναι άγρυπνος στις συζητήσεις.
Όταν όμως ήλθε η ώρα της προσευχής, βάρυναν τα μάτια του.
Ο αποχαυνωμένος μοναχός είναι ικανός για πολυλογίες.
Όταν όμως αρχίσει η ανάγνωσις, δεν μπορεί ούτε να κοιτάξει από την νύστα.
Όταν θα ηχήσει η εσχάτη σάλπιγγα, θα συμβεί η ανάστασις των νεκρών.
Κατά παρόμοιο τρόπο μόλις αρχίσει η αργολογία, θα συμβεί η ανάνηψις των κοιμωμένων. 
Είναι ύπουλος φίλος ο τύραννος πού λέγεται ύπνος.

Πολλές φορές, όταν είμαστε χορτασμένοι από φαγητά υποχωρεί, ενώ όταν πεινούμε και διψούμε μας πολεμεί δυνατά.
Στην προσευχή προτρέπει να κρατούμε εργόχειρο, διότι με άλλον τρόπο δεν μπορεί να χαλάσει την προσευχή αυτών, οι οποίοι ασκούν αγρυπνία.
Στους αρχαρίους, αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος πού αντιμετωπίζουν∙ με τον σκοπό να τους κάνη εξ αρχής ράθυμους ή να προετοιμάσει τον δρόμο για τον δαίμονα της πορνείας. Έως ότου ελευθερωθούμε από αυτόν, ας μην αφήνουμε την κοινή ψαλμωδία με το πλήθος των αδελφών∙ διότι έτσι πολλές φορές αισθανόμεθα εντροπή και δεν νυστάζομε.

10. Ο σκύλος είναι εχθρός των λαγών∙ ομοίως και ο δαίμων της κενοδοξίας είναι εχθρός του ύπνου.

11. Ο έμπορος μετρά το κέρδος, όταν τελειώσει η ημέρα, και ο αγωνιστής μοναχός, όταν τελειώσει η ψαλμωδία.

12. Περίμενε και πρόσεχε και θα ίδεις μετά από την προσευχή στίφη δαιμόνων, οι οποίοι επειδή πολεμήθηκαν εκ μέρους μας προσπαθούν να μας τραυματίσουν με τις απρεπείς φαντασίες.
Κάθισε και παρατήρει, και θα ίδεις αυτούς που συνηθίζουν να αφαρπάζουν τους πρώτους καρπούς της ψυχής.

13. Συμβαίνει μερικές φορές ενώ κοιμόμαστε, να μελετούμε τους στίχους των Ψαλμών. 
Τούτο συμβαίνει, διότι προηγήθηκε αυτή η μελέτη.
Μερικές όμως φορές μας τα προκαλούν αυτά οι δαίμονες, για να μας δημιουργήσουν έπαρση υπερηφανείας.
Υπάρχει και τρίτη περίπτωσις πού δεν ήθελα να αναφέρω, αλλά κάποιος με εξανάγκασε: Η ψυχή που μελετά ακατάπαυστα κάθε ημέρα τον λόγο του Κυρίου, συνηθίζει και στον ύπνο να προσκολλάται σ’ αυτά τα νοήματα. 
Το δεύτερο αυτό είναι κυρίως η ανταμοιβή του πρώτου, για να απομακρύνονται από την ψυχή αμαρτίες και νυκτερινές φαντασίες!

Δεκάτη ενάτη βαθμίδα!
Όποιος την ανέβηκε, δέχθηκε φως στην καρδιά του.



imverias – [2φΑ]



Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

"Η καρδιά μου έχει τόπο "





-  Όλια Λαζαρίδου


....   Μέσα στο βάθος της καρδιάς μου υπάρχει ένα εκκλησάκι.
Φτιαγμένο από πολλά δάκρυα, που πότισαν τους ασβεστωμένους του τοίχους.
Εκεί μέσα έχω κλείσει ό,τι για μένα είναι ιερό.

Για μένα ο Θεός δεν είναι κάτι αόριστο.
Είναι μια πηγή που αναβλύζει καλοσύνη.
Μια πηγή που είχα από μικρή αντιληφθεί την παρουσία της και είχα καταλάβει πως ο αγώνας της ζωής μου θα ήταν ακριβώς αυτός.
Να παλέψω, ώστε αυτή η πηγή να μη στερέψει ποτέ…
Μια πηγή που κοινωνώντας, δεν την έψαχνα πια έξω και γύρω, αλλά μέσα μου.

Υπήρχαν στιγμές στη ζωή μου που το σώμα μου το ένιωσα σαν κάτι ξένο, κάτι ανοίκειο, ακόμα και μερικές φορές σαν κάτι μισητό.
Άλλες φορές πάλι κάτι αφόρητα κοντινό και φορτικό… που με ξεκούφαινε φωνάζοντας μου, εγώ, εγώ, εγώ…
Ακόμα και τότε όμως, τότε που η πηγή αυτή δεν με δρόσιζε, αλλά μόνο με τσουρούφλιζε, ακόμα και τότε, ποτέ δεν ξέχασα πως υπάρχει έλεος.
Βάλσαμο, ακόμα και για την πιο βαθιά πληγή.

Διψώ για ανάσταση.
Δεν ξέρω πώς αλλιώς να περιγράψω αυτή τη δίψα, που δεν την αναχαιτίζει ο φόβος, ούτε οι περιστάσεις.
Αντίθετα αυτή η εγρήγορση, αυτή η ανάγκη για φως, είναι που δίνει νόημα στην ίδια τη ζωή μου. Και μόνο κάτω από το δικό της πρίσμα μπορώ να κατανοήσω και τον όποιο σύνδεσμο μου με τους άλλους.

Η καρδιά μου έχει τόπο. Έχει σπίτι.
Εκεί μέσα είναι που δοξολογεί, που ευγνωμονεί.
Που λιώνει από αγάπη σαν κεράκι σε μανουάλι.

Ακόμα κι αν μια μέρα κλείσουν όλες οι εκκλησίες, κλείσουν για πάντα, ακόμα κι αν όλα σκοτεινιάσουν, αυτό το εκκλησάκι μέσα μου θα είναι πάντα φωτισμένο.
Θα έχει πάντα τις πόρτες του ορθάνοιχτες.




db – [2φΑ]



Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

"Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων "





Δ΄ Χαιρετισμοί


Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·

Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.



[2φΑ]



Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

"Αρχάγγελος Γαβριήλ "





Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε



ς θεῖος Ἀρχάγγελος, τῶν νοερῶν στρατιῶν,
Τριάδος τὴν ἔλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρῶς,
Γαβριὴλ Ἀρχιστράτηγε,
ὅθεν ἐκ πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης,
σῷζε ἀπαρατρώτους, τοὺς πιστῶς σε τιμώντας,
καὶ πόθω ἀνευφημούντας, τὰ σὰ θαυμάσια.



Συνάξεις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ

26 Μαρτίου
Την επαύριο της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η Ορθόδοξη Εκκλησία 
καλεί τους πιστούς σε συγκέντρωση στις εκκλησίες (Σύναξη) για να τιμήσουν τον 
Αρχάγγελο Γαβριήλ, που αποκάλυψε στον προφήτη Δανιήλ την έλευση του Μεσσία 
και στη Μαρία, ότι θα γεννήσει τον Υιό του Θεού.

11 Ιουνίου
Τιμάται στο Άγιο Όρος η διδαχή από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ του ύμνου «Άξιον Εστί» 
προς την Παναγία.

13 Ιουλίου
Η Σύναξη της 13ης Ιουλίου αφορά ένα θαύμα του Αρχάγγελου Γαβριήλ, που έγινε 
σε κάποιον ναό αφιερωμένο σ’ αυτόν, άγνωστο πού και πότε.



ekklisiaonline – [2φΑ]



Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

"Ευαγγελισμός και Ελευθερία "






Παύλος Ευδοκίμωφ  -  Η Ελευθερία
[«Χριστιανικό Συμπόσιο» τ. Α΄, εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”]


….   Η ελευθερία είναι το μεταφυσικό θεμέλιο της βούλησης.
Η βούληση είναι ακόμα δεμένη με τη φύση, είναι υποταγμένη στις ανάγκες και στους άμεσους σκοπούς της.
Η ελευθερία εξαρτάται από το πνεύμα, από το πρόσωπο.
Όταν κορυφώνεται, τότε το πρόσωπο δεν επιθυμεί ελεύθερα παρά την αλήθεια και το καλό. 
Μέσα στο μελλοντικό πλήρωμα, κατ’ εικόνα της θείας ελευθερίας, σ’ αυτό που θα επιθυμεί, θ’ αντιστοιχούν το καλό και η αλήθεια· είναι το υπέρτατο νόημα που σκοπεύει η παράδοξη ταύτιση στον Κierkegaard, της υποκειμενικότητας με την αλήθεια, και το οποίο αποδεικνύει ότι η αλήθεια είναι η πράξη της ελευθερίας.

Είναι ακριβώς όταν η ελευθερία μας τίθεται μέσα στο έργο του Θεού, που δεν παύει ποτέ να είναι η αληθινή ελευθερία.
Το «γενηθήτω» της Παναγίας δεν προέρχεται από την υποταγή μονάχα της βούλησής της, αλλά εκφράζει την τελική ελευθερία του όντος της.
Προς αυτή την ενέργεια έτεινε, κατά την παράδοση, όλη η προηγούμενη ζωή της στον ναό, «επισκιασμένη από το Πνεύμα», στη σκιά επίσης της φλογερής προσμονής που εκφράζεται τόσο καλά από τους αγιογράφους του Ευαγγελισμού, που δείχνουν, όχι ένα ον κατειλημμένο και έκπληκτο από το απροσδόκητο, αλλά ένα ον στον κολοφώνα της στιγμής που επί τέλους εκδηλώνεται: ο άγγελος που αναγγέλλει κι η Παρθένος που ακούει, αποτελούν σύνολο της ίδιας συμφωνικής τονικότητας.
Είναι η ιστορία του κόσμου συνοπτικά, η θεολογία με μια μόνη λέξη· η μοίρα του κόσμου και του Θεού αυτού του ίδιου, παράμενε κρεμασμένη από το ελεύθερο ανάβλυσμα.

Πάντοτε η Παρθένος —και σε τούτο δω, είναι ολικά αφιερωμένη, άγια και αγνή— δεν επιθυμεί και δεν θέτει ως περιεχόμενο της ελευθερίας της παρά αυτό που θα ξεκινήσει από το γενηθήτω της, την γέννηση του Θεού.
Ακόμα και ο Θεός δεν εφευρίσκει την αλήθεια, αλλά τη σκέφτεται αιώνια και μετά την «λέει, και τούτο γίνεται».
Η ελευθερία του ανθρώπου κατ’ εικόνα του Θεού είναι ν’ αναπαραγάγει αυτή την ίδια την ανάβλυση της αλήθειας, που προϋπάρχει του ανθρώπου.

Ο Χριστός με την ενσάρκωσή του, μας επέτρεψε όχι να μιμηθούμε, αλλά να ξαναζήσουμε τη ζωή του, να συμμορφωθούμε με την ουσία του, αυτό ακριβώς που μας διδάσκουν τα μυστήρια και ο λειτουργικός κύκλος.
«Ο Θεός δεν είναι μια ιδέα που αποδεικνύει κανείς, είναι ένα ον εν σχέσει με το οποίο ζει κανείς… το να ζητήσεις αποδείξεις είναι βλασφημία, και να καταστήσεις τον Χριστιανισμό αληθοφανή… είναι η καταστροφή του Χριστιανισμού» (Κierkegaard).
Πρέπει να εκλέξει κανείς ανάμεσα στο να ζει και στο να υπάρχει, κατά την πιο έντονη έννοια αυτής της δεύτερης λέξης, και πρέπει να τοποθετήσει κανείς τον προορισμό του μέσα στη διαλεκτική του «δεύτερου προσώπου», του θείου Εσύ.
Η πίστη δεν είναι ποτέ απλή συναίνεση διανοητική, ούτε υποταγή απλά και μόνο, αλλά πιστότητα του προσώπου στο Πρόσωπο.
Είναι οι σχέσεις του γάμου και του επιθαλάμιού του: η Βίβλος ανατρέχει σ’ αυτό κάθε φορά που πρόκειται για τις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο.

Λέγοντας το «γενηθήτω», ταυτίζομαι με το αγαπημένο πρόσωπο.
Η θεία βούληση αναβλύζει από την ίδια μου βούληση, γίνεται δική μου:
«Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20).
Ο Θεός ζητά από τον άνθρωπο την εκπλήρωση της θέλησης του Πατρός, σαν να ήταν η ίδια του θέληση. Τέτοιο είναι το νόημα του «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος έστι» ( Ματθ. 5, 48 ).

Όπως ο Υιός γεννήθηκε και γεννιέται αιώνια, έτσι και ο άνθρωπος που διάλεξε την αλήθεια γεννιέται από αυτή και την εκλέγει αιώνια, και κάθε φορά την ξαναζεί. 
Το μόνο που μια ελευθερία μπορεί αληθινά να γυρέψει και να επιθυμήσει, είναι να περιέχει το αχώρητο, κάτι τι το απόλυτα «παράλογο», χωρίς βάση εδώ, μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, και γι’ αυτό, απόλυτα λογικό.
Ακριβώς όπως, απόλυτα «χωρίς λόγο», «ο Θεός μας αγάπησε πρώτος» και έτσι, μας έχει κιόλας κάνει να διαισθανθούμε κάτι από την θεία του ελευθερία.
Μέσα στην αγάπη του, ο Θεός μας αγαπά δωρεάν, χωρίς καμιάν αξίωση· η αγάπη του είναι κιόλας ένα δώρο που εμπνέει την ελευθερία της ίδιας μας απάντησης.   ….



pemptousia [2φΑ]



Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

"Οι πατέρες, του Κ. Παλαμά "





Κωστής Παλαμάς  -  Οι πατέρες

Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης.
(Τραγούδι του λαού)



Η Ελλάδα, αρχαία, παντοτινή. Μα κοίτα, και τη βρίσκεις
του νέου μες στο περπάτημα τη δύναμη του αρχαίου.
Πόσες φορές δε βλέπουμε στου νέου παιδιού το σείσμα,
στου νέου παιδιού το λύγισμα, να σειέται, να λυγιέται
μέσ’ απ’ του χρόνου τους βυθούς ο γέρος ο πατέρας,                     5
και μόλο που του νέου παιδιού το λύγισμα, το σείσμα,
σαν αλλαχτά και σα θρεφτά κι απ’ άλλο βιος, ποιός ξέρει!
καν απ’ της μάνας τον αέρα, καν από τον ίσκιο
κάποιου προγόνου βάρβαρου και αλαργεμένου, που ήρθε
και στοίχειωσε, και ξαναζεί στου νέου παιδιού τη μοίρα.               10

Η νέα Ελλάδα, νέα ψυχή, νιος λόγος, νιο τραγούδι,
και της Ελλάδας της ψυχής, τραγούδι εσύ, ο καθρέφτης.
Και γέρνεις και κοιτάζεσαι μες στον καθρέφτη, ω Μάνα,
και λαμπροκαθρεφτίζεσαι με τις θωριές της πλάσης
και με τα πάθη της καρδιάς. Σ’ εσέ καρδιά και η πλάση,                15
γιατί απ’ την πέτρα ώς το πουλί στον κόσμο το δικό σου
κι αιστάνονται όλα και μιλάν μ’ ανθρωπινή λαλίτσα.
Σ’ εσένα πάλε και η καρδιά σταυραδερφή της πλάσης
της άγγιχτης κι απάρθενης απ’ την πανάρχαιαν ώρα
που γύρω από τις μαντικές βαλανιδιές και κάτου                           20
στον ίσκιο της ιερής ελιάς και μες στο φως το ακράτο,
καλόρυθμα, λειτουργικά, διαβαίναν τραγουδώντας
Αλκαίοι και δωρικοί χοροί και ιωνικές κιθάρες.

Του τραγουδιού σου ο ποιητής εγώ δεν είμαι, ω Μάνα,
και μήτε και ακριβός κανείς της γνώρας και της φήμης                  25
απ’ τους μακάριους του θεού του δελφικού που πίνουν
και ζουν από τ’ αθάνατο νερό της Ιπποκρήνης.
Μονάχη εσ’ είσαι κι ο Όμηρος, εσύ και η Φαντασία
του τραγουδιού που τραγουδάς, Δέσποινα, Μάνα, Ελλάδα.
Και τα παλιά βιολιά χτυπάς με δοξαριές καινούριες.                      30
Ο ψάλτης δίχως όνομα και χίλια ονόματα έχει.
Ψάλτης κανένας από μας του ψαλτηριού σου, τι όλοι
κάτου από σε αξεχώριστα και ομάδι, είμαστ’ ο ψάλτης,
μα πιο πολύ είν’ οι ταπεινοί κι οι απλοί βλαστοί, οι ξωμάχοι.
Αγνώριστοι και αγύρευτοι ζουν έξω από τις χώρες                        35
του βάρυπνου, του ακάθαρτου και κρύου και μολεμένου,
κάτου απ’ τα μάτια τ’ ουρανού νυχτόημερα, και παίρνουν
από βουνά και πόταμους και στάνες και ρουμάνια,
κι από της γης τα καθαρά κι από τ’ αγνά της πλάσης
τη γνώμη και τη λεβεντιά, το στίχο και τον ήχο.                           40

Χαίρε, ο Πολίτης, ο Σοφός!— Η αυγή ροδογελούσε,
στ’ αραχνιασμένο, στο κλειστό παλάτι βαρύς ύπνος
το γέρο καταχώνιαζε το βασιλιά, το Μύθο,
και γύρω του νυχτερευτές και λιβανίστρες γύρω
θρησκείες, λατρείες· και οι βωμοί λογής και σα σβησμένοι.           45
Και τα πορτοπαράθυρα του παλατιού τ’ ανοίγεις
και μπάζεις μέσα της ζωής το φως και τον αέρα,
και λες του Μύθου: —Ξύπνησε!— Και λες του ρήγα: —Μίλα,
ξύπνα, και νά η Παράδοση και νά η νεράιδα· μίλα!—
Και ξεσκεπάζεις της κρυφής λιγόλοης Παροιμίας                           50
τ’ αγαλματένιο πρόσωπο, νόημα, φωνή τής δίνεις.
Και της καρδιάς μας την καρδιά μάς δείχνεις, το Τραγούδι
τ’ ολόδροσο, το πιο όμορφο ρηγόπουλο, και κράζεις:
—Ακούστε το πώς κελαηδεί και δέστε το πώς πάει!—

Χαρείτε, νιάτα ελληνικά, περηφανέψου, Μάνα!                             55


Χαίρε, κι εσύ ο κελαηδιστής, το κρητικό τ’ αηδόνι!
Σα να χωρίζεις του τεχνίτη το τραγούδι πρώτος
απ’ το τραγούδι του λαού που ρέει κι είναι σαν ένα
μ’ εσένα, ω πλάση απρόσωπη, τι χίλια πρόσωπα έχεις.
Και του τεχνίτη το τραγούδι σφραγιστό με μύριες,                        60
με λογής βούλες άμοιαστες, και η κάθε βούλα δείχνει
και νιο ξέχωρο πρόσωπο χρυσογραμμένο απάνου,
που ένα, κι αξίζει για πολλά, και ντόπιο και σαν ξένο.
Μες στη βουνόσπαρτη Σητειά, των πέλαων ξαγναντεύτρα,
στης Κρήτης την Ακρίτισσα που γέννησεν εσένα,                          65
ποιός θεός σε βλόγησε; Και ποιά κρητικοπούλα νύφη,
ποιά νύφη συναναθρεφτή ποιάς Φράγκισσας Καλλιόπης
ποιόν Ομηρίδη ραψωδόν αγάπησε και πήρε,
για να γεννήσουν —θεού χαρά— διπλομορφιά, τη Ρίμα
με τη λαλιά τη ζωντανή που τη λαλεί κι αντριεύει                          70
το Γένος ολοζώντανο; Δόξα σ’ εσέ, ο Κορνάρος,
δόξα σ’ εσένα, ο ποταμός ο χρυσομελιτάρης,
που τρέχεις και κατρακυλάς και πότισμα και δρόσος
της θείας ελλήνισσας φυλής κι ελεύτερης και σκλάβας,
και με τους Ερωτόκριτους και με τις Αρετούσες,                           75
δόξα κι αγάπη και τιμή κι όλες τις αντρειοσύνες!

Χώρια, ματιά, περπατησιά, κορμοστασιά ο καθένας,
στου δεκαπεντασύλλαβου το βήμα αρμονισέ τους,
την κρίση μην τη φοβηθείς, και μέτρα τους και πες τους,
Μούσα, με τα σημάδια τους και με τα ονόματά τους.                     80

Σολωμός, Ρήγας, Βηλαράς, Ψυχάρης, Βαλαωρίτης,
της μυγδαλιάς τα στέφανα και του σποριά τα χέρια,
και οι παραστάτες κι οι προεστοί. Πολέμαρχοι. Οι Πατέρες.

Πλάστης κριτής, ο Πολυλάς. Και με των Ιλιάδων
και με των Τετραβάγγελων το φως ο Πάλλης, ψάλτης.                   85
Γιά χαίρονται του ήλιου το φως, γιά μες στο χώμα λιώνουν,
βασιλευτοί, αβασίλευτοι, δεν ξέρω· ζουν εμπρός μου.
Στους ουρανούς ελληνικούς, της αρμονίας η Πούλια.
Σ’ άνανθο βράχο αποσυρτός, αταίριαστος, μονάχος,
ζωσμένος με της λύρας του τον ωκεανό, και ο Κάλβος.                  90

—Πατριδολάτρη σαλπιχτή μεγαλομάρτυρα! Ήρθεν,
ήρθε της δόξας ο καιρός. Ώς πότε παλικάρια;
Δε ζουν τα παλικάρια πια θεριά σ’ ερμιές και σπήλια,
της Πολιτείας διαφεντευτές, του θρόνου είν’ αντιστύλια.
Μα είν’ η Ελλάδα σου πλατιά, τετράπλατα γραμμένη                     95
στα σύνορα του χάρτη σου, στου ονείρου σου τα μάγια,
μακριός ο δρόμος, άσωστος, τα κακοτόπια πλήθος,
ο οχτρός εφτάψυχος και μες στο ψυχομάχημά του.
Κύριοι, τα μίση των εθνών και των τρανών οι αμάχες.
Σαν την αρχαίαν αράθυμη βασίλισσα, κι η Αγάπη                         100
μαρμάρωσε και στέκεται μαζί με τα παιδιά της
δοξαρεμένα από σκληρούς θεούς μες στην ποδιά της.
Και των αυτοκρατόρω μας ο σταυραϊτός μακριάθε
κλαγγάζει από την ξενιτιά. —Ξενιτεμένε, μήπως
μας στέλνεις χαιρετίσματα; Μηνάς το γυρισμό σου;                      105
Της δόξας ήρθεν ο καιρός; Ώς πότε, παλικάρια;

—Μώμε κι εσύ παιγνιδιστή, Θύρση, δειλέ βοσκάρη,
από της Τουρκαρβανιτιάς το λύκο σαστισμένε,
πρόδρομε, που δεν όκνεψες να κονταροχτυπήσεις,
και μες στα μαύρα Γιάννενα τα κατασκλαβωμένα,                        110
για κάποιο μέγα λυτρωμό μελλόμενο του Λόγου.
Στης λυτρωμένης Ήπειρος τις ράχες και τις λίμνες
προσμένει σε η φλογέρα σου ποιμενική με κάποιους
πιο γλυκούς ήχους άπαιχτους, για να τους παίξεις τώρα,
αν, όπου ζούσες άμοιρος, μακαριστός γυρίσεις.                             115

—Κι εσύ ο ασύγκριτος! Μ’ εσέ πρωτόφαντος ο στίχος,
μαζί, η πολέμια χλαλοή και η κλάψα της τρυγόνας
και η χάρη που άγιο λείψανο τ’ ωραίο συντρίμμι κάνει.
Κι αν το πετάς μισουρανίς του βούκινου το σκούσμα,
μυστικά γέρνεις και γλυκά το στήθος προς την άρπα,                    120
να πλάσεις τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας,
νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.

— Και ω Φωτεινέ, Αστραπόγιαννε και αρματολέ και Ακρίτα
και της φυλής και της φωνής, καρδιά, τραγούδι, λόγος,
του Γένους φυλακάτορα, και σα να στέκεις πάντα                         125
σκοπός, το καριοφίλι σου το κλέφτικο κρατώντας,
με κάποια ολάνοιχτα φτερά, σα σκέπη απάνωθέ μας.
Δροσάτος απ’ του Κίσσαβου την πάχνη, από τη φλόγα
μαυριδερός, μοσκοβολάς μπαρούτι και θυμάρι.

—Κι ο απ’ όλους δυνατότερος, μα και γι’ αυτό γραμμένο               130
να τηνε σέρνεις για καιρό σαν ξεμοναχιασμένη
τη δύναμή σου, του καιρού καταφρονήτρα και όλων
όσοι μισοί, και σα νερό μήτε ζεστό ούτε κρύο,
καρποί άδετοι ανωφέλευτοι, μήτε καλοί, κακοί ούτε,
μισοί και σβούνε, οι Τίποτε στο τίποτε γυρίζουν,                           135
και —το είπε ο τρισμεγάλος σου πατέρας, ο Αλιγκέρης—
δεν τους βαστά η παράδεισο, μήπως και τη μολέψουν,
και δεν τους θέλει η κόλαση, μήπως το παινευτούνε.
Αντάρτη και καταλυτή, διδάχε και οικοδόμε
με του Οίστρου τα κεντήματα, με της Σοφίας τα μέτρα,                 140
θέλεις δε θέλεις, μια φορά, κι ας είναι αργά, ένας βράχος
θα σκαλιστεί για να γενεί βωμός με τ’ άγαλμά σου.


Στήστε βωμούς, χώριους, λογής, κι από τα μάρμαρα όλα,
τα κόκκινα, τα πράσινα, τ’ άσπρα, τα πλουμισμένα,
κάθε πατέρας και βωμός, κάθε βωμός πατέρας                               145
με το δικό του τ’ όνομα, με τη δική του εικόνα,                           
σημάδι να είναι τ’ όνομα και λατρεμός η εικόνα·
κι ένα βωμό, του τραγουδιού κορόνα στήστε, για όλους.
Και γύρω σ’ όλους τους βωμούς και στο βωμό τον ένα
και Απόλλωνες και Σάτυροι και Μούσες, νέοι, ωραίοι,                    150
κισσομυρτοστεφάνωτοι, ποιητές και τραγουδίστρες,
περιπλεχτοί, με τάματα, με πρόσφορα κανίσκια,
δάκρυα του μοσκολίβανου, του στίχου κεροπλάστες,
κι απ’ των ανθών το βύζασμα τεχνίτες μυροβράστες,
χορούς χορεύτε γραικικούς, πανηγυρίστε τα όλα                            155
τα πανηγύρια, ελληνικά, βυζαντινά, ρωμαίικα,
πινδαρικό, σολωμικό τον ύμνο ανάφτε, υψώστε!
Και μη μου βαργομήσετε, μην παραπονεθείτε
κι όσοι της λύρας δάσκαλοι και της φλογέρας πρώτοι,
μαστόροι με τη δοξαριά, με την πνοή φερμένοι                              160
σα με φτερά υπερκοσμικά στους φαντασμένους κόσμους,
και οι πρωτινοί και οι πιο στερνοί και οι νιοι και οι γερασμένοι
και στη ζωή όσοι σέρνεστε κι όσοι στα Ηλύσια ζείτε
και που καβαλικεύετε το φτερωτό νοητάκι,
βουνίσιοι από τη Ρούμελη κι απ’ το Μοριά καμπίσιοι,                      165
κορυδαλλοί της Ήπειρος, αϊτοί μακεδονίτες,
θρακιώτες γέρανοι, κι εσείς, νησιώτικα δελφίνια,
του Ιόνιου τ’ αφροκύματα, του Αιγαίου δροσομελτέμια,
αττικοί ψάλτες, σιγαλές κι εσείς μοιρολοήτρες,
α! μη μου βαργομήσετε, μην παραπονεθείτε                                  170
που δε στηθήκανε βωμοί για σας με τ’ όνομά σας.
Γιατί, ω της νιότης ακριβοί, γιατί, ω νυμφίοι της Ρίμας,
τα λεβεντόπαιδα είσαστε, δεν είσαστε οι πατέρες.
Κι είναι και κάποιοι… Είναι βωμοί που γίνονται —δεν είναι—
μπορεί ψηλότεροι και πιο φανταχτεροί από τούτους.                      175
Τα ονόματά σας λάμπουνε κι οι εικόνες σας θαμπώνουν
τα μάτια τα οραματικά κι όσο ποτέ δε φέξαν
κι όσο ποτέ δεν άστραψαν τα ονόματα κι οι εικόνες,
κι όσα γραμμένα σε βωμούς. Γρήγορ’ αργά μια θεία
Πυθώνισσα απολλωνική τρανόκραχτα ώς τ’ αστέρια                      180
στο διάβα κάποιων από σας θα τον αποσκεπάσει,
κράχτη δειλό το λόγο μου, σκούζοντας: Νά οι Πατέρες!


Κι εγώ ποιός είμαι; Όρθρος θαμπός χρυσής αυγής καθάριας,
ή κάποιο ανάδομα στερνό στο σβήσιμο μιας φλόγας;
Μην είμαι ρείθρο από πηγή μιας μουσικής και στάζω;                    185
Μην κυπροκούδουνο και ηχώ και ντέφι κι αλαλάζω;
Ξέρω; Δεν ξέρω τίποτε. Γνωρίζω μόνο, εγώ είμαι
του απόμερου ζευγολατιού που μέσα του πρωτόειδες
το φως και της μητέρας σου το χαμογέλιο, εγώ είμαι
του απόμερου υποστατικού και ο φυτευτής και ο κύρης,                 190
του απόμερου περιβολιού πατέρας, και δικός σου.
Κι εσύ παιδί απ’ το αίμα μου κι από το λογισμό μου,
παιδί μου εσύ, το χτήμα μου που θα κληρονομήσεις,
μέσα του, απάνου στ’ απαλά βρυγιά και στ’ ανθοκλάδια,
στα μονοπάτια, στις βραγιές, όπου καρποί, όπου φύτρες,                195
και σε βωμών υψώματα και σ’ αγαλμάτων πόδια,
πουλιά και λύρες κελαηδάν, καρδιές καίνε, όπως καίνε
τα κανελογαρίφαλα στα θράκια τ’ αναμμένα
για τα μοσκοβολήματα, για του κακού τα ξόρκια,
και είν’ οι βωμοί θρησκευτικοί, και οι γλυπτικές εικόνες,                 200
και μόλο τους τ’ ασάλευτο, σαν από σάρκα ζούνε.
Του ξωτικού αναγάλλιαση και ξάφνισμα τ’ ανθρώπου,
τα δέντρα αγνώριστα είν’ εκεί, παράξενα βαλμένα,
και λες δεν έχουν όνομα, σειρά γενιάς δεν ξέρουν.
Ποτήρια, της μοσκοβολιάς προσφέρνουν το νεχτάρι                        205
κάποια λουλούδια, και οι καρποί, κάποιοι καρποί μοιράζουν
της αλοής το πίκραμα και τ’ αφιονιού τον ύπνο.
Μα εκεί, της γέψης όνειρα, τα ολόγλυκα τα σύκα,
σμαράγδι είναι το θώρι τους και σμάλτο είν’ η καρδιά τους,
σμάλτα, σμαράγδια της δροσιάς και της απαλοσύνης·                      210
και τα κεράσια του Μαγιού και τα σπυριά του ρόιδου,
φιλιά και κρουσταλλώσανε, ρουμπίνια και αναλιώσαν.
Σαν τραχιά κλήματα βαριά τα ζουμερά σταφύλια
της φτώχειας είναι ο θησαυρός, της ομορφιάς η ζήλια.

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,                                215
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας,                       220
κι αν αγαπάς τ’ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
                                                                     Κι αν είναι
κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,                      225
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,                      230
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γέννα
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νά ’ρθει,
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει,
κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα.                       235



greek-langua – [2fA]



Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

"Γ΄ Κυριακή τῶν ΝΗΣΤΕΙΩΝ "










Τῆς Σταυροπροσκυνήσεως


π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν
[Ἀπό τό βιβλίο «Ἑορτολόγιο - Ἐτήσιος Ἐκκλησιαστικός Κύκλος»]



….   σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στὸ βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ καλωσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλὰ καὶ μίσος; 
Γιατί ἡ καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο;

Συνήθως ἀποφεύγουμε νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη σὲ κάποιον ἄλλο: ἂν ἤμασταν ἐκεῖ, ἂν ἤμουν ἐκεῖ ἐκείνη τὴν τρομερὴ νύχτα, δὲν θὰ εἶχα συμπεριφερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι.
Ἀλλοίμονο ὅμως, κάπου βαθιὰ στὴ συνείδησή μας γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια.
Ξέρουμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ βασάνισαν, σταύρωσαν καὶ μίσησαν τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν κάποιου εἴδους τέρατα, κατεχόμενα ἀπὸ κάποιο ἰδιαίτερο καὶ μοναδικὸ κακό. 
Ὄχι, ἦταν «ὅπως ὅλοι μας».
Ὁ Πιλάτος προσπάθησε ἀκόμη καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν Ἰησοῦ, νὰ μεταπείσει τὸ πλῆθος, προσφέρθηκε ἀκόμη καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸν Χριστὸ ὡς κίνηση καλῆς θελήσεως, χάριν τῆς ἑορτῆς, ὅταν κι αὐτὸ ἀπέτυχε, στάθηκε μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἔνιψε τὰ χέρια του, δείχνοντας τὴν διαφωνία του σ᾿ αὐτὸν τὸν φόνο.

Μὲ λίγες πινελιὲς τὸ εὐαγγέλιο σχεδιάζει τὴν εἰκόνα αὐτοῦ του παθητικοῦ Πιλάτου, τοῦ τρόμου του, τῆς γραφειοκρατικῆς του συνειδήσεως, τῆς δειλῆς του ἀρνήσεως νὰ ἀκολουθήσει τὴ συνείδησή του.
Δὲν συμβαίνει ὅμως ἀκριβῶς τὸ ἴδιο στὴ δική μας ζωὴ καὶ στὴ ζωὴ γύρω μας;
Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πιὸ κοινότυπη, ἡ πιὸ τυπικὴ ἱστορία;
Δὲν εἶναι παρὼν συνεχῶς μέσα μας κάποιος Πιλάτος;

Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅταν ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ ποῦμε ἕνα ἀποφασιστικό, ἀμετάκλητο ὄχι στὸ ψεῦδος, στὴν ἀδικία, στὸ κακὸ καὶ στὸ μίσος, ἐνδίδουμε στὸν πειρασμὸ νὰ «νίψουμε τὰς χεῖρας μας»;
Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο ἦταν οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὑπερασπιζόμενοι τὸν ἑαυτό τους θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν: ἐκτελέσαμε ἁπλῶς διαταγές, μᾶς εἶπαν νὰ «ἐξουδετερώσουμε» κάποιον ταραχοποιὸ ποὺ προκαλοῦσε ἀναστάτωση καὶ ἀταξία, γιὰ ποιὸ πράγμα μιλᾶτε λοιπόν;
Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο, πίσω ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἦταν τὸ πλῆθος, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ ἕξι μέρες πρὶν φώναζαν «Ὡσαννά», καθὼς ὑποδέχονταν θριαμβευτικὰ τὸν Χριστό, κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἱερουσαλήμ, μόνο ποὺ τώρα ἡ κραυγή τους ἦταν «Σταύρωσον αὐτόν!»

Ἔχουν ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸ μία ἐξήγηση. Δὲν εἶναι οἱ ἡγέτες τους, οἱ διδάσκαλοί τους καὶ οἱ κυβερνῆτες τους αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγκληματίας, ποὺ κατέλυσε τοὺς νόμους καὶ τὶς συνήθειες, καὶ γι᾿ αὐτό, βάσει τοῦ νόμου, «πάντοτε βάσει τοῦ νόμου, πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ ὑπάρχον καταστατικό», πρέπει νὰ πεθάνει…;
Ἔτσι κάθε συμπαίκτης σ᾿ αὐτὸ τὸ τρομακτικὸ γεγονὸς εἶχε δίκαιο «ἀπὸ τὴν πλευρά του», ὅλοι δικαιώθηκαν.
Ὅλοι μαζὶ ὅμως δολοφόνησαν ἕναν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον».
Ἡ πρώτη σημασία τοῦ σταυροῦ συνεπῶς εἶναι ἡ κρίση τοῦ κακοῦ ἢ μᾶλλον τῆς ψευδοκαλωσύνης αὐτοῦ του κόσμου, μέσα στὸν ὁποῖο πανηγυρίζει αἰώνια τὸ κακό, καὶ ὁ ὁποῖος προωθεῖ τὸν τρομακτικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ πάνω στὴ γῆ.

Αὐτὸ μας μεταφέρει στὴ δεύτερη σημασία τοῦ σταυροῦ.
Μετὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ὁ δικός μας σταυρός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι,… ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοὶ» (Λουκ. 9, 23).
Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἐπιλογὴ ποὺ εἶχε νὰ κάνει ὁ καθένας ἐκείνη τὴ νύχτα –ὁ Πιλάτος, οἱ στρατιῶτες, οἱ ἀρχηγοί, τὸ πλῆθος κι ὁ καθένας μέσα στὸ πλῆθος – εἶναι μία ἐπιλογὴ ποὺ τίθεται συνεχῶς καὶ σὲ καθημερινὴ βάση μπροστά μας.
Ἐξωτερικά, ἡ ἐπιλογὴ ἔχει νὰ κάνει μὲ κάτι φαινομενικὰ ἀσήμαντο γιὰ μᾶς ἢ δευτερεῦον. 
Γιὰ τὴν συνείδηση ὅμως τίποτε δὲν εἶναι πρῶτο ἢ δεύτερο, ἀλλὰ τὸ καθετὶ μετρᾶται ἂν εἶναι ἀληθινὸ ἢ ψεύτικο, καλὸ ἢ κακό.

Τὸ νὰ σηκώνεις λοιπὸν τὸν σταυρό σου καθημερινὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ νὰ ἀντέχεις τὰ φορτία καὶ τὶς μέριμνες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ νὰ ζεῖς ἁρμονικὰ μὲ τὴ συνείδησή σου, τὸ νὰ ζεῖς μέσα στὸ φῶς τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως.

Ἀκόμη καὶ σήμερα, μὲ ὅλον τὸν κόσμο νὰ κοιτάζει, ἕνας ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον» μπορεῖ νὰ συλλαμβάνεται, νὰ βασανίζεται, νὰ κτυπιέται, νὰ φυλακίζεται ἢ νὰ ἐξορίζεται.
Ὅλα αὐτὰ δὲ «ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ νόμου», χάριν τῆς ὑπακοῆς καὶ πειθαρχίας, ὅλα στὸ ὄνομα τῆς τάξεως, γιὰ τὸ καλὸ ὅλων.
Πόσοι Πιλάτοι δὲ νίπτουν τὰ χέρια τους, πόσοι στρατιῶτες δὲ σπεύδουν νὰ ἐκτελέσουν τὶς διαταγὲς τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας, πόσοι ἄνθρωποι ὑπάκουα, δουλόπρεπα δὲν τοὺς χειροκροτοῦν ἢ τουλάχιστον δὲν κοιτάζουν σιωπηλὰ τὸ κακὸ πού θριαμβεύει;
Καθὼς μεταφέρουμε τὸν σταυρό, καθὼς τὸν προσκυνοῦμε, καθὼς τὸν ἀσπαζόμαστε, ἀς σκεφτοῦμε τὴν σημασία του.
Τί μᾶς λέει, σὲ τί μᾶς καλεῖ;

Ἀς θυμηθοῦμε τὸν σταυρὸ ὡς ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία κρέμονται τὰ πάντα στὸν κόσμο, καὶ ποὺ χωρὶς αὐτὸν ὅλα στὸν κόσμο γίνονται θρίαμβος τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ σκότους.
Ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον» (Ἰωάν. 9, 39).
Σ᾿ αὐτὴ τὴν κρίση, μπροστὰ στὸ δικαστήριο τῆς σταυρωμένης ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς καλωσύνης, δικάζεται ὁ καθένας μας.



nektar – [2fA]



Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

"Γεύση τρικυμίας.. "





Οδυσσέας Ελύτης  -  «Η Μαρίνα των βράχων»


Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.

Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Xίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!

Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες;
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα 
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο
άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο. 

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.



aegina - [2φΑ]

                                                


"Καραντίνα "





Η λέξη "καραντίνα" προέρχεται από την ενετική παραλλαγή του ιταλικού σαρανταήμερου, "quaranta giorni". 
Πρόκειται για τις σαράντα μέρες υποχρεωτικής απομόνωσης των πλοίων και των πληρωμάτων τους, κατά την περίοδο της Μαύρης πανώλης.

Η πανδημία της Μαύρης πανώλης ή μαύρου θανάτου, από το 1348 ως το 1353, υπήρξε από τις πλέον καταστροφικές στην παγκόσμια ιστορία.
Ο συνολικός αριθμός νεκρών υπολογίζεται σε 100 έως 200 εκατομμύρια, στην Ευρώπη και στην Ασία. Ο παγκόσμιος πληθυσμός μειώθηκε τότε, από τα 450 εκατομμύρια στα 350 - 375 εκατομμύρια.

Οι πρώτες επίσημες καταγραφές της πανδημίας ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1347, όταν γενοβέζικα εμπορικά πλοία που προέρχονταν από το λιμάνι της Κάφφας στη Μαύρη Θάλασσα, προσέγγισαν το λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία, γεμάτα ετοιμοθάνατους και νεκρούς και μετέφεραν στην Ευρώπη την ασθένεια της πανώλης.
Ενώ το Μιλάνο γλίτωσε από την πανώλη, αντιθέτως στην Φλωρεντία πέθαναν τα 4/5 του πληθυσμού της πόλης.

Στη Γερμανία, παρόλο που οι επιπτώσεις της πανώλης ήταν σημαντικά μικρότερες σε σχέση με την Ιταλία και την Γαλλία, δεν έλειψαν οι μαζικοί θάνατοι, όπως στη Βρέμη, το Αμβούργο και την Κολωνία.
Μετά την πανδημία της πανώλης, χρειάστηκαν τρεις αιώνες για να επανέλθει ο ευρωπαϊκός πληθυσμός στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από την πανδημία.

Η φετινή Μεγάλη Τεσσαρακοστή της Ορθοδοξίας συνυπάρχει συνειρμικά και πρακτικά με τις quaranta giorni και του μέτρου της καραντίνας, που εφαρμόζεται στις χώρες της Ευρώπης και του κόσμου όλου, για την πανδημία του κορωνοϊού Covid-19.



el.wikipedia – [2φΑ]



Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

"Νέαν ἔδειξε κτίσιν "





Γ΄ Χαιρετισμοί


Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·

Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.



[2φΑ]



Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

"Η αγάπη θα επιστρέφει "





Λίγο πριν το τέλος της ζωής του, ο Φραντς Κάφκα έζησε μια πρωτόγνωρη εμπειρία. 
Καθώς περπατούσε στο πάρκο Στέγκλιτζ στο Βερολίνο, συνάντησε ένα κοριτσάκι που έκλαιγε απαρηγόρητο γιατί είχε χάσει την κούκλα της.
Ο Κάφκα προσφέρθηκε να το βοηθήσει να βρει την κούκλα της, όμως μην μπορώντας να την βρει, σκέφτηκε ένα τέχνασμα για να πάρει την λύπη από το μικρό κοριτσάκι.

Έγραψε ένα γράμμα, δήθεν προερχόμενο από την κούκλα της μικρής και της το έδωσε:
«Σε παρακαλώ μην κλαις για εμένα, έφυγα σε ταξίδι για να γνωρίσω τον κόσμο.
Θα σου ξαναγράψω σύντομα για να σου διηγηθώ τις εμπειρίες μου».

Κάθε φορά που εκείνος και το κοριτσάκι συναντιόντουσαν, της διάβαζε προσεκτικά τα γράμματα που περιέγραφαν τις φανταστικές ιστορίες της κούκλας.
Το κοριτσάκι παρηγοριόταν και αδημονούσε κάθε φορά για νέα από την κούκλα.

Ο καιρός περνούσε και όταν ήρθε η στιγμή να αποχωριστούν, ο Κάφκα έκανε δώρο στο κοριτσάκι μια κούκλα, που ήταν όμως εντελώς διαφορετική από την αρχική.
Η καινούρια κούκλα, έφερε επάνω της ένα συνοδευτικό σημείωμα που έλεγε:
«Εγώ είμαι! Τα ταξίδια μου με άλλαξαν.»

Μετά από χρόνια, το κοριτσάκι που είχε γίνει πια μεγάλη γυναίκα, βρήκε κι ένα κρυμμένο σημείωμα μέσα στην κούκλα που της είχε δωρίσει ο Κάφκα:
«Κάθε τι που αγαπάς πολύ, πιθανόν μια μέρα να το χάσεις, όμως στο τέλος, έστω με διαφορετική μορφή, η αγάπη θα επιστρέφει!»






Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

"Όταν η αγάπη σε καλεί "





Χαλίλ Γκιμπράν  -  από τον ΠΡΟΦΗΤΗ


Τότε η Αλμήτρα είπε, "Μίλησέ μας για την Αγάπη."
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε το λαό,
κι απλώθηκε βαθιά ησυχία.
Και με φωνή μεγάλη είπε:

"Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την,
μ' όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά
κι απότομα.
Κι όταν τα φτερά της σ' αγκαλιάσουν,
παραδώσου, μ' όλο που το σπαθί που είναι
κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί
να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ' όλο
που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα
όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον
κήπο.

Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι
και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το
μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και
χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου
που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και
ταράζει την προσκόλλησή τους στο χώμα.

Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.
Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχυάσει.
Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει
από τα φλούδια σου. Σε αλέθει για να σε λευκάνει.
Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της
για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το
άγιο δείπνο.

Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να
μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου,
και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς
της ζωής.
Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο
την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση
της αγάπης,
τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις
τη γύμνια σου και να βγεις έξω από
το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον
χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι
με ολάκερο το γέλιο σου, και θα κλαις, αλλά
όχι με όλα τα δάκρυά σου.

Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον
εαυτό της, και δεν παίρνει τίποτα παρά μόνο
από τον εαυτό της.
Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να
κατέχεται· γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.
Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: «Ο
Θεός είναι στην καρδιά μου», αλλά μάλλον
«Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού.»

Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις
την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη,
αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη
τη δική σου πορεία.

Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία
έκτος από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς
κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες,
ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου:

Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο
ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.
Να γνωρίσεις τον πόνο, της πολύ μεγάλης
τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την
ίδια τη γνώση σου της αγάπης.
Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.

Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να
πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για
μια ακόμα μέρα αγάπης.
Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να
στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης·
Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο
μ' ευγνωμοσύνη στην καρδιά.

Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή
για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου
και μ' έναν ύμνο δοξαστικό
στα χείλη σου."



[2φΑ]

                                            


Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

"Η ομορφιά σου "





Χαλίλ Γκιμπράν  -  από τον ΠΡΟΦΗΤΗ


Kι ένας ποιητής είπε, "Μίλησέ μας για
την Ομορφιά."
Κι εκείνος αποκρίθηκε:

"Πού θα ψάξετε για την ομορφιά, και πώς
θα τη βρείτε αν αυτή η ίδια δεν είναι ο δρόμος σας
και ο οδηγός σας;
Και πώς θα μιλήσετε γι' αυτή αν αυτή
δεν είναι η υφάντρα του λόγου σας;
Οι βασανισμένοι και οι χτυπημένοι λένε,
«Η ομορφιά είναι καλή κι ευγενική.
Σα μια νέα μητέρα, κάπως ντροπαλή για
τη δόξα της, περπατά ανάμεσά μας.»
Και οι άνθρωποι του πάθους λένε, «Όχι,
η ομορφιά είναι ένα πράγμα γεμάτο δύναμη
και τρόμο.
Σαν την καταιγίδα ταρακουνά τη γη κάτω
από τα πόδια μας και τον ουρανό πάνω από
τα κεφάλια μας.»
Οι κουρασμένοι και οι αδύναμοι λένε,
«Η ομορφιά είναι φτιαγμένη από απαλά
ψιθυρίσματα. Μιλάει μέσα στο πνεύμα μας.
Η φωνή της υποχωρεί στη σιωπή μας
σαν το αδύναμο φως που τρεμοπαίζει από το
φόβο της σκιάς.»
Αλλά οι ανήσυχοι λένε, «Εμείς ακούσαμε
την ομορφιά να κραυγάζει ανάμεσα στα βουνά,
Και μαζί με τις κραυγές της ακούστηκε
ο ήχος καλπασμών, χτύπημα φτερών και
βρύχισμα λιονταριών.»
Τη νύχτα οι φύλακες της πόλης λένε, «Η
ομορφιά θ' ανατείλει μαζί με την αυγή από
την ανατολή.»
Και το μεσημέρι, οι εργάτες κι οι οδοιπόροι
λένε, «Εμείς είδαμε την ομορφιά να
γέρνει πάνω στη γη από τα παράθυρα της
δύσης.»
Το χειμώνα, οι αποκλεισμένοι από τα
χιόνια λένε, «Η ομορφιά θα 'ρθει με την άνοιξη
τρέχοντας χαρούμενα πάνω στους λόφους.»
Και μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού,
οι θεριστές λένε, «Εμείς είδαμε την ομορφιά
να χορεύει μαζί με τα φθινοπωρινά φύλλα
και είχε μια τούφα χιόνι στα μαλλιά της.»

Όλα αυτά τα πράγματα έχετε πει για την
ομορφιά.
Αλλά στην πραγματικότητα δε μιλήσατε
για την ομορφιά, αλλά για ανάγκες
ανεκπλήρωτες,
Και η ομορφιά δεν είναι μια ανάγκη,
αλλά μια έκσταση. Η ομορφιά δεν είναι στόμα
διψασμένο, ούτε άδειο χέρι που απλώνεται.
Αλλά είναι πιο πολύ μια καρδιά φλογισμένη
και μια ψυχή μαγεμένη.
Δεν είναι η εικόνα που θα θέλατε να δείτε
ούτε το τραγούδι που θα θέλατε ν' ακούσετε,
Αλλά μάλλον μια εικόνα που βλέπετε
παρ' όλο που κλείνετε τα μάτια σας κι ένα
τραγούδι που ακούτε παρ' όλο που κλείνετε
τ' αφτιά σας.
Δεν είναι ο χυμός μες από τη φλούδα
του δέντρου, ούτε το φτερό ανάμεσα στα νύχια,
αλλά είναι πιο πολύ ένας κήπος παντοτινά
ανθισμένος κι ένα κοπάδι άγγελοι που
αιώνια πετούν.

Λαέ της Ορφαλεζίας, η ομορφιά είναι η
ζωή, όταν η ζωή φανερώνει το ιερό της
πρόσωπο.
Αλλά εσείς είστε η ζωή κι εσείς το πέπλο
που τη σκεπάζει.
Η ομορφιά είναι η αιωνιότητα που ατενίζει
τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Αλλά εσείς είστε η αιωνιότητα κι εσείς
είστε ο καθρέφτης."



[2fA]