Από το άρθρο «Πίστη και Αγάπη – Το θεμέλιο και η τελειότητα της Χριστιανικής ζωής, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο»
Του
Καθηγητή Δογματικής Θεολογίας του Α. Π. Θ. Δημητρίου Τσελεγγίδη
Η
αγιοπνευματική ζωή χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από τη ζώσα παρουσία της πίστεως σε
συνδυασμό με τη φανέρωση της πολύτροπης αγάπης. Η ορθή πίστη αποτελεί το
θεμέλιο της γνήσιας αγάπης, και η αληθινή αγάπη συνιστά απόδειξη ορθής πίστεως.
Αν
όμως η ορθή πίστη αποτελεί το θεμέλιο της γνήσιας αγάπης, η αγάπη προς τον Θεό
αποτελεί το θεμέλιο όλων των εντολών και την κεφαλή όλων των αρετών. Από την
αγάπη προς τον Θεό προκύπτει και η αγάπη προς τον πλησίον.
Ο
Απόστολος Παύλος, κατά τον χρυσορρήμονα και άριστο ερμηνευτή του, θέλοντας να
παρουσιάσει την ανώτερη όλων των οδών προς τον Θεό, δεν πρόβαλε ως
χαρακτηριστικό αυτής της οδού κανένα θαύμα, αλλά μόνο την αγάπη, τη ρίζα όλων
των αγαθών. Το κατεξοχήν ζητούμενο από τον Θεό είναι η βίωση αυτής της αγάπης
και όχι τα θαύματα, από τα οποία δεν κερδίζουμε τίποτε, όταν αυτή απουσιάζει.
Είναι
άκρως σημαντικό το γεγονός, ότι από τη βασιλεία του Θεού εκπίπτουν όχι μόνον
εκείνοι, οι οποίοι αμελούν για την ανάλογη προς την ορθή πίστη τους ζωή, αλλά
και εκείνοι οι οποίοι, ενώ κάνουν πολλά θαύματα με την πίστη τους, δεν έχουν τα
έργα της αγάπης. Η αληθινή αγάπη οδηγεί αυτόματα στην αρετή.
Αυτό
δεν σημαίνει, ότι η αγάπη οδηγεί σε αξιόμισθα ή σε υπέρτατα έργα, όπως
εσφαλμένως υποστηρίζουν οι Ρωμαιοκαθολικοί.
Ο
πιστός δηλαδή, κατά την Ορθόδοξη θεώρηση, δεν μπορεί να κάνει έργα, που να αξιώνουν
ως αμοιβή τη σωτηρία του, ούτε πολύ περισσότερο να κάνει τέτοια έργα, που να
υπερβαίνουν τις υποχρεώσεις για τη δική του σωτηρία, οπότε στην περίπτωση αυτή να
μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα έργα αυτά για τη σωτηρία και άλλων πιστών, με ελλιπείς
επιδόσεις σωτηριολογικού χαρακτήρα.
Απεναντίας
μάλιστα, ο ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει τη βιβλική σημασία των έργων της
αγάπης. Η αγάπη, κατά τον άγιο των Γραμμάτων, αποτελεί ανεξόφλητο χρέος. «Τούτο
το όφλημα τέλος ουκ επίσταται», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Η
βιωματική αίσθηση του παραπάνω χαρακτήρα της αγάπης, ως ανεξόφλητου χρέους προς
τον Θεό και τον πλησίον, αποτελεί τον πρόσθετο λόγο που αυτή η αγάπη, όχι μόνο
δεν οδηγεί στην έπαρση, αλλά κυριολεκτικά διαλύει κάθε υπερήφανο λογισμό.
Μόνο
με τη βίωση της αγάπης μπορούν να χαρακτηριστούν οι άνθρωποι ως μαθητές του
Χριστού, σύμφωνα με τη ρητή διαβεβαίωσή του: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι
εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». Το γεγονός, ότι αγαπούμε τον
Θεό, αποτελεί απόδειξη ότι είμαστε χαρισματικώς τέκνα του Θεού.
Μόνον
η αγάπη αναδεικνύει τους ανθρώπους ως αγίους, επειδή αυτή συνοψίζει όλη την
αρετή. Είναι περιεκτική όλων των αρετών. Άλλωστε, με αυτή σωζόμαστε όλοι, με
αυτή θα είμαστε όμοιοι με τον Θεό στη βασιλεία του και αυτή είναι εκείνη, που
μας δίνει τη δυνατότητα στην παρούσα ζωή να γευθούμε τη μέλλουσα αιώνια ζωή.
Η
γνήσια αγάπη συνδέεται με την καθαρότητα του βίου και χαρακτηρίζεται από τον
μεγάλο Παιδαγωγό της εν Χριστώ ζωής, ως «μείζων πασών των αρετών», ως αρχή και
τέλος κάθε αρετής. Αποτελεί την κεφαλή, τη ρίζα, την πηγή και τη μητέρα όλων
των αρετών. Αυτή τα συνδέει όλα και όλους μας.
Η
αγάπη είναι ανώτερη από τη γνώση των μυστηρίων του Θεού, αλλά και από αυτό το
μαρτύριο. Είναι ανώτερη απ' όλα τα θαύματα, χαρακτηριζόμενη ως «σημείον σημείων
απάντων μείζον». Και ενώ το χάρισμα αυτό της αγάπης, μπορούμε αν θέλουμε, να το
έχουμε όλοι οι πιστοί, όταν το στερούμαστε, δεν μπορεί να μας ωφελήσει ούτε και
αυτό το μαρτύριο.
Η
αγάπη καθεαυτήν, αλλά και ο βαθμός της αγάπης, συνδέονται στενά με την
προαίρεσή μας. Ως προς τη φύση της η αγάπη δεν έχει κορεσμό, αλλά απεναντίας
διαρκώς αυξάνει.
Αυτό
βέβαια στο πλαίσιο της Εκκλησίας είναι ευνόητο, γιατί η αγάπη ως καρπός του
Αγίου Πνεύματος είναι άκτιστη ενέργεια του Θεού. Έτσι, εύλογα η πρόοδος σ' αυτήν
είναι χωρίς τέλος. Η αγάπη, ως άκτιστο αγαθό, δεν εμποδίζεται να βιωθεί σ'
οποιεσδήποτε συνθήκες, όσο και αν συμβαίνει να είναι το πλήθος των εμποδίων
της.
Ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παραμένοντας αυστηρά συνεπής στο πνεύμα της Αγίας
Γραφής, απορρίπτει την ιδιοτελή λεγόμενη αγάπη και αποδέχεται μόνο την
ανιδιοτελή, ως πραγματική και γνήσια αγάπη. Η αγάπη προς τους εχθρούς, κατά τον
χρυσορρήμονα ιεράρχη, έχει το χαρακτήρα της ανιδιοτέλειας.
Αποτελεί
μονόδρομο, που πρέπει να τον οδεύσουμε οπωσδήποτε, αν θέλουμε να φθάσουμε στη
σωτηρία μας. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική οδός. Κατά τον υμνούμενο από την
Εκκλησία καθηγητή της χαρισματικής θεολογίας, «ουδέ ετέρως ημάς σωθήναι
δυνατόν, μη ταύτην ελθόντας την οδόν».
Με
την αγάπη προς τους εχθρούς μιμούμαστε «κατά δύναμιν ανθρωπίνην τον Θεόν»
και
γινόμαστε μιμητές του Χριστού. Αυτή η αγάπη ελκύει ιδιαίτερα την ευσπλαχνία του
Θεού απέναντί μας. Κατά την χαρακτηριστική έκφραση του αγίου μας, «ουδέν ούτω
τον Θεόν ίλεων ποιεί, ως το αγαπάν τους εχθρούς».
Χωρίς
την αγάπη δεν είναι δυνατόν να παραμένει ενεργό εντός μας το Άγιο Πνεύμα. Και
χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να πραγματοποιήσουμε γνησίως καλά έργα, ως έργα
αγάπης.
Αν
αναζητήσουμε την εσώτερη σχέση της πίστεως με την αγάπη, ο άγιος της κατά
Χριστόν παιδείας θα μας πληροφορήσει ξεκάθαρα για την προτεραιότητα της ορθής
πίστεως έναντι της γνησίας αγάπης.
«Από
πίστεως ειλικρινούς η αγάπη τίκτεται», θα μας πει επιγραμματικά. Άλλωστε, είναι
τόσο μεγάλη η σημασία της πίστεως για την αγάπη, ώστε να μην προκύπτει όφελος
από την αγάπη, όταν λείπει η πίστη. Και μάλλον, να μην είναι δυνατόν να
προκύψει με άλλον τρόπο αγάπη, εκτός της πίστεως.
Και
ενώ ως προς την πίστη, είμαστε όλοι οι πιστοί ίσοι μεταξύ μας, επειδή μία είναι
η πίστη μας, τα καλά έργα ως έργα αγάπης μας διαφοροποιούν, γιατί άλλοι είναι
περισσότερο φιλόπονοι και άλλοι είναι ραθυμότεροι. Έτσι, άλλοι ζουν ορθότερα
και κατορθώνουν σημαντικότερα έργα και άλλοι μικρότερης σημασίας.
Τι
εννοούμε όμως ακριβώς, όταν μιλάμε για καλά έργα αγάπης;
Ποιος
είναι ο παράγοντας εκείνος, ο οποίος συγκεκριμενοποιεί και προσδιορίζει το
χαρακτήρα των έργων ως καλών;
Κατά
τον ιδιαιτέρως τιμώμενο ιεράρχη μας, τα καλά έργα είναι εκείνα, που
εμπεριέχονται στις εντολές του Θεού.
Έτσι,
ο χαρακτήρας των καλών έργων δεν προσδιορίζεται από τη γνώμη των ανθρώπων, αλλά
από το θέλημα του Θεού, από το οποίο όταν αποκλίνουν, είναι φαυλότατα, έστω και
αν κατά τη γνώμη των ανθρώπων θεωρούνται ως άριστα.
Αν
όμως τα έργα, που υπαγορεύονται από το θέλημα του Θεού, μας φαίνονται επαχθή,
τούτο οφείλεται αποκλειστικώς στη φιλαυτία μας.
Γι'
αυτό, όταν υπάρχει πνευματική εγρήγορση, η στενή και τεθλιμμένη οδός για την
αρετή δεν είναι δύσκολη, και τίποτε από τα διαταχθέντα εκ μέρους του Χριστού
για τους πιστούς δεν είναι αδύνατο να εκπληρωθεί. Μάλιστα, ανάλογα με την
προθυμία που επιδεικνύουμε, μας παρέχεται και η ενίσχυση του Θεού για την
πραγματοποίησή τους.
Καταρχήν
τα καλά έργα, ανθρωπολογικώς νοούμενα ως έργα αρετής, συνδέονται οργανικά με
την κατ' εικόνα Θεού δημιουργία του ανθρώπου. Είναι μέσα στις προδιαγραφές της
φυσιολογίας του. Γι' αυτό «κατά φύσιν ημίν εστιν η αρετή και παρά φύσιν η
πονηρία», κατά τον άγιό μας.
Ενώ
όμως η γνώση της αρετής είναι έμφυτη στον άνθρωπο, σύμφωνα και με τη ρήση του
Χριστού: «όσα αν θέλητε, ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε
αυτοίς», η εφαρμογή της αρετής εξαρτάται άμεσα από την ελεύθερη προαίρεση του
ανθρώπου.
Τέλος,
στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μετά την εκλάμπρυνση του κατ' εικόνα στο Βάπτισμα
και τον εμπλουτισμό του με τη θεία Χάρη στο Χρίσμα, η αρετή προσλαμβάνει κατά
τον ιερό Χρυσόστομο και εξέχουσα πνευματική βαρύτητα, αφού ορίζεται απ' αυτόν
ως «η των αληθών δογμάτων ακρίβεια και η κατά βίον ορθότης».
Κατά
συνέπεια, τα καλά έργα των πιστών, ως έργα αρετής και αγάπης προσλαμβάνουν έναν
ιδιάζοντα χαρακτήρα, αφού προσδιορίζονται ποιοτικώς από το βαθμό της
γνησιότητας και της ακρίβειας της πίστεώς τους, αλλά κατεξοχήν και επιπροσθέτως
νοηματοδοτούνται από το αληθινό βίωμα της ανιδιοτελούς και άκτιστης αγάπης του
Τριαδικού Θεού εντός τους.
Η
άκτιστη αγάπη, ως θεία και Τριαδική ενέργεια, είναι αυτή που εμπλουτίζει και
διαποτίζει πλέον πνευματικώς και χαρισματικώς τα καλά έργα αγάπης των πιστών,
όταν βέβαια προηγουμένως ενεργοποιηθεί η εντός τους άκτιστη θεία ενέργεια του
Χρίσματος.
Αυτή
η άκτιστη αγάπη του Θεού είναι εκείνη, που κατά τη γνώμη μας, κάνει τη διαφορά
γένους να υφίσταται ανάμεσα στα καλά έργα αγάπης των πιστών και στα κατά φύση
καλά έργα των εκτός της Εκκλησίας ανθρώπων.
Η
διαφορά αυτή είναι τόση, όση η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου, δηλαδή όση
η διαφορά του Θεού από τα δημιουργήματά του. Με άλλα λόγια η διαφορά είναι
απροσμέτρητη.
Κατά
συνέπεια, θα μπορούσαμε βάσιμα να υποστηρίξουμε, ότι τα καλά έργα των πιστών,
ως έργα ανιδιοτελούς αγάπης, είναι έργα θεανθρώπινα. Είναι έργα που
πραγματοποιεί ο Θεός δι' ημών.
Γι'
αυτό και είναι τα μόνα καλά έργα, με τα οποία μπορεί να δοξάζεται ο Θεός
Πατέρας, ως αυτοδόξαστος.
Το
σύνολο του κειμένου και σχετικές παραπομπές, στο:
[2φΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου