Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

"Η Γη εργασίας "

 



-   Πιερ Πάολο Παζολίνι  
[από την ποιητική συλλογή "Οι Στάχτες του Γκράμσι"]


Τελικά είναι κοντά η Γη Εργασίας,
κάποια αγέλη από βουβάλια, κάποιος
σωρός από σπίτια ανάμεσα σε ντοματιές,
κισσοί και φτωχά τραπέζια.
Κάθε τόσο ένα ποταμάκι, στο επίπεδο
της γης, εμφανίζεται ανάμεσα στους κορμούς
των φτελιών φορτωμένων από αμπέλια, μαύρο
όπως μια αποχέτευση. Μέσα, στο τρένο
που τρέχει μισοάδειο, η φθινοπωρινή
παγωνιά καλύπτει το θλιμμένο ξύλο,
τα βρεγμένα κουρέλια: αν έξω
είναι ο παράδεισος, εδώ μέσα είναι το βασίλειο
των νεκρών, που πέρασαν από πόνο
σε πόνο ‒ανυποψίαστοι.
Στα καθίσματα, στους διαδρόμους,
να ’τοι με το πηγούνι πάνω στο στήθος,
με τις πλάτες στο κάθισμα,
με το στόμα πάνω σε ένα κομματάκι
λαδωμένου ψωμιού, μασώντας άσχημα,
φτωχοί και σκουρόχρωμοι όπως σκυλιά
πάνω σε μια κλεμμένη μπουκιά: και του ανεβαίνει
αν του κοιτάς τα μάτια, τα χέρια,
πάνω στα ζυγωματικά, ένα αξιοθρήνητο κοκκίνισμα,
στο οποίο εχθρική του ανακαλύπτεται η ψυχή.
Μα και αυτός που δεν τρώει ή τις ιστορίες του
δεν λέει στον προσεκτικό διπλανό,
αν τον κοιτάς, σε κοιτάει με την καρδιά
στα μάτια, σχεδόν με τρόμο,
να σου λέει ότι δεν έκανε τίποτα
κακό, πως είναι ένας αθώος.
Μια γυναικούλα, από το Fondi ή την Aversa, κουνάει
ένα μωρό που κοιμάται στο βάθος
μιας ζωής μικρού αρνιού, και το διασκεδάζει
‒αν ξυπνήσει από τον ύπνο του
λέγοντας λέξεις όπως ο κόσμος καινούριες‒
με λέξεις κουρασμένες όπως ο κόσμος.
Αυτή, αν την παρατηρείς, δεν κουνιέται,
όπως ένα τέρας που προσποιείται ότι πέθανε.
Αγκαλιάζεται μέσα στα φτωχά της
ρούχα και με τα μάτια στο κενό, ακούει
τη φωνή που σε κάθε στιγμή της θυμίζει
τη φτώχεια της σαν ένα φταίξιμο.
Έπειτα, ξαναρχίζοντας να κουνάει, τυφλή, κουφή,
χωρίς ούτε να το αντιληφθεί, αναστενάζει.
Με το μικρό πρόσωπο σκουρόχρωμο σαν τύρφη,
σε μια βουβή μυρωδιά στάνης,
ένας νέος είναι καθισμένος στο παραθυράκι,
εχθρικός, σχεδόν μην τολμώντας να ανοίξει
την πόρτα, να ενοχλήσει τον διπλανό.
Κοιτάζει καρφωμένος το βουνό, τον ουρανό,
τα χέρια στην τσέπη, ο μπερές του χτυπάει
στο μάτι: δεν βλέπει τον ξένο,
δεν βλέπει τίποτα, ο γιακάς σηκωμένος
απ’ το κρύο ή από άπιστο μυστήριο
κακοποιού, εγκαταλελειμμένου σκυλιού.
Η υγρασία ξαναζωντανεύει τις παλιές
μυρωδιές του ξύλου, λαδωμένο και καπνισμένο,
ανακατεύοντάς τες με τις καινούριες, από φρέσκους
μικρούς θορύβους από ανθρώπινο σανό.
Και από τους κάμπους, τελικά βιολετί,
έρχεται ένα φως, που ξεσκεπάζει ψυχές,
όχι σώματα, στο μάτι που πιο ωμό
από το φως, ανακαλύπτει από αυτά την πείνα,
τη σκλαβιά, τη μοναξιά.

Ψυχές που γεμίζουν τον κόσμο,
όπως πιστές και γυμνές εικόνες
της ιστορίας του, μολονότι βουλιάζουν
σε μια ιστορία που δεν είναι πια δική μας.
Με μια ζωή από άλλους αιώνες, είναι
ζωντανοί σε αυτό: και μέσα στον κόσμο δείχνονται
σε όποιον έχει γνώση του κόσμου, κοπάδι
όποιου τίποτα άλλο δεν γνωρίζει παρά την εξαθλίωση.
Υπήρξαν πάντα για αυτούς μοναδικός νόμος
δουλοπρεπές μίσος και δουλοπρεπής χαρά: και όμως
στα μάτια τους μπορούσε κανείς να διαβάσει
τελικά ένα σημάδι διαφορετικής πείνας ‒σκοτεινής
όπως εκείνης του ψωμιού, και όπως
εκείνη, απαραίτητη. Μια αγνή
σκιά που ήδη έπαιρνε όνομα
ελπίδας: και σχεδόν ξανά αποκτημένο
στον άνθρωπο, έβλεπε το Νότο,
ντροπαλή, πάνω στα παρατημένα κοπάδια του
από ζωντανούς, το φως της ανταπόδοσης.
Μα τώρα για αυτές τις σεσημασμένες ψυχές
από το λυκόφως, για αυτόν τον καταυλισμό
από τρομαγμένους επιβάτες,
ξαφνικά κάθε εσωτερικό φως, κάθε πράξη
συνείδησης, μοιάζει χθεσινό πράγμα.
Εχθρός είναι σήμερα σε αυτή τη γυναίκα που κουνάει
το μωρό της, σε αυτούς τους μαύρους
αγρότες που δεν ξέρουν τίποτα,
όποιος πεθαίνει για να είναι σώα
σε άλλες μητέρες, σε άλλα μωρά,
η ελευθερία τους. Όποιος πεθαίνει για να καεί
σε άλλους υπηρέτες, σε άλλους αγρότες,
η δίψα τους αν και μπασταρδεμένη
δικαιοσύνης, τούς είναι εχθρός.
Τούς είναι εχθρός όποιος σκίζει τη σημαία
τελικά κόκκινη από δολοφόνους,
και τούς είναι εχθρός όποιος, πιστός,
από τους λευκούς δολοφόνους την υπερασπίζεται.
Τούς είναι εχθρός το αφεντικό που ελπίζει
τη δική τους παραδοχή, και ο σύντροφος που απαιτεί
να παλέψουνε σε μια πίστη που τελικά είναι άρνηση
της πίστης. Τούς είναι εχθρός όποιος αποδίδει
ευχαριστώ στο Θεό για την αντίδραση
του παλιού λαού, και τούς είναι εχθρός
όποιος συγχωρεί το αίμα στο όνομα
του καινούριου λαού. Αποκατεστημένος
είναι έτσι, σε μια μέρα αίματος
ο κόσμος σε ένα καιρό που έμοιαζε τελειωμένος:
το φως που βρέχει πάνω σε αυτές τις ψυχές
είναι εκείνο, ακόμη, του παλιού Νότου,
η ψυχή αυτής της γης είναι η παλιά λάσπη.
Αν μετράς στον κόσμο, στην καρδιά, την απογοήτευση
νιώθεις τελικά ότι αυτή δεν οδηγεί
σε μια καινούργια ξηρότητα, μα σε ένα παλιό πάθος.
Και χάνεσαι τότε σε αυτό το φως
που κατεδαφίζει, με τη βροχή, ξαφνικά
σβώλους από κόκκινο φασκόμηλο, βρώμικα σπίτια.
Χάνεσαι μέσα στον παλιό παράδεισο
που εδώ έξω πάνω στις ράχες από λάβα
δίνει ένα γαλάζιο, αν και ανθρώπινο, πρόσωπο
στον ορίζοντα όπου στη γκρίζα
αγριάδα χάνεται η Νάπολη, στις μεσημβρινές
καταιγίδες, που κυριεύουν τη λιακάδα,
μία πάνω στα βουνά του Lazio, ήδη μακρινά,
η άλλη πάνω σε αυτή την εγκαταλελειμμένη γη
στους βρώμικους λαχανόκηπους, στους βούρκους,
στα μεγάλα χωριά σαν την πόλη.
Μπερδεύονται η βροχή και ο ήλιος
σε μια χαρά που είναι ίσως διατηρημένη
‒σαν μια σκλήθρα της άλλης ιστορίας
όχι πια δική μας ‒στο βάθος της καρδιάς
των φτωχών αυτών ταξιδευτών:
ζωντανοί, μόνο ζωντανοί, στη ζέστη..
που κάνει πιο μεγάλη της ιστορίας τη ζωή.
Εσύ χάνεσαι μέσα στον εσωτερικό παράδεισο,
και επίσης ο οίκτος σου τους είναι εχθρός.

1956

[Μετάφραση: Κοσμάς Κοψάρης]

 

vakxikon - 2φΑ

                                                                                




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου