Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Occupation







Occupation  [παραγωγή BBC – 2009 - Nick Murphy - James Nesbitt]


Πολλές φορές αναρωτιόμαστε, ανάμεσα στις αντιφάσεις που συναντούμε κάθε μέρα στο δρόμο μας, γιατί κάποια γεγονότα που δεν μας αφορούν άμεσα, μας ελκύουν ή μας απωθούν με τόση ένταση. Και πάντα ανακαλύπτουμε σ’ αυτές τις «ξένες» ιστορίες, στοιχεία του εαυτού μας, που μας υπενθυμίζουν το πόσο ίδιοι είμαστε όλοι οι άνθρωποι, στις επιδιώξεις και στις αντιδράσεις μας.

Όλοι συνηθίζουμε σε κάθε ευκαιρία, να ξαναζούμε νοερά κάποιες σημαντικές στιγμές της ζωής μας και συχνά επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε εκ των υστέρων αυτή τη συμπεριφορά μας, όσο τούτο είναι δυνατό.

Τι είδους κύκλους της ζωής του άραγε, τι συναισθηματικές εκκρεμότητες, προσπαθεί να κλείσει ο καθένας μας, ξαναγυρίζοντας εκεί απ’ όπου άλλοτε αγωνίστηκε, απεγνωσμένα ίσως, να απομακρυνθεί;

Πως να κατανοήσει κανείς την ανάγκη τριών Ιρλανδών στρατιωτών, να επιστρέψουν με τη θέληση τους στη φρίκη του πολέμου στο Ιράκ, -ενός πολέμου, αδιάφορου ιδεολογικά γι’ αυτούς- και απ’ όπου μόλις προ ολίγου είχαν ξεφύγει;
Γιατί κι εμείς επιθυμούμε να ψηλαφίσουμε ξανά τη μάσκα ενός πολέμου, που καταδικάζει η συνείδηση μας;

Παρά τα εύλογα ερωτήματα και τους ενδοιασμούς που προβάλλει η λογική, το Occupation μας εντάσσει αβίαστα στην πλοκή του.
Σαν τους ήρωες της ταινίας, επιστρέφουμε ξανά στον παραλογισμό του πολέμου, να αναζητήσουμε κι εμείς εκεί, ακολουθώντας τα χνάρια της ζωής τους, κομμάτια του εαυτού μας,.




Οι τρεις Ιρλανδοί που θα γυρίσουν και πάλι στο Ιράκ, είναι τρεις συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι, που ζουν τους ίδιους με μας προβληματισμούς.

Ο Μάικ Σουΐφτ, έχει σύζυγο και παιδιά, αλλά οι σχέσεις τους έχουν περιοριστεί στους τύπους της συνήθειας, χωρίς ουσιαστική ψυχική επαφή. Το τι έφταιξε, έχει περάσει πια σε δεύτερη μοίρα. Στο Ιράκ θα επιδιώξει να προσεγγίσει τη συγκίνηση μιας νέας αγάπης.

Ο Nτάννυ Πήτερσον, αισθάνεται να μην ανήκει πουθενά, να μην έχει κάποιο στόχο, μια συγκεκριμένη πορεία στη ζωή του. Χωρίς πυξίδα, χωρίς οράματα, δεν έχει να χάσει τίποτα. Επιστρέφει εκεί που η μεταπολεμική περίοδος ανακατατάξεων ευνοεί τον τυχοδιωκτισμό. 

Ο Λη Χίμπς, ο νεώτερος από τους τρεις, συνάντησε στο Ιράκ για πρώτη φορά, την ειλικρινή φιλία στο πρόσωπο ενός Ιρακινού συναδέλφου του, που δεν υπάρχει πια.
Οφείλει να αποδείξει στον εαυτό του, πως έχει το θάρρος να σταθεί αντάξιος μιας τέτοιας φιλίας και να τιμήσει τη μνήμη του φίλου του, όπως εκείνος το θεωρεί σωστό.

Ανεξάρτητα ο καθένας από τους άλλους δυο, αποφασίζουν και οι τρεις να ξαναδούν τα μέρη, που ρημαγμένα από τον θάνατο και την καταστροφή, φιλοξενούν τους φόβους τους, τις αγωνίες και τον αποτροπιασμό τους. Που παράλληλα όμως, φιλοξενούν και συγκινήσεις που στην πατρίδα τους δεν μπόρεσαν να βιώσουν.   

Είναι τόσο δραματική η μοναξιά που κρύβεται πίσω από τα προβλήματα και των τριών, που ο κίνδυνος από τις ένοπλες ομάδες Ιρακινών που μάχονται με τις δυνάμεις κατοχής καθημερινά στη Μπάσρα, δεν τους τρομάζει. Επιστρέφουν εκεί με λαχτάρα, να ξαναβρούν τη ζεστασιά της φιλίας, της συντροφικότητας και της αγάπης.

Σε καταστάσεις έκρυθμες, μπροστά στον κίνδυνο, οι άνθρωποι έρχονται αυθόρμητα πιο κοντά, ο φόβος και η αβεβαιότητα παραμερίζουν τον εγωισμό τους, η αίσθηση αυτάρκειας δεν επαρκεί για να επικαλύψει τη σκληρότητα και τη βία και οι δισταγμοί υποχωρούν, απελευθερώνοντας την ειλικρίνεια που καταπιέζουν οι κοινωνικές συμβάσεις.  

Είναι ένα από τα ελάχιστα δώρα του πολέμου, αυτό το πλησίασμα προσώπων γνωστών και αγνώστων σε κρίσιμες στιγμές, όπως ακόμα και η δυνατότητα την ώρα της κρίσης, να γίνεται κανείς παρατηρητής του εαυτού του στις χωρίς πολλή σκέψη αντιδράσεις του.

Οι θετικές ή άστοχες ενέργειες, οι χωρίς λογική αυθόρμητες αποφάσεις, μας δίνουν μοναδική ευκαιρία να γνωρίσουμε βαθύτερα τον αληθινό εαυτό μας.

Όμως το πιο πλούσιο δώρο, είναι σίγουρα οι στιγμές εκείνες του απόλυτου κινδύνου, όταν ο θάνατος είναι διάχυτα παρών, όταν το ύστερα, το μετά, το έπειτα, είναι λέξεις χωρίς νόημα, χωρίς αντίκρισμα. Οι μικροί αυτοί προθάλαμοι του θανάτου, με ή χωρίς ελπίδα επιβίωσης και όταν τελικά ο άμεσος κίνδυνος ξεπερνιέται, γεμίζουν την ψυχή με αναστάσιμη χαρά, χαρά δωρεάς και προσδοκίας μιας νέας ζωής.

Αργότερα, μπορεί να γίνει η αξιολόγηση και η αξιοποίηση των δώρων αυτών, κάτι που το οφείλουν όλοι στον εαυτό τους. Όποιος το αντιλαμβάνεται αυτό έγκαιρα, βγαίνει καλύτερος μέσα από τέτοιου είδους δοκιμασίες.




Η ταινία παρασύρει τον θεατή στη δίνη του πολέμου και των συνεπειών του, δίνοντας την αίσθηση πως ο χρόνος των εξελίξεων δεν μετριέται πια με ώρες και μέρες, αλλά μόνο με στιγμές. Η ζωή συμπυκνώνει την ουσία της σε μια ψυχρή ροή σκηνών καταστροφής, τραυματισμών, θρησκόληπτου φανατισμού, εκμετάλλευσης των καταστάσεων και σε μεταλλικούς φονικούς κρότους πυροβόλων.

Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα επιτείνουν την τραχύτητα και τη ρευστότητα των γεγονότων, με μια ένταση που οδηγεί στα όρια της αποδιοργάνωσης.

Τα οικονομικά συμφέροντα, που λειτουργούν απρόσωπα σε κοινωνίες όλο και περισσότερο απομακρυσμένες από τον Θεό, ανατροφοδοτούν το ψέμα, την εξαπάτηση, το χάος. Το σκηνικό είναι πάντα το ίδιο, μόνο οι πρωταγωνιστές εναλλάσσονται.
Ο άνθρωπος σαν μονάδα, χάνει το πρόσωπο του. 

Όλοι οι ήρωες της ταινίας, αποκομίζουν κάποια στιγμή την προσωρινή αίσθηση ότι απόκτησαν αυτό που ζητούσαν, ότι άγγιξαν την ευτυχία.
Ο Μάικ σχεδίαζε να πάρει μαζί του την Αλίγια στην Αγγλία, ο Ντάννυ ήταν πια πλούσιος και επιτυχημένος, ο Λη είχε εκπληρώσει το καθήκον του απέναντι στην οικογένεια του φίλου του.

Αλλά, μάταια! Η ευτυχία είναι κι’ αυτή στιγμιαία.
Η διάρκεια, δεν χαρακτηρίζει τις πρόσκαιρες από τη φύση τους καταστάσεις.
Η πνευματικότητα είναι που ανοίγει τα μάτια της ψυχής, για να αντιληφθούμε πως ό, τι πραγματικά θέλουμε, δεν υπάρχει λόγος να το αναζητούμε αλλού, το έχουμε πάντοτε δίπλα μας. Σε μας εναπόκειται να το επενδύσουμε με την αγάπη μας.


«Γκιλγκαμές (αναφέρει το ομώνυμο πανάρχαιο έπος της Μεσοποταμίας, για τον ημίθεο που ζητούσε την αθανασία της δόξας), αυτό που ψάχνεις δεν θα το βρεις ποτέ. Γιατί όταν δημιούργησαν οι θεοί τον άνθρωπο, όρισαν τον θάνατο σαν ριζικό του.

Η αιώνια ζωή στη γη, σημαίνει κόλαση. Ζήσε την κάθε μέρα σου ευτυχισμένος.
Αγάπησε το παιδί που κρατά το χέρι σου. Άφησε τη γυναίκα σου να χαρεί την αγκαλιά σου. Αυτές είναι οι έγνοιες, που πρέπει να έχουν όλοι οι άνθρωποι!»



Ο χρόνος που έφτασε να μετριέται με στιγμές, με ανάσες, κάποιες φορές παγώνει.
Ο θάνατος, πάντα δίπλα μας, πάντα κοντά μας, χτυπά προς τη μεριά του Μάικ.
Ο ίδιος σώος, αλλά μοιραία τραγικός πατέρας, σύζυγος χωρίς γυναίκα, φίλος γεμάτος οργή, θα συγκρουσθεί στην Ιρλανδία πια, με τον Ντάννυ, στην τελευταία και δυνατότερη σκηνή του έργου.

Όλη η φόρτιση, οι απώλειες, οι ματαιώσεις, οι ενοχές, θα εκτονωθούν σε ένα αγώνα πόνου και αλληλοκατηγοριών, σε μια προσπάθεια επιμερισμού ευθυνών, γεμάτη πίκρα.

Δεν είναι εχθροί. Ίσως μάλιστα να είναι η κάποια οικειότητα, που τους επιτρέπει τις βαριές εκφράσεις. Όμως οι ψυχολογικές επιπτώσεις της βίας που έζησαν, λειτουργούν για τον καθένα τους ανεξέλεγκτα.  Ο Λη που συμπάσχει με τους άλλους δύο, συμπληρώνει την τριλογία ενός πολέμου που μεταφέρθηκε μέσα στις ψυχές τους στην πατρίδα.

Μαζί πενθούν για τους νεκρούς που άφησαν, για τους εαυτούς τους που επέστρεψαν, για όσα έζησαν.
Εξουθενωμένοι τελικά, άδειοι, μένουν σιωπηλοί, να συνειδητοποιούν τη μοναξιά τους.
Την τόσο όμοια, κοινή μοναξιά τους.

Στην ατμόσφαιρα ωστόσο, πλανάται η ελπίδα.
Ίσως η ευαισθησία της στιγμής τους επιτρέψει να νοιώσουν μεταξύ τους λίγη κατανόηση, περισσότερη συμπάθεια, ουσιαστική φιλία.

Ο Θεός που για όλους φροντίζει, χαράζει για τον καθένα το κατάλληλο μονοπάτι.
Στραγγίζοντας διακριτικά τον θυμό του, τον ωθεί στον δρόμο της κοινωνίας και της αγάπης.
Άλλωστε, είμαστε όλοι τόσο ίδιοι…


Μ. Ψ.




επεξ. [2φΑ]












Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου