Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

"Παραμυθένιος κόσμος! "
















«ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ – Η ΑΡΧΟΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ»

Του Φώτη Κόντογλου


Τί τανε, ληθινά, κενο τ Βυζάντιο, κείνη Κωνσταντινούπολη;
Παραμυθένιος κόσμος!
χι μοναχ ρχαία πολιτεία, μ κι καινούρια, ς το σουλτν-Χαμτ τ χρόνια.

Εχα γνωρίσει ναν χριστιαν νατολίτη κοσμογυρισμένον, πο ζησε πολλ χρόνια στν Ερώπη κα στν μερική, στ Λόντρα, στ Παρίσι, στ Ρώμη, στ Νέα όρκη. «λες ατς ο μεγάλες πολιτεες, μο λεγε, εναι σπουδαες, μ σν τν Κωνσταντινόπολη δν πάρχει λλη στν οκουμένη, κι οτε βρίσκεται στν ντουνι τέτοια πίσημη ρχοντικι κα βασιλικ πολιτεία».

Στ χρόνια τν Βυζαντινν « βασιλεύουσα Πόλις» θ εχε μι ξωτικ κι λλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τρολλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στ βλογημένη ατ φεντοπολιτεία. Στ μέση στεκότανε, σν λιος, γι Σοφιά, κα γύρω της τανε σκορπισμένες ο λλες κκλησίες μ τος χρυσος κουμπέδες, σφαρες οράνιες, πο λς κα γυρίζανε γύρω στν λιο.

Δν φαινόντανε πς τανε κτίρια κανωμένα π τν νθρωπο, λλ σν ν κατεβήκανε π τν οραν κα σταθήκανε πάνω στ γ. Κι π μέσα τανε καταστολισμένες μ ψηφιά, μ χρωματιστ μάρμαρα, μ σμάλτα, μ ζωγραφιές, πο θαρροσε κανένας πς μπαίνει σ οράνια παλάτια.

Εχανε δίκιο ο παλιο Κινέζοι πο λέγανε πς ατ τ κτίρια τανε «κάποια παλάτια μεγάλα κα λαμπερά, πο π μέσα μοιάζανε σν τ χρυσ φτερ το φασιανο τν ρα πο πετ».

νάμεσα στς καταμέτρητες κκλησιές, στ παλάτια κα στ μοναστήρια, πο σκεπάζανε νεξερεύνητα μυστήρια, τανε χτισμένα τ σπίτια κα τ μέτρητα παζάρια πο μερμήγκιαζε κόσμος, κόσμος καλοπερασμένος, τ χάνια, τ μαγαζιά, φωλις γεμάτες ζω κα κίνηση.

δ κι κε πρασινίζανε κάποια περιβόλια μ ψηλ δέντρα μέσα στν πολιτεία, μ να γύρω τ ζώνανε, σν λόδροσο στεφάνι, νθισμένοι κποι, δάση μ πλατάνια, μ δρς, μ κυπαρίσσια, μ καβάκια (λεκες), πο ρίχνανε τν πυκνν σκιο τους πάνω σ ξωτικ κιόσκια, σ βρύσες μ κρυσταλλένια νερά, ν π παντο χλιμιντρούσανε χαρούμενα τ λυγερ τια (λογα) τς νατολς, κι κουγόντανε κάτι τραγούδια πο μοιάζανε μ ψαλμδίες. νάμεσα στ δέντρα βοσκούσανε ζαρκάδια.

Μ σν γύριζε κανένας τ ματιά του κατ τ θάλασσα, εφραινότανε κόμα πι πολ π τ θαυμαστ πανόραμα. Βόσπορος, ατς ξαίσιος θαλασσινς ποταμός, δρόσιζε μ τ νερά του τ πόδια τς πολιτείας, ρεματίζοντας νάμεσα σ᾿ ατ κα στν καταπράσινη νατολή, μ τ Χρυσούπολη κα μ τ παλάτια πο παραθερίζανε ο Κωνσταντινουπολίτες.

που ν στεκότανε νθρωπος βλεπε μπροστά του να μαγικ θέαμα, τς μερες κρογιαλις το μπογαζιο νάμεσα στ δέντρα πο βουΐζανε π τ γλυκ φύσημα τ᾿ γεριο. καταμέτρητο πλθος π καράβια λογιν-λογιν, π βάρκες, π μαονες, π καΐκια, π μπιαντάδες, ρμενιζανε παντο, λλα μ πανι κι λλα μ κουπιά.

Τ λιμάνια τανε γεμάτα π καράβια ραγμένα στος μόλους φουνταρισμένα νοιχτά. Κάστρα θεόρατα, τρίδιπλα κι κατάλυτα, ζώνανε τν ξετίμητη πολιτεία, π στερι κι π θάλασσα, μ χίλιες καστρόπορτες, μ᾿ μέτρητες τάμπιες κα πύργους, λα ρματωμένα καλ μ στρατό, μ βάρδιες πο ξαγρυπνούσανε.

Τ Σαββατόβραδο, κατ τ δειλινό, τμόσφαιρα γέμιζε π τ γλυκει βου πο κάνανε χιλιάδες καμπάνες κα πο νέβαινε σν ψαλμωδία πάνω π τν γιασμένη πολιτεία, π τ Νέα Σιών, «χος καθαρς ορταζόντων».
Πανηγυρικ μεγαλοπρέπεια! Μοναχ τ Βυζάντιο κατέβασε στ γ τν οράνια ρμονία.

 

Γι τος Βυζαντινούς, πατρίδα τος τανε Κιβωτς τς ληθινς θρησκείας, κα εχανε πόθο ν τραβήξουνε μέσα σ᾿ ατ λα τ θνη τς γς, κα ν τ σώσουνε φωτισμένα π τ νέσπερο φς το Εαγγελίου.

Γι᾿ ατό, νας ατοκράτορας μιλώντας στος στρατηγούς του πο πηγαίνανε ν πολεμήσουνε καταπάνω σ βάρβαρους λαούς, τος παράγγελνε ν φέρνονται μ εσπλαγχνία στος νικημένους κα ν μν τος βιάζουνε ν πληρώνουνε φόρους. «μες, λεγε, δν θέλουμε ν σκλαβώσουμε τος λλους, λλ δόξα μας κι τιμή μας εναι ν γίνουνε ετυχισμένοι κι λεύθεροι μαζί μας».

σοι λλόθρησκοι πηγαίνανε στν Πόλη π ξένες χρες πορούσανε πς γινότανε ο χριστιανοί, πο εχανε τέτοια πλούσια κα μεγαλόπρεπη πολιτεία, ν λατρεύουνε γι θεό τους ναν ταπεινόν, τυραννισμένον, καρφωμένον πάνω σ᾿ να ξύλο, ν περιμένανε ν δονε ν προσκυννε κάποιο εδωλο χρυσοντυμένο, μ περήφανη ψη, μ κορμ γίγαντα.

Στ Βυζάντιο θρησκεία βασίλευε πάνω σ λα. Μ λη τ ζωηρ δραστηριότητα πο εχανε ο Βυζαντινο στ γκόσμια, σκέψη τους κι καρδιά τους τανε πάντα γυρισμένη στν λλη ζωή, στν αώνια ζωή. Στ νο τους εχανε μέρα νύχτα τ λόγια του Παύλου: «Ο γρ .εχομεν δε μένουσαν πόλιν, λλ τν μέλλουσαν πιζητομεν».

Τούτη φοσίωση στ μέλλουσα ζωή, στ βασιλεία τν ορανν, κανε στε κα τ σύστημα τς πίγειας ζως τους ν πάρει κάποιον χαρακτρα αωνιότητας, σν μι τελς προεικόνιση «κείνου το καινο αἰῶνος, το θαυμαστο».

χι μοναχ τ θρησκευτικ ασθήματά τους, μ κα τ κοσμικά, εχανε χαρακτρα λειτουργικόν.
Γι ποιον εναι σ θέση ν νοιώσει καλ τί εναι ατ τ «λειτουργικό», ποτς λλη φορ μαδικ ζω τν νθρώπων δν φταξε σ᾿ να τέτοιο πνευματικ ψος.

σοι θελήσανε κα θέλουνε ν κρίνουνε τ Βυζάντιο μ τν συνηθισμένον χονδροειδ ντιπνευματικν τρόπο κα μ τς γνωστς νόητες εφυολογίες, κα ν τ γελοιοποιηθονε σ βαθμ πο ν νομάζουνε «βυζαντινισμ» κάθε φηρημένη συζήτηση κα οτοπία, ατο φανερώνουνε μ᾿ ατ, πόσο νίδεοι εναι π ληθιν πνευματικότητα, μ λους τος ψεύτικους τίτλους τς σοφίας κα τς πιστήμης πο εναι στολισμένοι.

Τ Βυζάντιο εναι πολ λεπτ πργμα γι ν μπορέσουνε ν τ πιάσουνε τ χοντροκανωμένα ργαλεα τους. Τ Βυζάντιο εναι ληθιν χριστιανικ θρησκεία, νάμεσα στ ψεύτικα κα λεειν παραμορφωμένα μοιώματά της, πο τ φτιάξανε λαο βάρβαροι κα λιστές, νίκανοι ν τν καταλάβουνε κα ν τν ασθανθονε.

Γι τοτο, τ Βυζάντιο κρίνεται π τος λεγόμενους σοφος το κόσμου πως κρίνεται τ Εαγγέλιο, δηλ. σν μωρία, μπροστ στ δική τους γνώση, κι γνώμη τους σια-σια, πς τ Βυζάντιο εναι «μωρία», πιστοποιε πς ληθιν στάθηκε Νέα Σιών, μψυχος κιβωτός, πο μέσα σ᾿ ατ φυλάχθηκε παγγελία το Θεο πρς τος νθρώπους πς θ γίνουνε τέκνα του, κα « μακαρία λπς τς αωνίου ζως».

σο νοιώσανε ο λικο νθρωποι τί λέγει Παλος γι τ Εαγγέλιο κα γι τ σοφία το Θεο, λλο τόσο νοιώσανε κι ο στορικο κι ο πιστήμονες τς κοσμικς γνώσης, «ο συζητητα το αἰῶνος τούτου» πως λέγει Παλος, τί εναι τ Βυζάντιο.

Νά, τί λέγει Παλος γι τν ψεύτικη σοφία τους κα γι τν ληθινή του Θεο: «Οχ μώρανεν Θες τν σοφίαν το κόσμου τούτου; πειδ γρ ν τ σοφί το Θεο οκ γνω κόσμος δι τς σοφίας τν Θεόν, εδόκησεν Θες δι τς μωρίας το κηρύγματος σσαι τος πιστεύοντας.
πειδ κα ουδαοι σημεον ατοσι, κα λληνες σοφίαν ζητοσιν, μες δ κηρύσσομεν Χριστν σταυρωμένον, ουδαίοις μν σκάνδαλον, λλησι δ μωρίαν, ατος δ τος κλητος, ουδαίοις τε κα λλησι, Χριστν Θεο δύναμιν κα Θεο σοφίαν».

«Τ μωρ το κόσμου ξελέξατο Θες να τος σοφος καταισχύν, κα τ σθεν το κόσμου ξελέξατο Θες να καταισχύν τ σχυρά, κα τ γεν το κόσμου κα τ ξουθενωμένα ξελέξατο Θες κα τ μ ντα (τς οτοπίες κα τς θρησκοληψίες), να τ ντα (τς θετικς πιστμες, τν ρθολογισμό, κα τν μπειρικ γνώση) καταργήσ».

«Σοφίαν δ λαλομεν ν τος τελείοις, σοφίαν δ ο το αἰῶνος τούτου, οδ τν ρχόντων το αἰῶνος τούτου, τν καταργουμένων. λλ λαλομεν σοφίαν το θεο ν μυστηρί, τν ποκεκρυμμένην, ν προώρισεν Θες πρ τν αώνων ες δόξαν μν, ν οδες τν ρχόντων το αἰῶνος τούτου γνωκεν». (Νομίζει κανες πς ατ τ λόγια τ λέγει τ Βυζάντιο).

«Μηδες αυτν ξαπατάτω. Ε τις δοκε σοφς εναι, μωρς γενέσθω, να γένηται σοφός. γρ σοφία το κόσμου τούτου, μωρία παρ τ Θε στιν». «μες μωρο δι Χριστόν, μες δ φρόνιμοι ν Χριστ. μες σθενες, μες δ σχυροί. μες νδοξοι, μες δ τιμοι».

πάνω στ Βυζάντιο τανε γραμμένος λόγος το Παύλου: « καυχώμενος, ν Κυρίω καυχάσθω». λες ο καρδιές, π τν βασιλι ς τν πι φτωχν καντηλανάφτη βαρκάρη, στρατιώτη ξωχάρη, ατ τ λόγια εχανε μέσα. προσευχ τανε ζωή τους.

Κι τυπικ κόμα εσέβεια σ κάποιους ατοκράτορες ρχοντες, δείχνει πς ποταζόντανε στν πνευματικ νόμο τς θρησκείας κι κενοι πο δν τανε σ θέση ν τν νοιώσουνε κα ν εφρανθονε π τ γλυκύτητα «το ζντος δατος το λλομένου ες ζων αώνιον».
κόμα κι κενοι πο δ μπορούσανε ν νικήσουνε τ φυσικ κακία τους, τανε ελαβες, να πργμα παράδοξο.

Νικηφόρος Φωκς κανε κάθε μέρα τν προσευχή του, κα στν πόλεμο φοροσε π μέσα, κάτω π τν θώρακά του να παλιόρασο το θείου του σκητ Γεωργίου το ν τ Μαλε πο εχε γιάσει, γι ν τν φυλάγει.

λέξιος Κομνηνς, ποτε τανε ν πάγει σ καμμι κστρατεία, βαζε τ πολεμικ σχέδιά του κάτω π τν γία Τράπεζα, κι λη τ νύχτα προσευχότανε γονατιστς πάνω στ σκαλοπάτια το ερο, κα τ πρω παιρνε τ σχέδιο πο βγαινε κάτω π τ σκέπασμα τς γίας Τράπεζας, γιατ πίστευε πς το τ δινε ρχάγγελος Μιχαήλ.

ωάννης Τσιμισκς γονάτιζε σν παιδ μπροστ στν γία Τράπεζα τς γίας Σοφίας παρακαλώντας μ δάκρυα ν το δώσει θες ναν γγελο φύλακα πο ν τν φωτίζει κατ τν πόλεμο.

σο σφίγγεται τ Βυζάντιο π τος βαρβάρους, κι σο ψυχ ποφέρνει κα πον, τόσο γυρίζει τ μάτια του κατ τν ορανό.

βασιλις Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις σύνθεσε τν Μέγαν Παρακλητικν Κανόνα στν Παναγία, πο εναι γεμάτος π συντριβή, ταπείνωση κα πίστη.

Λέων Σοφς ποίησε τ ξαίσια ωθιν πο τ ψέλνουνε στν ρθρο κάθε Κυριακ κι γυιός του Κωνσταντνος φιλοτέχνησε τ ξαποστειλαρια.

Κι λλοι πολλο βασιλιάδες ψέλνανε μνογραφούσανε. λλα κι ο μιλίες πο κάνανε στος στρατιτες κα στν λαό, εχανε κι κενες φος θρησκευτικ κι τανε γεμάτες ελάβεια κα πίστη.

πικραμένος λόγος πο βγαλε τελευταος βασιλις το Βυζαντίου, Κωνσταντνος Παλαιολόγος, τανε σν νεκρώσιμο τροπάρι. Τ Βυζάντιο εναι προεικόνιση πάνω στ γ τς βασιλείας τν ορανν, σο τανε δυνατ ν πραγματοποιηθε π τν νθρώπινη τέλεια μέσα στν κόσμο τς φθορς.

Σν μπήκανε ο Σταυροφόροι σ᾿ ατ τν πολιτεία το Χριστο, δν καταλάβανε τίποτα π τν μυστικν πλοτο πο κλεινε μέσα της, μ᾿ λο πο λεγόντανε Χριστιανοί. Ατο θαμπωθήκανε π «τ ξωθεν το ποτηριο κα τς παροψίδος», π τ κτίρια, π τ πλούτη της, π τ λικ πράγματα πο κρύβανε π κάτω τους τ πνευματικ μυστήρια, πως στολ το ρχιερέως συμβολίζει, μ τ χρυσάφι κα τς πολύτιμες πέτρες, τν πνευματικ μεγαλοπρέπεια τς λατρείας.
κενοι ο βάναυσοι τυχοδικτες κυττάζανε μ λαιμαργία τ κριβ στολίσματα τς Πόλης, κα θέλανε ν τ᾿ ρπάξουνε γι ν τ φνε.

Πο ν καταλάβουνε πς κείνη μεγάλη κκλησι τανε κκλησι τς Σοφίας το Θεο. Κανωμένη κατ τν να το Σολομντος, πο τν στόλισε μ ,τι κριβ κα θαυμαστ εχε νθρωπος γι ν τιμήσει τν Θεό. Πο ν καταλάβουνε κείνη τν ρχιτεκτονική, κείνη τν γιογραφία, τ σκεύη, τν ψαλμδία, τν μνδία, πο λα τανε χοι πο βγαίνανε π σάλπιγγες πνευματικές.
Ατο ρπαξανε τ μαλάματα, τ δισκοπότηρα, τ᾿ ρτοφόρια, τ μφια, τ καπάκια π τ Εαγγέλια, κόμα κα τ χρυσ ψηφι π τος τοίχους.

Τ βιβλία, πο εχε μυριάδες, τ κυττάζανε μ πορία, σ τί θ μπορούσανε ν χρειασθονε, κα τ πετούσανε. Τ διο κα τ ξαίσια εκονίσματα, ργα ξετίμητα, τ καίγανε π φανατισμό, λιανίζανε κρέας πάνω τους.
Τέτοιος εχε καταντήσει Χριστιανισμς σ᾿ ατος τος λόφρονες βαρβάρους, πο καταβρωμίζανε τν πηγ π᾿ που τν πήρανε.

Ύστερα π αἰῶνες ο πόγονοί τους μερέψανε, χτίσανε μεγάλες πολιτεες, νοίξανε πανεπιστήμια, κάνανε βιβλιοθκες, μουσεα, καδημίες. Μ μ λα ατά, δν εναι σ θέση ν νοιώσουνε πάλι τί εναι τ Βυζάντιο, χι στν ξωτερική του δψ, λλ στ βαθει οσία του, τν πνευματική.

Γι᾿ ατος εναι κεκλεισμένη Πύλη κατ νατολάς. Γιατ ργάζονται «δι τν βρσιν τν πολλυμένην», πειδή, κατ τν εαγγελιστ ωάννη, « ν κ τς γς, κ τς γς στι κα κ τς γς λαλε». ρευνον ξωτερικ μ «τν νον τς σαρκς ατν», χωρς ν μπορονε ν πνε πι βαθει π᾿ ,τι νοιώθουνε ο σαρκικς ασθήσεις.

Δν χουνε «πνευματικν φθαλμόν, οτε πνευματικν ος» κα «ψηλαφοσι τοχον ν τ σκότει». Οτε κν ποπτεύονται, μέσα στν λαζονεία τους, πς πάρχει τίποτα «τ τιμιώτατον», κάτω π τν ταφόπετρα πο τν ψάχνουνε κα πο τ μελετονε μ τ γκόσμιο σύστημά τους.

Δν χουνε ατ γι ν κούσουνε «τος λαλήτους στεναγμος το Πνεύματος», πο βγαίνουνε π τ νεκρ κα ξερ κόκκαλα πο σκαλίζουνε σν τυμβωρχοι.

νας γιος γράφει: «Ασχρόν στι τος φιλοσάρκους περ τν πνευματικν πραγμάτων ρευνσαι, σπερ κα πόρνην περ σωφροσύνης λαλσαι. Ο χοντες τν πεποίθησιν ατν ν τος σαρκικος, ο τοιοτοι ς ν νυκτομαχί διάγουσι, κα σκότος ψηλαφοσιν, ξωθεν ντες τς χώρας τς ζως κα το φωτός. κείνη γρ χώρα τος γαθος κα ταπεινόφροσι, κα τος καθαρίσασι τς αυτν καρδίας κεκλήρωται».

Τ Βυζάντιο εναι πως « ερουσαλμ κα βασιλεία το θεο, ντς μν κεκρυμμένη. Ατ χώρα νεφέλη στ τς δόξης το θεο, ες ν μόνον ο καθαρο τ καρδί εσελεύσονται το θεάσασθαι τ πρόσωπον το Δεσπότου κα καταυγασθναι τος νόας ατν δι τς κτνος κα λαμπηδόνος το φωτς Ατο».


Από το βιβλίο του Κόντογλου, ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΘΑΝΑΤΕΣ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΖΩΗΣ, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ



GT - [2φΑ]










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου