Το σφουγγάρι, ο μηχανικός και ο χορός του.
Τα παλιά χρόνια, οι σφουγγαράδες βουτούσαν στη θάλασσα κρατώντας τη «σκανταλόπετρα» για να φθάσουν γρήγορα στο βυθό και η σπογγαλιεία τότε απαιτούσε ειδικές ικανότητες πραγματικού αθλήματος. Ο περιορισμένος όμως χρόνος που μπορούσε ο βουτηχτής να παραμείνει με μια ανάσα στον βυθό μαζεύοντας με γυμνά μάτια τα σφουγγάρια και το συγκεκριμένο βάθος στο οποίο μπορούσαν να εργαστούν οι περισσότεροι, έφεραν κάποια στιγμή (γύρω στο 1865) την εξέλιξη στη σπογγαλιεία, τη στολή του δύτη, το σκάφανδρο.
Το σκάφανδρο αποτέλεσε μια επανάσταση στο επάγγελμα. Τα
καΐκια από τα νησιά μας και ιδιαίτερα στην Κάλυμνο που θεωρείται και η πατρίδα
των σφουγγαράδων, σχημάτισαν ολόκληρο στόλο. Όλο το καλοκαίρι, κυρίως στα
παράλια της Αφρικής, μάζευαν πολλά σφουγγάρια και το σπογγεμπόριο αναπτύχθηκε
κατακόρυφα. Τα σφουγγαράδικα ξεκινούσαν με ευχές και κατευόδια, αλλά η
επιστροφή στα τέλη Σεπτεμβρίου, δεν ήταν πάντα το ίδιο χαρούμενη.
Η νόσος των δυτών ήταν άγνωστη, δεν υπήρχαν τότε κανόνες για
τη σταδιακή αποσυμπίεση κατά την άνοδο του δύτη στην επιφάνεια και οι συνέπειες
υπήρξαν τραγικές. Κανένας δεν γνώριζε αν θα επιστρέψει στην οικογένεια του ή αν
θα επέστρεφε «χτυπημένος», «πιασμένος», με μερική παράλυση συνήθως στα πόδια. Αυτή
ήταν όμως η δουλειά τους, αυτή ήταν η ζωή τους.
Οι «Μηχανικοί» όπως ονομάζονταν οι δύτες με το σκάφανδρο, κατέβαιναν
και δούλευαν στο βυθό, σαν εκούσια έμβρυα που επέστρεφαν ξανά και ξανά στο
θαλάσσιο «αμνιακό υγρό» της Μεσογείου, αναπνέοντας αέρα από ένα σωλήνα που σαν «ομφάλιος
λώρος» τους κρατούσε συνδεδεμένους με το καΐκι τους και τη ζωή.
Όσοι δεν μπορούσαν πια να δουλέψουν, σύχναζαν στα καφενεία
παρέα με τους γερούς συντρόφους τους, περπατώντας, παραπατώντας με το μπαστούνι
τους και θυμόντουσαν τα παλιά. Εκεί γλεντούσαν
και γιόρταζαν μαζί τους, απόμαχοι και δυνατοί, άτυχοι και τυχεροί προς το
παρόν, αδελφωμένοι. Κανένας δεν ήξερε αν και πώς θα γύριζε από το επόμενο
ταξίδι.
Έτσι γεννήθηκε μέσα από τη νοσταλγία, τον πόθο, την πίκρα
και το όνειρο των «πιασμένων» μηχανικών ο χορός τους, σαν κοινή συνείδηση όλων
των σφουγγαράδων, αλλά και όλου του νησιού. Και για χρόνια ωρίμαζε και
σιγόκαιγε τις ψυχές ο νησιώτικος αντρίκιος σκοπός, μέχρι που βρέθηκε ο
κατάλληλος νέος, ο τεχνίτης χορευτής, μα και σφουγγαράς μέχρι βαθιά μες στην
ψυχή του και σηκώθηκε και χόρεψε.
Ο Θεοφίλης ο Κλωνάρης ήταν η έκφραση όλων των σφουγγαράδων,
όλων των θαλασσινών, όλης της Καλύμνου. Τον «χορό του Μηχανικού» μπορούν όλοι
να τον καταλάβουν με το μυαλό τους, αν διαβάσουν σχετικές ιστορίες ή ακούσουν
γνήσιες σφουγγαράδικες διηγήσεις, όμως μόνο οι Καλύμνιοι μπορούν να τον
νοιώσουν με τον πόνο της καρδιάς τους και με το δάκρυ τους.
Γιατί όλοι στην Κάλυμνο έχουν πολλούς ή κάποιον δικό τους σφουγγαρά. Αδελφό, πατέρα, θείο, ξάδερφο, παππού ή προπάππου.
Γιατί όλοι στην Κάλυμνο έχουν πολλούς ή κάποιον δικό τους σφουγγαρά. Αδελφό, πατέρα, θείο, ξάδερφο, παππού ή προπάππου.
Για τους Καλύμνιους, δεν είναι ιστορία όλα αυτά. Είναι η ίδια η ζωή μας.
Και το μικρό αυτό αφιέρωμα, ένα μνημόσυνο πρώτα για τον Θεοφίλη και ύστερα για τους συγγενείς όλων μας.
Μιχάλης Σ. Ψαράς
Τώρα σε θέλω Παναγιά, τώρα που ξεκινούσι
να κάτσεις στο τιμόνι τους, ώσπου να παν’ να 'ρθούσι.
Ήρθεν η ώρα του φευγιού και του ποκινημάτου
φεύγουσι απ' την Κάλυμνο οι βέργες του κλημάτου.
Καλό ταξίδι νάχετε κι' η Παναγιά μπροστά σας
κι' ο Άγιος Νικόλαος, νάναι βοήθεια σας.
κι' ο Άγιος Νικόλαος, νάναι βοήθεια σας.
Αη Νικόλα Ποθιανέ, πούσαι μπρος στο μουράγιο
βλέπε τους σφουγγαράδες μας και δίνε τους κουράγιο.
βλέπε τους σφουγγαράδες μας και δίνε τους κουράγιο.
Αη Νικόλα της Χαλής, πούσαι μπρος στο πουντάρι
βλέπε τους, τους Καλύμνιους μας, που πάνε για σφουγγάρι
Ω φεγγαράκι μου λαμπρό, που φέγγεις ως την Πόλη
πάνε χαιρέτισε μου τον, πάνω στ' αραξοβόλι.
* Δείτε εδώ τον "Χορό του Μηχανικού" σε video.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου