Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

"Προμηθέας Δεσμώτης "





Από την ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
-  του ΘΩΜΑ Μ. ΠΡΟΒΑΤΑΚΗ

στ. Σχέσεις του Δία με τους ανθρώπους. Αυτός που τους έδωσε τη φωτιά.


Ο Δίας δεν ήταν μόνο ο μεγαλύτερος θεός τον Ουρανού.
Παράλληλα κυριαρχούσε και σ' όλη τη γη, που τη γέμισε με διάφορα όντα, από το πιο μικροσκοπικό ως το πιο μεγάλο.
Πραγματικά η ιστορία της δημιουργίας των ζώων και του ανθρώπου, καθώς και η μοίρα του ανθρώπινου γένους, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Καθισμένος ο Δίας κάποτε στο μεγαλόπρεπο θρόνο που του 'χε λαξεύσει ο ίδιος ο Ήφαιστος, κοίταζε από την πιο ψηλή κορυφή του Ολύμπου και καμάρωνε τον κόσμο. 
Ύστερα από την Γιγαντομαχία, όλα γαλήνεψαν.
Όλα ηρέμησαν και η πλάση ντύθηκε πράσινη.
- Πράγματι, όλα είναι όμορφα στον κόσμο αυτόν, αλλά τόσο ερημικά, είπε πίσω του μια φωνή. Γύρισε ο Δίας και είδε την Ήρα να στέκεται δίπλα του.
- Μην στενοχωριέσαι, της είπε.
Κάτω στα σπλάχνα της γης, μέσα σε σπηλιές, περιμένουν την προσταγή μου να βγουν ζώα και άνθρωποι και έτσι θα πλημμυρίσει στην πλάση η ζωή κι η ομορφιά.

Αμέσως ο πατέρας των θεών κάλεσε τον ημίθεο Προμηθέα, τον γιο τον Τιτάνα Ιαπετού, και του ανάθεσε το δύσκολο έργο.
- Σου εμπιστεύομαι, του είπε, να μοιράσεις τα εφόδια της ζωής στο καθένα από τα όντα που τώρα κρύβει η γη και που σε λίγο θα χαρούν την πλάση.
Ο Προμηθέας δέχτηκε πρόθυρα.
Τώρα δεν απόμενε, παρά η έναρξη του μεγάλου και τόσο σημαντικού έργου.
Όμως, ο μικρός αδελφός του Προμηθέα, ο Επιμηθέας, που άκουσε τη συζήτηση, ζήτησε μόλις έφυγε ο Δίας, να μοιράσει εκείνος ότι εμπιστεύτηκε στον μεγαλύτερό του αδερφό ο Δίας.
Ο Προμηθέας από υπερβολική αγάπη προς τον αδελφό του, δέχτηκε να του εμπιστευτεί το δύσκολο αυτό έργο.

Έτσι ο Επιμηθέας, χωρίς πολλή σκέψη, έκανε την διανομή.
Στα ζώα του δάσους έδωσε νύχια γαμψά, δόντια σουβλερά, κέρατα μεγάλα, πελώρια δύναμη και αγριότητα, ώστε να είναι ακατανίκητα και να τρέφονται με τις σάρκες των πιο αδύνατων.
Στο δυνατό λιοντάρι, έδωσε πλούσια χαίτη, βρυχηθμούς, φονικά νύχια και δόντια.
Με πονηριά όπλισε τον λύκο και την ύαινα, τους ελέφαντες και τις αρκούδες με πελώριο σώμα.
Στα πιο ήμερα ζώα έδωσε τρίχωμα, κέρατα και γερά πόδια.
Άλλων, σκέπασε τα σώματα με αγκάθια ή σκληρό κέλυφος.
Σ' άλλα έδωσε φτερά, σ' άλλα ομορφιά και σ' άλλα γρηγοράδα.
Έτσι μ' απλοχεριά, έδωσε όλα τα εφόδια.

Κανένα δεν έμεινε παραπονεμένο, εκτός από ένα. Κι εκείνο ήταν ο άνθρωπος, που κι αυτός είχε τόση ανάγκη, όση και όλα τ' άλλα ζώα.
Δυστυχώς όμως, για εκείνον που είχε μείνει τελευταίος στη σπηλιά, δεν έμεινε τίποτα για να τον κάνει ισχυρό.

Ο Επιμηθέας τότε πήγε καταπικραμένος στον αδελφό του, τον Προμηθέα.
Με προσοχή εκείνος άκουσε την απερισκεψία του αδελφού του και προσπάθησε να κάνει το παν για τον άνθρωπο.
Του δίδαξε πώς να νικά στις δύσκολες στιγμές.
Του έδειξε πώς να κτίζει σπίτια για να προφυλάγεται απ' το κρύο, τη βροχή και τ' άγρια θηρία.
Έμαθε στις κόρες πώς να υφαίνουν το λινάρι, στους νέους να οργώνουν τα χωράφια και πολλά άλλα ωφέλιμα πράγματα.

Να όμως, που του έλειπε η φωτιά. Αχ, αυτή η φωτιά!
Πήγε στο Δία και τον παρακάλεσε. Του κάκου όμως.
Όχι μόνον δεν του έκανε την χάρη που του ζήτησε, αλλά και θύμωσε μαζί του.
- Φύγε, του είπε, ανόητε, γιατί θα ρίξω την σπίθα του κεραυνού μου σε σένα και θα σε κάψω.
Τότε κι ο Προμηθέας σοφίζεται μια πονηρή πράξη.
Πηγαίνει στη Λήμνο για να δει τάχα τα έργα του Ήφαιστου.
Και από το εργαστήρι του Θεού αυτού κατάφερε κι έκλεψε κάρβουνα αναμμένα, κρυμμένα μέσα στο ίδιο το μεταλλικά και κούφιο ραβδί του, που του είχε χαρίσει ο καλλιτέχνης Θεός.
Φεύγοντας σκεφτόταν. «Το ξέρω πως φριχτή με περιμένει τιμωρία για το κατόρθωμά μου αυτό. Όμως ότι έκανα, το έκανα για τον φτωχό τον άνθρωπο, που από σήμερα θα καλυτερέψει τη θέση του στον κόσμο και τη ζωή του».

Και πράγματι, μόλις ο Δίας είδε τη φωτιά στους ανθρώπους. ζήτησε και έμαθε από τον Ήφαιστο, πως ο Προμηθέας την έκλεψε και την μετέφερε στους θνητούς.
Τότε ο πρώτος από τους θεούς εξοργισμένος, διέταξε και κάρφωσαν τον «φίλο των ανθρώπων» στην κορυφή του Καυκάσου.
Το Κράτος και η Βία, οι σκληροί υπηρέτες του Δία, καρφώνοντας τα καρφιά του είπαν: 
- Να δούμε, αν θα 'ρθουν τώρα οι άνθρωποι να σε λυτρώσουν, αφού για χάρη τους έκλεψες τη φωτιά και τώρα τιμωρείσαι.
Δεν έφτανε όμως μόνον αυτό.
Ο αετός που καθόταν πάνω στο σκήπτρο του Δία πήρε την εντολή να χιμήξει και να σπαράξει τα σπλάχνα του μάρτυρα.

Το απαίσιο όρνιο χιμούσε με λύσσα, ράμφιζε άγρια το συκώτι του Προμηθέα και το κατάτρωγε, που υπόφερε για χάρη ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Η νύχτα βέβαια διόρθωνε το κακό, γιατί το συκώτι ξαναγινόταν σαν και πρώτα, για να μεταβληθεί την άλλη μέρα πάλι σε τροφή του αετού..
Αλλά ταυτόχρονα μέρα και νύχτα, η θύελλα και η βροχή, οι αστραπές και το χιόνι, του ήλιου η πυρά και η παγωνιά, μαρτυρούσαν αφόρητα τον μεγάλο ήρωα του Καυκάσου, «τον Προμηθέα Δεσμώτη».



[2φΑ]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου