- Rabîndranâth Tagore
- Απάνω στην ερημική πλαγιά της ακροποταμιάς,
ανάμεσα στα χόρτα τα ψηλά, την ρώτησα:
«Κόρη! Πού τραβάς, σκεπάζοντας με την ποδιά σου τη φλόγα του λύχνου σου;
Το σπίτι μου είναι σκοτεινό και έρημο· δάνεισέ μου το φως σου».
Σήκωσε μια στιγμή σε μένα τα σκοτεινά της μάτια και με
ατένισε στο σούρουπο της βραδιάς.
«Ήρθα κατά το ποτάμι», μου ‘πε, για να εμπιστευθώ στο ρέμα το λυχνάρι μου, όταν
σβήσει η τελευταία του ήλιου αναλαμπή»
- Στη σιγαλιά του πυκνωμένου σκοταδιού, τη ρώτησα.
«Κόρη! Όλα τα φώτα σας είναι αναμμένα. Πού πας, λοιπόν, με τον λύχνο σου;
Το σπίτι μου είναι σκοτεινό και έρημο, δάνεισέ μου το φως σου».
«Ήρθα», μου ‘πε σε λίγο, «ν’ αφιερώσω το λύχνο μου στον
ουρανό».
Και στάθηκα εκεί, κοιτάζοντας με μελαγχολία
το αδύνατο εκείνο φως, ανώφελα να χωνεύει στην έρημο.
- Στα σκοτάδια της νύχτας της βαθειάς κι’ αφέγγαρης, τη
ρώτησα.
«Κόρη! Τι ζητάς, λοιπόν, κρατώντας, έτσι τον λύχνο σου απάνω στην καρδιά σου;
Το σπίτι μου είναι σκοτεινό και έρημο· δάνεισέ μου το φως σου».
Μια στιγμή σταμάτησε και σκεπτική με κοίταξε μέσα στο
σκοτάδι.
«Έφερα το φως μου», είπε, «για να λάβω κι’ εγώ μέρος στη «Γιορτή των Φαναριών».
… Και στάθηκα και κοίταζα με λύπη το μικρό λυχνάρι να
χάνεται ανώφελα
μέσα στα πάμπολλα φώτα της γιορτής.
beatrikn –
2φΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου