Η
σοφία του Γιάννη Τσαρούχη και η Ορθοδοξία
Από κείμενο του
π. Βασιλείου Γοντικάκη, προηγουμένου της Ιεράς Μονής Ιβήρων
Τον
Τσαρούχη τον γνώρισα γέρο στο Άγιο Όρος, όταν ερχόταν και παρακολουθούσε την
Μεγάλη Εβδομάδα. Ήταν άνθρωπος ώριμος, με βαθιά σοφία και ανθρωπιά, που για να
τη φθάσεις, πρέπει να έχεις πονέσει πολύ, και να είσαι ευγνώμων γι’ αυτό.
Είχε
μέσα του σαφήνεια και τόλμη, που έμοιαζε με τη σαφήνεια και την τόλμη του Αγίου
Όρους.
Έτσι δεν μπορείς, ούτε έχει νόημα, μιλώντας για τον Τσαρούχη
να απαριθμήσεις τα προσόντα και τις ικανότητές του. Αυτό που του χαρίσθηκε είναι
η σύνθεση και η υπέρβαση όλων, και η άφιξη του δια της αληθούς μετανοίας στο μακάριο
τέλος, που καταυγάζει τον άνθρωπο με ιλαρό φως αγίας δόξης.
Ο
Τσαρούχης δεν ήταν ένας απλός καλλιτέχνης ή στοχαστής. Τέτοιους έχουμε πολλούς.
Ήταν πνευματικός άνθρωπος, με την αληθινή σημασία του όρου. Και σε μια απλή του
φράση περιέκλεισε και απεκάλυψε όλο το πνευματικό του μεγαλείο και τη δύναμη.
Όταν
τον ρώτησα αν ευτύχησε στη ζωή του, είπε: «Τώρα, με τα γεράματα και την αρρώστια, νοιώθω ευτυχισμένος, γιατί βρήκα αυτό που ζητούσα. Όταν ήμουν νέος,
ήμουν δυστυχής, γιατί έψαχνα όλα αυτά και δεν τα εύρισκα».
Αυτό
είναι το επαναστατικό και γαλήνιο του Τσαρούχη, που πήρε από την Ορθόδοξη
Εκκλησία.
Για
να απαντήσει έτσι, σημαίνει ότι είχε δύναμη που ανατρέπει την καθεστηκυία τάξη
της φθοράς και φέρνει τα πάνω κάτω.
Συνήθως
λέγεται ότι «το παν είναι η υγεία». Επίσης, ότι «το γήρας ουκ έρχεται μόνον»,
αλλά συνοδεύεται με πολλά δεινά, που οδηγούν στον θάνατο.
Αυτό
ουσιαστικά είναι υποδούλωση στη μοίρα και ηττοπάθεια.
Αλλά
ούτε για την Εκκλησία, ούτε για τον Τσαρούχη είναι έτσι τα πράγματα. Η υγεία
είναι σημαντικό αγαθό, αλλά δεν είναι το παν. Και το γήρας ουκ έρχεται μόνον,
αλλά φέρνει μαζί του –γι’ αυτούς που ζητούν τα τίμια- την ευτυχία, που δεν
περιγράφεται.
Η δύση
του ηλίου λέγεται –νομίζω μόνον στα Ελληνικά- και βιούται ως βασίλεμα. Ό ήλιος βασιλεύει όχι όταν μεσουρανεί, αλλά
όταν δύει και σβήνει. Και ο αληθινός άνθρωπος βρίσκει τη δύση και το τέλος ως βασίλεμα, ανατολή νέου
φωτός και ακτίστου φέγγους.
Όταν
πατήσεις στο ύψωμα της βεβαιότητας που κάνει τα γεράματα αφορμή ευτυχίας, τότε
ηρεμείς· στέκεσαι και προχωρείς. Σου αποκαλύπτονται, δια της στάσεως και θέας,
διαρκώς νέα βάθη του παρελθόντος και του μέλλοντος. Μιλάς ελεύθερα για όλα,
γιατί τα βλέπεις δίπλα σου.
Έχεις
απαντήσεις για τα δύσκολα. Βρίσκεις τη συνάφεια των αντιθέσεων. Είσαι ήρεμος
μέσα στην ταραχή και τρέφεσαι από τα αναλλοίωτα δια των προσκαίρων. Δεν θίγεις,
και δεν θίγεσαι. Δεν ζητάς παινάδια ή θέσεις. Ασχολείσαι με άλλα θέματα.
Και
ο Τσαρούχης δεν προσανατολιζόταν σε πράγματα που παρέρχονται. Δεν στηριζόταν σε
βάσεις που γλιστρούν και φεύγουν. Είχε πονέσει. Και ο πόνος επιβάλλει απλότητα.
Απαγορεύει τη φλυαρία.
Τα
σχόλιά του για τα διάφορα πρόσωπα και πράγματα έχουν μια εσωτερική συνοχή. Δεν
σχολίαζε πράγματα πρόσκαιρα και φρόκαλα που τα παίρνει ο άνεμος. Ή καλύτερα, τα
σχόλιά του για οποιαδήποτε πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα, δεν ήσαν απ’ εκείνα
που τα παίρνει ο άνεμος.
Σε
συζήτηση για τη φύση της Ορθοδοξίας, είχε πει: «Η Ορθοδοξία είναι σαν ένας
λεκές, που δεν τον βγάζει κανένα απορρυπαντικό».
Χρησιμοποιούσε
τολμηρές εκφράσεις, για να πει εκείνο που ήθελε, επειδή ήταν ζωγράφος και είχε
ξεκάθαρα τα πράγματα μέσα του.
Γνώρισα
γυναίκες που αυτοκτόνησαν, όταν είδαν ρυτίδες στο πρόσωπο τους. Συνάντησα "πνευματικούς" ανθρώπους που ήταν καταπικραμένοι, γιατί δεν διορίσθηκαν σε
περίοπτη θέση.
Και
είδα γέρους απλούς, φτωχούς καλόγερους, που όσο πέρναγε ο καιρός, από μέσα τους
έλαμπε ως φως ανέσπερο, η πνευματική αγαλλίαση που τους πλημμύριζε.
Στον
Τσαρούχη συνέβη το ίδιο· όσο γερνούσε, ηύξανε η έσωθεν σοφία και το φως.
Σοβαρός και αγέλαστος, αλλά ταυτόχρονα σίγουρος και ευτυχισμένος, έκρυβε μέσα
του θεία παράκληση, που του ρύθμιζε τη ζωή.
Δεν
απαιτούσε αναγνωρίσεις και καλή συμπεριφορά, γιατί είχε τη σπίθα της αιωνίου
ζωής, που τον ανεδείκνυε όντως καλλιτέχνη και άνθρωπο.
Ενώ
σε έργα της νεότητας του βρίσκεις κάτι από τη δυστυχία που αναφέρει, τα έργα
και οι λόγοι των γηρατειών του φανερώνουν την πένθιμη και μελαγχολική ευτυχία
–πλήρωμα χαράς- η οποία βάρυνε την ψυχή του και τον κατέστησε πτωχό, «πολλούς
δε πλουτίζοντα».
Κάποιος,
σχολιάζοντας αρνητικά το βιβλίο "Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος", έλεγε: «Μα,
αυτός δεν λείπει από καμιά κοσμική συγκέντρωση, πώς είναι στρουθίον μονάζον;»
Δεν
είχε καταλάβει ότι ο Τσαρούχης ήταν με όλους, χωρίς να φεύγει από την ησυχία
της μοναξιάς του. Ήταν με όλους και ταυτόχρονα βρισκόταν αλλού, γιατί πάντοτε
έβλεπε πιο μακριά από τα παρερχόμενα, που βλέπουν οι πολλοί. Μέσα από τη σύγχυση
και την οχλαγωγία μπορούσε να παίρνει στοιχεία ησυχίας και βεβαιότητας.
Κάποτε,
καθώς έβγαινε από το Άγιο Όρος με το καράβι της συγκοινωνίας, τον είχαν
περικυκλώσει πολλοί φοιτητές και τον είχαν κυριολεκτικά πνίξει με ερωτήσεις,
συζητήσεις και φασαρία.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες του καραβιού είπα: «Συγγνώμη, σας κουράσαμε με ατέλειωτη φασαρία» (πολλοί από τους συζητητές της παρέας ήσαν προσκυνητές της Μονής μας).
Εκείνος είπε: «Όχι. Ήταν καλά, γιατί πάντοτε κρατώ τη ζωγραφική απόσταση».
Κατεβαίνοντας τις σκάλες του καραβιού είπα: «Συγγνώμη, σας κουράσαμε με ατέλειωτη φασαρία» (πολλοί από τους συζητητές της παρέας ήσαν προσκυνητές της Μονής μας).
Εκείνος είπε: «Όχι. Ήταν καλά, γιατί πάντοτε κρατώ τη ζωγραφική απόσταση».
Η
ζωγραφική απόσταση δια της ωριμότητας, τον προστάτευε από τις επιπολαιότητες.
Και ο πόνος που πέρασε, τον έκανε ικανό να τρέφεται από πράγματα που συγχύζουν
και εκνευρίζουν τον ανώριμο.
Ήταν
γέρος με πνεύμα άγρυπνο. Ήταν ήσυχος, και τάραζε τα νερά της νωχέλειας.
Η
ησυχία του τρεφόταν από τη συναναστροφή. Και η μοναξιά του ήταν αφορμή
αναπαύσεως για όλους.
Στις
συνηθισμένες ερωτήσεις απαντούσε απρόσμενα, χωρίς προσπάθεια, γιατί είχε
ξεπεράσει την αντίθεση του παραδοσιακού και του μοντέρνου με το να έχει καταποντισθεί
στο αληθινό.
Ήταν
μεγάλος· γι’ αυτό ανέπαυε τους μικρούς. Ήταν όντως πετυχημένος· γι’ αυτό τόνιζε
τις αποτυχίες και τα βάσανα της ζωής του.
Δεν
γελούσε και σου έδινε χαρά.
Ήταν ένα χούφταλο τρεμάμενο, και σου έδειχνε το ατρεμούλιαστο φως της ευτυχίας, που αναδύεται από τα γεράματα και τον πόνο.
Ήταν ένα χούφταλο τρεμάμενο, και σου έδειχνε το ατρεμούλιαστο φως της ευτυχίας, που αναδύεται από τα γεράματα και τον πόνο.
Πολλοί
ήθελαν να βρίσκονται μαζί του, γιατί δεν πλήγωνε κανένα, μόνο φώτιζε.
Στα
τελευταία του, έβαζε κάθε πρωί να του διαβάζουν τη νεκρώσιμη ακολουθία, για να έχει
χαρούμενη μέρα.
Έφυγε
γαλήνιος, αφήνοντας για πάντα παρηγοριά στους πολλούς.
"Ωσεί μύρα", Συλλογικός τόμος, Αθήνα 1998.
"Λειτουργικός
τρόπος", της Ιερά Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους.
fb – Θέματα Ορθοδόξου
Θεολογίας – [2fA]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου