Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

"Ανέστιος εαυτός.. "





Κατοικώ μια ηλικία, κατοικώ ένα σώμα
–  του Δημήτρη Αγγελή



«Είναι Δευτέρα πρωί και πονάω».
Με αυτό το απόσπασμα ημερολογίου αρχίζει η ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν Κραυγές και ψίθυροι, όπου το κεντρικό θέμα, γύρω από το οποίο κινούνται οι μικρόκοσμοι των πρωταγωνιστών, είναι το σωματικό άλγος.
Ο πόνος, περιστασιακός ή μόνιμος, μας βγάζει απ’ την κανονικότητά μας και μας βάζει σε σκέψεις για την προσωρινότητά μας.
Ζώντας, μάλιστα σε μια εποχή όπου η εικόνα του σφριγηλού, νεανικού και σεξουαλικά επιθυμητού σώματος κυριαρχεί, μας προξενεί άγχος και ανασφάλεια η ενδεχόμενη φθορά και ο ευτελισμός του, είτε από κάποια αρρώστια είτε από τα γηρατειά.

Οι προσπάθειες να καλύψουμε την παρακμή μας, να κρύψουμε τις ρυτίδες μας, συνιστούν απόπειρες, πραγματικές ή συμβολικές, να σταματήσουμε τον χρόνο, να ελέγξουμε τις αλλαγές που μας συμβαίνουν, να νιώσουμε την ψευδαίσθηση μιας σταθερής ταυτότητας.
Όμως είναι η ίδια η κατανόηση της εμπειρίας και της ζωής μας που σ’ αυτήν την περίπτωση αλλάζει: η ιστορία μας παύει να εμφανίζει προοπτική, ο ορίζοντας του μέλλοντός μας παρουσιάζεται κλειστός, το τώρα δεν εκβάλλει σε κάποιο αύριο, σε μια «κατεύθυνση προς...», σε μια ζωή που έρχεται.
Και η ασυμφωνία μεταξύ του άχρονου της σκέψης και του πρόσκαιρου χαρακτήρα του σώματος, σε συνδυασμό με τις επαγγελίες για απόλυτη ελευθερία των δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπου που πρεσβεύει η εποχή μας, επιτείνουν το υπαρξιακό άγχος ενώπιον του θανάτου και των γηρατειών.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΡΑΤΕΛΜΠΑΝΤ
Πρόσφατα, ένας 69χρονος Ολλανδός –το ότι εργάζεται ως «γκουρού θετικής ενέργειας» δεν είναι άσχετο– ζήτησε ν’ αλλάξει η χρονολογία γέννησης στην ταυτότητά του και να του αφαιρεθούν 20 χρόνια.
Ο Guardian, που δημοσίευσε την είδηση, παραθέτει και την επιχειρηματολογία του: 
«Όταν είμαι 69 ετών, είμαι περιορισμένος. Αν είμαι 49, μπορώ ν’ αγοράσω καινούργιο σπίτι, να οδηγήσω άλλο αυτοκίνητο. Μπορώ να κάνω περισσότερη δουλειά. 
Όταν είμαι στο Tinder και λέω ότι είμαι 69, δεν παίρνω καμία απάντηση. 
Αν είμαι 49, με το πρόσωπο που έχω, θα είμαι σε πλεονεκτική θέση».
Το θέμα έφτασε στο δικαστήριο του Άρνεμ, η υπόθεση χαρακτηρίστηκε ως πρωτόγνωρη και η απόφαση αναμένεται εντός των ημερών.

Τι έκανε τον Εμίλε Ράτελμπαντ να σκεφτεί την αλλαγή αυτή;
Ήταν μόνο ο γνωστός ηλικιακός ρατσισμός που προκρίνει πάντοτε τους νεότερους και παραθεωρεί τις δυνατότητες των πιο ηλικιωμένων; 
Είναι ακραία συνέπεια της μετανεωτερικής κρίσης ταυτότητας ή ενός ανεξέλεγκτου πλέον «δικαιωματισμού»; 
Είναι το συναίσθημα του ανικανοποίητου που χαρακτηρίζει τις μεταχριστιανικές, υλιστικές κοινωνίες της Δύσης; 

Ο σπουδαίος κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν το έχει περιγράψει σωστά, σαν να γνώριζε την περίπτωση Ράτελμπαντ:
«Στη μετανεωτερική, καταναλωτικού προσανατολισμού κοινωνία, τα άτομα διαμορφώνονται κοινωνικά για να παίξουν τον ρόλο του ηδονοσυλλέκτη ή αισθησιοθήρα», του «κυνηγού εμπειριών». 
Γι’ αυτό και «η αβεβαιότητα της εποχής δεν γεννά τη ζήτηση θρησκείας· απεναντίας, κυοφορεί την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση ειδικών της ταυτότητας».
Ένας θεωρούμενος ως «ειδικός της ταυτότητας», ο Ράτελμπαντ, επιθυμεί να αλλάξει χρονολογία γέννησης, να φαίνεται νεότερος. Κι αυτό είναι φυσικό, το ίδιο το σώμα μας αποτελεί (και) κοινωνική κατασκευή: δεν υπάρχει φυσικός τρόπος σωματικής ύπαρξης, αλλά το κορμί μας είναι πολιτισμικά εξαρτημένο, επηρεάζεται από το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουμε.
Αν το περιβάλλον αυτό περιθωριοποιεί το γηρασμένο σώμα, θεωρώντας το μη παραγωγικό ή μη ερωτεύσιμο, τότε «δικαιούμαστε» να το αλλάξουμε.
Αυτή είναι η αντίληψη της εποχής.

ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥΜΕ
Άλλοτε υπήρχε η δυνατότητα ν’ αλλάξεις κόσμο.
Όταν ανακαλύφθηκε η Αμερική, υπήρξαν πολλοί περιθωριακοί, παράνομοι, άνθρωποι που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, οι οποίοι είδαν στον Νέο Κόσμο την ευκαιρία μιας αλλαγής συνολικού τρόπου ζωής και ταυτότητας.
Σήμερα δεν υπάρχει πια η δυνατότητα ενός «αλλού», όπου μπορώ αίφνης να είμαι ένας «άλλος». Ο κόσμος μας έχει πλήρως εξερευνηθεί και συγχρόνως έχει μικρύνει υπερβολικά, ενώ η εγκατάσταση σε άλλους πλανήτες φαίνεται ακόμα να καθυστερεί. 
Η μόνη δυνατότητα μεταβολής βρίσκεται στο σώμα που κατοικούμε, ο μόνος «τόπος αλλού» είμαστε οι ίδιοι εμείς.
Μπορούμε ν’ αλλάζουμε μαλλιά, να κάνουμε προσθετικές, πλαστικές εγχειρήσεις, μεταμοσχεύσεις, τατουάζ, piercing, ν’ αλλάζουμε φύλο ή χρώμα δέρματος, παρεμβαίνοντας στη φύση μας. 
Όλα αυτά ανήκουν στη συνθήκη του «μετα-ανθρώπου»: με τη βοήθεια της ιατρικής και της τεχνολογίας η εικόνα του σημερινού ανθρώπου διαφέρει πλήρως σε σχέση με την εικόνα που είχαμε για το σώμα μας πριν 100 ή 500 χρόνια.

Κι εδώ προκύπτει ακόμα ένα ερώτημα: είμαι σώμα ή έχω σώμα;
Παλιά λέγαμε ότι ο άνθρωπος αποτελεί μια αδιάρρηκτη ψυχοσωματική ενότητα, η εποχή μας όμως αντιμετωπίζει την ανθρώπινη υπόσταση σαν να «έχει» σώμα.
Σαν το σώμα, το μεταβαλλόμενο κι ενδεχομενικό, να μην ανήκει στην υπαρξιακή μας συνθήκη, όπως έλεγε ο Μερλώ-Ποντύ, αλλά ν’ αποτελεί αντικείμενο, χωρίς καμία δέσμευση με μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, χωρίς καμία υποθήκευση του μέλλοντος.

Παρατηρείται σήμερα ένας διάχυτος νεοπλατωνισμός που θέλει τον άνθρωπο-πνεύμα να μπορεί αενάως να παρεμβαίνει στο κορμί του χωρίς ψυχικές επιπτώσεις.
Ή μήπως τελικά υπάρχουν συνέπειες, κι εμείς απλώς δεν θέλουμε να τις παραδεχτούμε, γιατί ο ανέστιος εαυτός μας γοητεύεται από την αλλαγή και όχι από μια σταθερή ταυτότητα;

[Έθνος της Κυριακής, 9.12.2018]



frear – [2fA]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου