Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

"Πάντα καθαρά τοις καθαροίς"





Ο Άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός, πρώτος επίσκοπος Τριμυθούντος
Το καύχημα των ορθοδόξων
-  από το αφιέρωμα στον Άγιο, στην «Πηγή Ζωής»


3. Μια μέρα, ένας πτωχός με πολυμελή οικογένεια, κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. 
Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ’ ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; 

Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από την τόση θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. 
Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. 
Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ’ αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι.

"Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη",
είπε σιγανά. 
"Ναι, Κύριε. Ας γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου",
ξανάπε και σήκωσε το χέρι. 
Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. 

Στο χέρι του το ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.
– "Πάρτο παιδί μου, είπε ο άγιος με καλοσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου".
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το ‘δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. 
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. 
Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. 

Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έριξε στη γη. 
Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.


6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. 
Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. 
Κάποια βραδιά, στην περίοδο της νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. 

Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. 
Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. 
Στην αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε, πως σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. 

Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. 
Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.
Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. 
Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας:
- "Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός".

- "Ναι, παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. 
Μια όμως και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα πρέπει να φας από αυτό που μας βρίσκεται. 
Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς".
Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ’ εκείνον, λέγοντας του: 
"Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος". 
Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι την νηστεία του.

Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι και η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον, ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». 
(Μάρκ. β’, 27).



pigizois – [fA]

                                     





Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου